Monday, October 30, 2006

Χάθηκαν δύο παιδάκια. Κινδυνεύει ο ελληνικός τουρισμός.

Εν θερμώ (ακόμα)
(και, σόρι, δε σηκώνω πολλά)

Δράμα σε όσες πράξεις βγει

πρωταγωνιστούν ο εκπρόσωπος τουρισμού, κι όλοι οι αθώοι που θα συρθούν στα δικαστήρια.

Είναι μεμονωμένο το περιστατικό, λέει ο εκπρόσωπος του τουρισμού.
Δηλαδή: να μη χάσουμε τα δωμάτια, τις κρατήσεις.
Δύο παιδάκια πέθαναν.
Φυσικά, δεν ήταν τα δικά του παιδιά.
Αυτόν τον ενδιαφέρουν μόνο οι κρατήσεις, τα λεφτά.
Δεν με εκπλήσσει, τους έχω δει και στο δικό μου νησί, λίγα χιλιόμετρα πιο νότια. Προκειμένου να κερδίσουν πουλάνε και τη μάνα τους.
Τι να πει;
ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΙ ΤΙΠΟΤΑ.
Τι έχετε να δηλώσετε για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού;
Τι έχετε να πείτε για το μέλλον του κερκυραϊκού τουρισμού;
Ένα έχω να πω: να πάει να γαμηθεί ο ελληνικός τουρισμός.
Να πάει να γαμηθεί ο κερκυραϊκός τουρισμός.
Σήμερα πέθαναν δυο παιδάκια 6 κι 7 χρόνων κι ούτε κατάλαβαν το πώς και το γιατί.
Αυτά έχω να πω.
Αυτό έπρεπε να πει. Κι ας μην ανησυχεί. Αφού από μέσα του δεν ανησυχεί. Και γιατί ν’ ανησυχεί;
Θα ’ρθουν και του χρόνου τουρίστες στην Ελλάδα.
Θα πάνε και στην Κέρκυρα.

Φταίει ο κατασκευαστής.
Φταίει ο συντηρητής
Φταίει ο διευθυντής.
Όχι. Στην Ελλάδα δεν φταίει κανένας.
Μεροκαματιάρηδες είναι. Έχουν κι αυτοί παιδιά. Θέλανε να γίνει τέτοιο κακό;
Κι αυτός ο θρασύς, αυτός ο υπάνθρωπος, αυτό το σκουπίδι, ύπαρχος του Σάμινα που είχε βάρδια στη γέφυρα δε φταίει. Η κακιά η ώρα ήτανε. Κι ο οδηγός της νταλίκας δε φταίει, πόσο μάλλον εκείνοι που τη φορτώσανε. Ήτανε να σπάσει ο ιμάντας.
Στην Ελλάδα όλοι είναι καλά παιδιά μετά. Λένε (όσοι τους υπερασπίζονται):
Το κακό έγινε. Τίποτα δε θα φέρει πίσω τα παιδιά.
Φυσικά, δεν ήταν τα δικά τους παιδιά.
ΑΥΤΟ ΜΕ ΕΞΟΡΓΙΖΕΙ.

Και χαίρομαι τους αμερικάνους, τους οποίους όλοι βρίζουν.
Επειδή από κει ξεκίνησαν οι προδιαγραφές ασφαλείας. Οι έξοδοι κινδύνου για φωτιά κτλ.
Επειδή ένα δράμα διδάσκει. Κι οι αμερικάνοι δεν τσιγκουνεύονται προκειμένου να σωθεί στο μέλλον μία ζωή.
Να πληρώσουν οι ξενοδόχοι και να μπουν οι ανιχνευτές παντού σε όλα τα ενοικιαζόμενα. Να πληρώσουν και να γίνουν καμινάδες στις αποθηκούλες. Μέσα σε δυο μήνες. Να γίνει κάτι. Αυτές οι δυο ψυχές να γίνουν αφορμή για να γίνει κάτι. Να σωθεί κάποιος στο μέλλον. Στο όνομα αυτών των παιδιών επιτέλους να γίνει κάτι.
Τι αποζημίωση θα επιδίκαζε αμερικάνικο δικαστήριο στους γονείς;
Μήπως αν τα ελληνικά δικαστήρια επιδίκαζαν 10 εκατομμύρια ευρώ στην οικογένεια θα πήγαινε στο μέλλον ο διευθυντής να στέκεται από πάνω όταν κάποιος διορθώνει ή κατασκευάζει κάτι ανάλογο; (ξέχασα, δεν είναι η δουλειά του διευθυντή αυτή)

Τι τα θες; Ήτανε να μη γίνει… έτσι θα πουν.
Θα περάσει ο χρόνος. Πού κουράγιο να τρέχεις στα δικαστήρια, ε;

Κι ο συντηρητής θα συνεχίσει τη δουλίτσα του, ο διευθυντής θα πάει αλλού να διευθύνει… όλοι θα συνεχίσουμε τη δουλίτσα μας. Φυσικά τα δικά μας τα παιδιά τα προσέχουμε, αλίμονο αν τα πειράξει κανείς, θα τον φάμε. Αλλά με τα δράματα των άλλων… Είμαστε Έλληνες, έχουμε μεγάλη γενναιοψυχία.


(Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε αν είχε γίνει καταγγελία από τους προηγούμενους ενοίκους ή αν ο συντηρητής γνώριζε για ενδεχόμενη δυσλειτουργία του συστήματος. Αυτά μένουν ν’ αποδειχτούν.)

Saturday, October 28, 2006

Και φόρεσαν χειροπέδες στους μπλόγκερ...

ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠ' ΤΑ ΜΠΛΟΓΚ ΜΑΣ ΡΕ!


Αυτό ξεκίνησε ως μπλογκ αστυνομικού ρεπορτάζ και κατέληξε μοιραία βιβλιοφιλικό, αφού η συγγραφή και τα βιβλία είναι η ζωή μου. Όπως έχω ξαναγράψει δεν μου αρέσουν οι επιθέσεις, οι πολεμικές και οι παρεξηγήσεις. Εδώ όμως κρίνω πως πρέπει να διαμαρτυρηθούμε.

Όλοι ξέρετε πιστέυω την υπόθεση. Καθώς στα ιντερνετικά είμαι στο επίπεδο βλήμα και κάνω φιλότιμες προσπάθειες να πάω στο επίπεδο τελείως άσχετος δεν ξέρω να βάζω λινκς μες στο κείμενο. άλλωστε όλοι ξέρετε πού να βρείτε περισσότερα.Κι όπως λέει ο διαδικτυακός φίλος μου (εγώ τουλάχιστον τον θεωρώ τέτοιον) Μάνος Αντώναρος: Μη μας πειράζετε τα μπλογκ μας! θα σας κόψουμε τα πόδια.

(ο τίτλος είναι παράφραση του τίτλου βιβλίου του φίλου μου Στέφανου Δάνδολου: και φόρεσαν χειροπέδες στα πουλιά)

Thursday, October 26, 2006

Γιορτάζουμε με Πρέβερ

Γιορτάζουμε με τον Ζακ Πρεβέρ

λίγο πρόχειρο το σημερινό ποστάκι καθότι τρέχουμε και δεν προλαβάινουμε.
ευχαριστώ όλους όσοι μου ευχήθηκαν ζωντανά, εκ τηλεφώνου, εκ συντόμου γραπτού μηνύματος, δια ηλεκτρονικής επιστολής ή απλώς με σκέφτηκαν.
με θυμήθηκε κι ένας παλιός μου συγκάτοικος από τα μακρινά γεμάτα αλκοόλ χρόνια της Ιταλίας και συγκινήθηκα ολίγον.
επίσης έλαβα και δύο δώρα, ένα αυτοκίνητο κι ένα ουίσκι (μαλτ παρακαλώ). μια γυναίκα την περιμένω ακόμα κι έκλεισα ως αρσενικό.
για να σοβαρευτούμε κάπως συνεχίζω το άτυπο αφιέρωμα στον Ζακ Πρεβέρ.


PARIS AT NIGHT

Τρία σπίρτα ένα ένα αναμένα στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το τελευταίο για να δω το στόμα σου
Κι η σκοτεινιά ολόκληρη για να θυμηθώ όλα αυτά
Σφίγγοντάς σε στην αγκαλιά μου.

απο το βιβλίο Ζακ Πρεβέρ Κουβέντες μτφ. Μιχάλη Μειμάρη, εκδόσεις Πλειάς 1982

Και το πρωτότυπο, ευγενική δωρεά της Ντολ

Trois allumettes, une à une allumées dans la nuit
La première pour voir ton visage tout entier
La seconde pour voir tes yeux
La dernière pour voir ta bouche
et l'obscurité toute entière pour me rappeler tout cela
en te serrant dans mes bras.

Tuesday, October 24, 2006

Αμερικάνικη Φούγκα (Κριτική)

Σμιλεύοντας την ύπαρξη


Αλέξης Σταμάτης, Αμερικάνικη φούγκα, μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ. 403

Αν ένας Έλληνας συγγραφέας βάλει σαν σκοπό τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος για τα άδυτα της ψυχής και τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου σε ποια χώρα θα διαλέξει να χτίσει την υπόθεση και την εξέλιξη του μύθου;
Στη χώρα όπου ο Αριστοτέλης έγραψε το Περί Ψυχής αιώνες πριν, στην ίδια του την πατρίδα είναι η προφανής απάντηση. Ο Αλέξης Σταμάτης αντίθετα, διαλέγει την Αμερική, μια χώρα με μόλις λίγους αιώνες ιστορία. Θα προσπαθήσουμε να δούμε γιατί.
Ο συγγραφέας ξεκινά βάζοντας σαν κεντρικό ήρωα έναν ομότεχνό του, αγαπημένη κίνηση πολλών συναδέλφων του. Ίσως μπορούν να καταλάβουν καλύτερα την ψυχοσύνθεση και τις αντιδράσεις τους. Ο ήρωας λοιπόν είναι ένας έλληνας συγγραφέας σε πλήρες αδιέξοδο. Κουβαλά στις πλάτες του μια διαλυμένη σχέση και μια καριέρα που δεν του προσφέρει καμιά ικανοποίηση πια. Μια πρόσκληση σε μια συγκέντρωση συγγραφέων στην Αμερική δείχνει η ιδανική ευκαιρία για να κάνει μια νέα αρχή, να προσπαθήσει να μάθει επιτέλους τον εαυτό του, να μπορέσει να ξεχάσει ή ακόμα για να ξεχαστεί από το υπόλοιπο περιβάλλον του.
Θα περίμενε κανείς ότι η συγκέντρωση θα γινόταν σε κάποια μητρόπολη όπως η Νέα Υόρκη ή τουλάχιστον σε κάποιο πολύβουο μέρος όπως το Λος Άντζελες. Αντίθετα γίνεται στο κέντρο της αμερικάνικης ηπείρου, στην απομακρυσμένη και ήσυχη Άιοβα, δίπλα στο Μισισιπί, στα μέρη του Μαρκ Τουέιν.
Πολύ γρήγορα ο ήρωας θα βαρεθεί τη ρουτίνα των εκδηλώσεων, θα νοικιάσει ένα αυτοκίνητο και θα κινηθεί προς την καρδιά της ερήμου σε μια σκηνή που θυμίζει την ταινία Παρίσι Τέξας του Βιμ Βέντερς. Εκεί θα συναντήσει έναν περίεργο τύπο. Η σύντομη γνωριμία τους θα δώσει την ευκαιρία στον έλληνα συγγραφέα να κάνει την αποφασιστική κίνηση που τόσο καιρό αναζητούσε. Θα κόψει τους δεσμούς με το παρελθόν και θ’ αρχίσει μια νέα ζωή. Ταυτόχρονα, ο Αλέξης Σταμάτης, όσο καιρό ταλαιπωρεί τον ήρωά του με τη νέα του ταυτότητα και τα προβλήματα που κουβαλάει, δοκιμάζει την κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή, την έρευνα στα βάθη της ύπαρξης.
Οι συμβολισμοί που ακολουθούν και διαποτίζουν όλο το βιβλίο είναι υπερβολικά πολλοί για να τους προσπεράσεις. Τρεις φορές μέσα από το κείμενο ο συγγραφέας Σταμάτης μέσα από τον συγγραφέα ήρωα προσπαθεί να ψάξει βαθιά μέσα στα πράγματα, να φτάσει στις τεκτονικές πλάκες της ύπαρξης, της ζωής.
Ο ήρωας θα μπορούσε να είναι ο Άνθρωπος, το αρχέτυπο του ανθρώπου της κοινωνίας μας. Αυτός που υποδύεται, (έναν άλλο), που κρύβεται, (από τους άλλους), που ξεγελά, (το διπλανό του, το ταίρι του καλύτερα) ψάχνοντας… ακριβώς αυτές τις βαθύτερες αιτίες. Όσο για το κλειστό κουτί με το μυστικό –που κληρονομεί από τον περίεργο τύπο- θα μπορούσε να είναι το κουτί της Πανδώρας ή η φωτιά που εμπιστεύτηκαν οι Θεοί στον Προμηθέα, θα μπορούσε να είναι ακόμα και ο ασκός του Αιόλου. Και τα τρία έχουν ένα κοινό σημείο. Δεν πρέπει να ανοιχτούν, δεν πρέπει ο άνθρωπος να έρθει σε επαφή μαζί τους, δεν πρέπει να δει τι έχουν μέσα, δεν πρέπει να τα χαρεί, δεν πρέπει να γίνουν ανθρώπινα. Όμως και στις τρεις περιπτώσεις ο άνθρωπος δεν υπάκουσε. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να μην υπακούει.
Ακολουθεί η Αμερική. Ο ήρωας από την έρημο βρίσκει τον έρωτα και από κει μέσα από ένα κυνηγητό -οι κακοί, οι εφιάλτες, το παρελθόν, το μυστικό- βρίσκει τη φάρμα παράδεισο. Τον Παράδεισο. Ο ήρωας και το ταίρι του. Ο Αδάμ κι Εύα. Τι άλλο θέλεις για να ζήσεις ευτυχισμένος; Αυτό βγαίνει απ’ τα χείλη του αναγνώστη. Ο Αλέξης Σταμάτης τον προκαλεί. Και μετά του το αρνείται. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να μην υπακούει. Αναμφισβήτητη δεξιοτεχνία του συγγραφέα.
Γιατί όμως Αμερική; Νέα Υόρκη, μητρόπολη των τεχνών, των επιστημών, των ερευνών. Πολιτική Μπους, φλερτ με τον πόλεμο, με την εξουσία σε όλο τον πλανήτη. Έρημος, ινδιάνικοι μύθοι, μη χρόνος, ου τόπος. Λένε ότι δεν μπορείς να περιγράψεις την αμερικάνικη ήπειρο με μια εικόνα. Μπορείς άραγε να περιγράψεις με μια εικόνα την ανθρώπινη ψυχή; Η Αμερική, η Μέκκα των ηλεκτρονικών, η ψηφιακή εποχή, το μέλλον. Κι απέναντι ο άνθρωπος. Οι υπολογιστές εξελίσσονται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα. Η ανθρώπινη ψυχή όμως; Μήπως παραμένει ίδια αιώνες και αιώνες τώρα;
Όσο πλησιάζει το τέλος η αγωνία κορυφώνεται. Εμφανίζεται ο μικρός Φοίνιξ. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η ιστορία του δεν πείθει και δεν είναι σωστά τοποθετημένη στο μυθιστόρημα. Ο Φοίνιξ, είναι ο καινούργιος άνθρωπος που θα παραλάβει τη σκυτάλη. Το όνομα παραπέμπει στον Φοίνικα, το μυθικό πουλί που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του, και συμβολίζει την ελπίδα για το αύριο. Συμπληρώνει δε και μια οικογενειακή εικόνα του ζευγαριού η οποία πάλι πιστεύω πως δεν ήταν απαραίτητη.
Έχουμε πει ήδη πού θα παιχτεί ο αγώνας. Πού θα γραφτεί ο επίλογος. Ο καθένας θα φέρει τα όπλα του. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να μην υπακούει.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με προσοχή και υπομονή. Ο συγγραφέας δούλεψε λίγο λίγο προσεκτικά όπως ο γλύπτης σκαλίζει, σμιλεύει, χαϊδεύει, το μάρμαρο. Πολλές παράγραφοι το αποδεικνύουν καθώς παρουσιάζουν μια γλωσσική όσο και εκφραστική τελειότητα. Αυτό όμως δεν αποκλείει μερικές σκηνές όπως και κάποια κομμάτια να καθυστερούν την πλοκή και να χαλαρώνουν το μυθιστόρημα. Οι ινδιάνικοι μύθοι και οι πολιτικές ειδήσεις είναι μερικές από αυτές αν και πολλοί αναγνώστες θα γοητευτούν με τους μύθους. Ο Σταμάτης ακολουθεί από κοντά τον ήρωά του, νιώθει ότι τον καταλαβαίνει περισσότερο από κάθε άλλον, αλλά συχνά διστάζει μαζί του προκαλώντας αμήχανες στιγμές στη ροή της υπόθεσης. Έτσι η αγωνία και το μυστήριο δεν φτάνουν την Οδό Θησέως ούτε έχουμε ένα τόσο σφιχτοδεμένο αποτέλεσμα γεμάτο νεύρο όπως στη Μητέρα Στάχτη. Εδώ ο συγγραφέας είναι συνειδητά πολύ πιο εσωτερικός, άλλωστε το επιβάλλει η ίδια η πρόθεσή του: βουτιά στην ύπαρξη, στην Αμερική, (Το Αμερικάνικο Όνειρο, Αμερική του Κάφκα) στον έσω κόσμο μας, στα άδυτα της ψυχής.


(Θα δημοσιευτεί προσεχώς στην Κυριακάτικη Αυγή)

Thursday, October 19, 2006

Ο παιδικός μου φίλος (εμπλουτισμένο)

Ευχαριστώ όλους τους φίλους που σχολίασαν, αλλά κι αυτούς που απλώς μπήκαν στον κόπο και διάβασαν την ιστορία. Όλα τα σχόλια είχαν την ομορφιά τους, αλλά τρία από αυτά ήταν και σαν μικρά ποστάκια κι ήταν κρίμα να μείνουν εκεί. Τα παραθέτω με τη σειρά που εμφανίστηκαν.

Μετά τα παράπονα της Ντολ της αφιερώνω ένα ποίημα στο τέλος του ποστ.

Ο παιδικός μου φίλος

Τον ήξερα από παιδάκια. Συναντιόμαστε κάθε καλοκαίρι. Γυρίζαμε με τα ποδήλατα, πηγαίναμε για μπάλα. Είχαμε την ίδια ηλικία. Αυτός φτωχόπαιδο της μικρής επαρχιακής πόλης, εγώ ο μικρότερος από μια παρέα τεσσάρων πλουσιόπαιδων απ’ τη πρωτεύουσα. Ήτανε κοντούλης, μικροκαμωμένος, όχι πιο άσχημος από μένα.
Εμείς, όταν περάσαμε τα δεκαοχτώ φύγαμε για το εξωτερικό. Πήγαμε να σπουδάσουμε· γίναμε γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί με μάστερ και ντοκτορά. Εκείνος παρέμεινε στη μικρή πόλη κι έκανε εκείνο που ήξερε να κάνει από πάντα: έφτιαχνε ποδήλατα και μηχανάκια. Τα επόμενα χρόνια, τις λίγες μέρες του καλοκαιριού που τύχαινε να έρθουμε στο νησί, τον συναντούσα πού και πού. Άλλοτε χαιρετιόμασταν, άλλοτε όχι. Ήταν πώς θα το έφερνε η στιγμή. Κι όταν πέρασαν κι άλλο τα χρόνια κι εμείς κυνηγούσαμε τα παιδιά μας στη πλατεία εκείνος καθόταν μόνος του σε κάτι ξεπεσμένα καφενεία κι έπινε σιωπηλός μια μπύρα. Βλέπετε, αυτός δεν παντρεύτηκε ποτέ. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν όταν πέρυσι, σταμάτησα να βάλω βενζίνη και με εξυπηρέτησε εκείνος. Δεν ξέρω αν με γνώρισε, (είμαι σίγουρος πως ναι) εγώ όμως κατέβασα τα μάτια και κοίταξα αλλού. Γιατί το έκανα αυτό, δε θα βρεθεί ποτέ κανένας να μου το εξηγήσει. Εκτός κι αν μου σερβίρει ένα «έτσι γίνεται». Το χειμώνα συχνά σκεφτόμουν εκείνο το κατέβασμα των ματιών μου και περίμενα το επόμενο καλοκαίρι που θα τον ξανασυναντούσα για να επανορθώσω.
Όταν έφτασα πριν από μια εβδομάδα στο νησί ο παιδικός μου φίλος δε φαινόταν πουθενά. Αποφάσισα να τον ψάξω. Μα ήταν αδύνατον, γιατί το επώνυμο του δεν το είχα ποτέ ακούσει (τι να το κάνεις ένα επώνυμο όταν πας βόλτα στις αλυκές με το ποδήλατο;) όσο για τ’ όνομά του… ανακάλυψα ότι το είχα ξεχάσει. Το πρόσωπό του όμως είχε χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Μπορούσα να τον αναγνωρίσω ανάμεσα σ’ ολόκληρο το πληθυσμό της γης.
Γύρισα όλα τα καφενεία της πόλης, όλες τις καφετέριες και τέλος όλα τα βενζινάδικα και τα συνεργεία, μα του κάκου. Είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Όσο για τους άλλους, τους πλούσιους παιδικούς μου φίλους αυτοί όσο κι αν τυράννησαν, για χάρη μου, το μυαλό τους δεν κατάφεραν καν να τον θυμηθούν…
«Γιατί δένεσαι βρε παιδί μου έτσι με τους ανθρώπους;» μου είπαν.

Λευκάδα 15.06.2002

scalidi said...

Φέτος το καλοκαίρι, συνάντησα τον καλύτερό μου παιδικό φίλο, μετά από χρόνια. Στην πρώτη Δημοτικού μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο. Γείτονες πάντα στο χωριό, με μια μεγαλύτερη αδερφή αυτός και ένα σπίτι που μαζεύονταν εκεί όλα τα πιτσιρίκια της περιοχής, μου φαινόταν μαγικό να είμαι στο σπίτι του Γ. Εκείνος διάβαζε Spiderman και "αγορίστικα" τέτοια κόμιξ, είχε ένα υπόγειο γεμάτο. Πήγαινα κι εγώ και μοιραζόμασταν τους θησαυρούς του. Έκανε συνέχεια κινήσεις καράτε για να με εντυπωσιάσει και λάτρευε τον Μπρους Λι. Μετά μεγαλώσαμε. Στην εφηβεία δεν λέγαμε ούτε γεια από μια χαζομάρα της κλειστής κοινωνίας της περιοχής, μη μας πουν ότι "τα 'χουμε". Ύστερα τον έχασα. Πήγε εξωτερικό για σπουδές, εγώ Αθήνα για τον ίδιο λόγο. Μάθαινα νέα του από τη μητέρα του. Πληροφορήθηκα ότι οι επαγγελματικοί μας δρόμοι θα τέμνονταν, αλλά τα παράτησε με τη δημοσιογραφία και τον είδα φέτος το καλοκαίρι γκαρσόνι σε μαγαζάκι του Ναυπλίου. Μου φάνηκε παραμεγαλωμένος και δεν με γνώρισε όταν με είδε και του μίλησα. Το καλύτερο κομπλιμέντο ήταν αυτό, ότι ομόρφυνα. Στενοχωρήθηκα να τον βλέπω να έχει εγκαταλείψει τα όνειρά του και άλλαζα δρόμο, για να μην τον συναντάω κάθε μέρα...Δεν ξέρω γιατί άλλαζα δρόμο, αλλά το έκανα

Alexandra said...

οι παιδικές φιλίες μας αγγίζουν... θυμόμαστε φωνές, ρούχα, χτυπήματα από το ποδήλατο, από το κρυφτό... τα κύματα να ακούγονται στο βάθος, αλλά είναι ο απόηχος, είναι ένα φάντασμα. είναι σαν να ανοίγεις το μπαούλο και να βρίσκεις όσα δεν θέλεις να χάσεις... είναι εκεί.αλλά κάποιοι φεύγουν, άλλοι μένουν, άλλοι κάθονται ντροπιασμένοι γιατί δεν προχώρησαν, δεν έγιναν 'μεγάλοι' με την άλλη έννοια... και προτιμούν την αφάνεια. σφίγγεται η καρδιά γι’ αυτούς τους ανθρώπους, εκείνους που δεν τόλμησαν ή δεν τους άφησαν οι καταστάσεις και οι άνθρωποι να τολμήσουν... όλα όμως οδηγούν σε μια μελαγχολία, σαν να κοιτά κάποιος μια πολυκαιρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία.

aura voluptas said...

…Έχω την αίσθηση πως όλοι μας, λίγο-πολύ, κάνοντας flash back στα παιδικά μας χρόνια, μεταξύ των σκέψεων μας ανακαλύπτουμε και κάποιες του τύπου" τι χαζομάρες έκανα τότε, τι λάθη, πώς ήμουν έτσι, πολύ χλιμίντζουρας, πολύ ψώνιο, πολύ αφελής, ντροπαλός, βούτυρο, μ... κ.ο.κ.". Ύστερα μεγαλώσαμε, αλλάξαμε(?), πολλοί από εμάς φτιάξαμε μια πολύ ωραία μάσκα, τη φορέσαμε και πορευόμαστε μαζί μ’ αυτήν και την εύθραυστη σιγουριά μας.Σε μια συνάντηση όμως με έναν παιδικό μας φίλο λες και νιώθουμε ξαφνικά ανυπεράσπιστοι, αμήχανοι, φοβούμενοι πως το όμορφο οικοδόμημα μας κινδυνεύει να καταρρεύσει. Διότι εκείνος ξέρει, έχει δει, έχει σιωπηλά συνωμοτήσει. Και εμείς το ίδιο. Ασυνείδητα όλα αυτά.Περίεργα τα κριτήρια των παιδιών. Τους ίδιους ανθρώπους αν τους γνωρίζαμε αργότερα, θα τους κάναμε παρέα? θα τους επιλέγαμε για φίλους?Και είναι βέβαια και το άλλο. Αν γίνει κουβέντα, μοιραία θα πρέπει να πεις τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια, πού ήσουν, πού είσαι, μπλα, μπλα, μπλα. Το ίδιο κι κείνος. Άσε καλύτερα. Κατεβάζεις το κεφάλι και παθαίνεις τη σωτήρια κρίση προσωρινής απώλειας μνήμης. That's all folks!

Η παραλία της λευκής άμμου

Υπόγειες φυλακές πύργων χωμάτινων
Και δολοφονικά παράθυρα της λήθης
Ποτέ και τίποτα δεν άλλαξε
Αν και όλα έχουν αλλάξει
Ήσουν γυμνή στον ήλιο
Ήσουν γυμνή μέσα στη θάλασσα
Και τα χαλίκια κύλησαν μαζί μ’ αυτήν
Πάντοτε πάντοτε θ’ ακούω
Το ευτυχισμένο τους γλυκό ρεφραίν
Χαρούμενο ρεφραίν βρεγμένης πέτρας
Λυπητερό ρεφραίν των διακοπών
Χαμένο πια στα κύματα της μνήμης
Της λύπης μνήμες απ’ τα παιδικά μου χρόνια
Χρόνια καμένα-ζωντανά απ’ την επιθυμία
Χρόνια θαυμάσιων αναμνήσεων
Χρόνια που μάγεψε η χαρά.

Το ποίημα είναι του αγαπημένου μου και ανυπέρβλητου Γάλλου ποιητή Ζακ Πρεβέρ.
Από το βιβλίο
Ζακ Πρεβέρ Θέαμα και Ιστορίες (ποιήματα) μτφ. Γιάννης Βαρβέρης
εκδόσεις νεφελη 1982

Ντολ μου, για σένα

Tuesday, October 10, 2006

Η απαγωγή Ρίμελ

Los Angeles Chronicle
Επιτυχία της αστυνομίας: σώα η Ρίμελ
Συνελήφθησαν τρεις από τους απαγωγείς, αναζητούνται άλλοι δύο.
Η Ροζαλίντα Ρίμελ, η μονάκριβη θυγατέρα του Αβραάμ Λίντον Ρίμελ, του μεγαλύτερου ίσως κατασκευαστή ψυγείων της δυτικής ακτής είναι σώα. Βρίσκεται ήδη στην έπαυλη του πατέρα της και προσπαθεί να συνέλθει απ’ το σοκ αυτής της περιπέτειας που πάγωσε την Αμερική για εννιά μέρες, όσο δηλαδή διήρκεσε η αιχμαλωσία της από μια συμμορία κακοποιών που την απήγαγαν με σκοπό τα λύτρα. Χτες το μεσημέρι με μια συντονισμένη επιχείρηση η αστυνομία του Λος Άντζελες με επικεφαλής τον αρχηγό Ρίτσαρντ Μάθιου και τους ντετέκτιβ Στιβ Λόνγκγκειλ και Τζίμι Παπαντόπουλος εισέβαλλε σε μια αγροικία λίγα μόλις μίλια έξω απ’ το κέντρο της πόλης και ελευθέρωσε την κοπέλα συλλαμβάνοντας δύο απ’ τους πέντε απαγωγείς κι έναν ανήλικο συνεργό τους.

Ο εικονιζόμενος ονομάζεται Τζουζέπε ή Μπέπε ή Μπομπ Φερλινγκέτι, είκοσι δύο χρόνων, και είναι γνωστότερος ως «Σπαγγέτι» Μπόμπ, παρατσούκλι που βγήκε απ’ το αδύνατο σώμα του και το σχήμα του προσώπου του. Η φωτογραφία είναι από προηγούμενη σύλληψη για παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και βιαιοπραγία.
Ο Σπαγγέτι Μπόμπ όπως δείχνουν τα γεγονότα είναι ένας από τους τρεις οργανωτές και εκτελεστές της απαγωγής της Ροζαλίντα Ρίμελ. Όπως ανέφερε ο αρχηγός Μάθιου είναι θέμα χρόνου να ομολογήσει και να κατονομάσει τους συνενόχους του. Πάντα σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Μάθιου, κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τον Έντι Χάρισον (γνωστότερο ως «χοντρό Έντι») και για τον Αντόνιο Μπερνάρντι (γνωστότερο ως «Τόνι ο Ψύλλος») αμφότεροι κάτοικοι της πόλης μας, της όμορφης πόλης των Αγγέλων που κάτι τέτοια υποκείμενα ασχημαίνουν.
Το δεύτερο άτομο που συνελήφθη είναι η εικονιζόμενη δεξιά. Ονομάζεται Ροζαλί Μπέρνσταϊν είναι είκοσι τριών χρόνων και σύμφωνα με την αστυνομία είναι εκείνη που έκανε όλες τις εξωτερικές δουλειές της συμμορίας. Πιστεύεται ότι είναι αυτή που παρέσυρε την άτυχη κληρονόμο όπως κι αυτή που άφησε τα σημειώματα προς τις εφημερίδες και την οικογένεια. Η Μπέρνσταϊν, που σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες ήταν το κορίτσι του Τόνι Μπερνάρντι, ομολόγησε ήδη τα πάντα καταθέτοντας ότι δεν γνωρίζει που βρίσκονται ο Μπερνάρντι κι ο Έντι Χάρισον οι οποίοι έφυγαν από την αγροικία μόλις την προηγούμενη νύχτα της εφόδου της αστυνομίας.

Ο ανήλικος συνεργάτης που συνελήφθη (φωτο αριστερά) είναι ο δεκατετράχρονος Πολ Σιούμι που χρησίμευε σαν τσιλιαδόρος τόσο το πρωινό της απαγωγής όσο και στην αγροικία όπου κρύβονταν οι απαγωγείς. Ο Σιούμι, παιδί μιας εντεκαμελούς οικογένειας που κατοικεί ένα χιλιόμετρο μακριά απ’ την αγροικία, είχε γνωριστεί με τον Σπαγγέτι Μπομπ κι ονειρευόταν μια καριέρα στην τοπική μαφία. Μια καριέρα όμως που έληξε άδοξα αφού ο νεαρός θα πάρει σίγουρα το δρόμο προς τις φυλακές.

Αξίζουν να μνημονευτούν μερικές καυτές λεπτομέρειες. Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του συντάκτη όταν η αστυνομία εισέβαλε στην αγροικία ο Φερλινγκέτι και η Μπέρνσταϊν βρίσκονταν σε πολύ προσωπικές στιγμές. Αγνοούμε ποια θα είναι η αντίδραση του Τόνι του Ψύλλου. Σε περίπτωση συλλήψεως του, θα πρέπει οι αρχές να υπολογίσουν κι αυτή τη λεπτομέρεια και να μην κλείσουν στο ίδιο κελί τους δύο παράνομους.

Πήτερ Στάρκ

Σύνθεση, φαντασία: Demetrio Lucas
Πηγή: http://www.alexistamatis.blogspot.com/

Πρώτα θέλω να χτενιστώ...

Τζον Σίμονς. Γεννήθηκε το 1944 στο Φρέσνο (Καλιφόρνια).
Αγνώστου πατρός, μεγάλωσε με τη μητέρα του στο Φρέσνο μέχρι το θάνατο εκείνης το 1949 από επιπλοκές μετά από μια εγχείρηση στο πάγκρεας. Δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια, αλλά στα εννιά του μπήκε στο αναμορφωτήριο Ο καλός Σαμαρείτης του Σαν Φραντσίσκο λόγω μικροκλοπών. Το έσκασε δύο χρόνια αργότερα κι έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του.

Ημέρα σύλληψης
Ο Τζον Σίμονς συνελήφθη στις 14 Φεβρουαρίου 1957 σε ηλικία δεκατριών ετών, σ’ ένα κλεμμένο γαλάζιο κουπέ Studebaker του 1953 από την αστυνομία του Όκλαντ (Καλιφόρνια) το οποίο οδηγούσε ο Τόνι Μόνακο, ετών δεκάξι, ήδη σεσημασμένος για κλοπές κι εμπόριο ναρκωτικών στο Σαν Φραντσίσκο. Στο αυτοκίνητο που είχε κλαπεί πριν από δύο ημέρες από το Σαν Χοσέ βρέθηκαν δώδεκα ασημένια αντικείμενα και μια χρυσή ταμπακιέρα που είχαν κλαπεί λίγες ώρες πριν από το σπίτι της Μωρήν Ντίκινσον, ετών 73, στο Όκλαντ.
Ο νεαροί παραδέχτηκαν την κλοπή και στάλθηκαν σε ειδικό σωφρονιστικό κατάστημα για ανηλίκους όπου και παρέμειναν μέχρι την ενηλικίωσή τους.

Πριν φωτογραφηθεί ο Σίμονς ζήτησε την άδεια να χτενιστεί. Του επέστρεψαν τη τσατσάρα του, κι αφού χτενίστηκε την έκλεισαν πάλι στο φάκελο με τα προσωπικά του αντικείμενα.

Σημείωση του Demetrio Lucas
Ο Σίμονς κατατάχτηκε εθελοντικά το 1969 στον αμερικανικό στρατό. (Προηγούμενή του αίτηση το 1967 είχε απορριφθεί λόγω του ποινικού του μητρώου). Πολέμησε στο Βιετνάμ από το 1969 μέχρι το 1971, συγκεκριμένα στο Ντα Νανγκ, και τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό τιμής. Το 1974 αποστρατεύτηκε και απασχολήθηκε σε πολλές δουλειές του ποδαριού στο Σακραμένο, Πάλο άλτο και Φορτ Μπραγκ. Συνελήφθη το 1985 για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης. Από το 1989 ζει μόνιμα σ’ ένα προάστιο του Σαν Φραντσίσκο σ’ ένα τροχόσπιτο σε συνθήκες φτώχειας κι αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα με το συκώτι του.

Σύνθεση, φαντασία: Demetrio Lucas
Πηγή: http://www.alexistamatis.blogspot.com/

Sunday, October 08, 2006

Η "κομμώτρια"


Η εικονιζόμενη σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που συγκεντρώσαμε ύστερα από επικοινωνία με άλλα αστυνομικά τμήματα και το FBI ονομάζεται Εύα Ντάνκιν. Γεννήθηκε στο Σικάγο στις 5-8-1937, άρα την ημέρα της σύλληψης, 3 Φεβρουαρίου 1963, ήταν 26 χρόνων. Την καταζητούσαν σε πέντε πολιτείες για τραπεζικές απάτες, ακάλυπτες επιταγές και απάτες μέσω ταχυδρομείου. Από τον Οκτώβριο όμως του 1962 καθώς το FBI ήταν στα ίχνη της είχε διαπράξει και αρκετές ένοπλες ληστείες σε μικρά μαγαζιά και βενζινάδικα. Άλλα ονόματα που χρησιμοποιούσε: Άννα Ντόνοβαν, Αν Ντονάνσκι, Ήβ Τρούμαν, Μέλανι Σάμμερς, Κάθριν Σάρει. Η Ντάνκιν ήταν επίσης γνωστή ως «η κομμώτρια» λόγω της προηγούμενης δουλειάς της και της άριστης πάντα κατάστασης των μαλλιών της.

Συνελήφθη από το βοηθό σερίφη Χόγκαν Φιρστσάιλντ της αστυνομίας της Μινεάπολις (Μινεσότα) σ’ ένα μπλόκο στη διαπολιτειακή οδό Α 69 λίγο έξω απ’ τη μικρή πόλη Χένεπιν (Μινεσότα). Πιθανότατα προσπαθούσε να το σκάσει προς τον Καναδά. Η κατηγορούμενη οπλοφορούσε, αλλά δεν προέβαλε αντίσταση. Ήταν μόνη της στο αυτοκίνητο και σύμφωνα με τον βοηθό σερίφη αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. Όταν αργότερα, εκείνος, σε συνεργασία με τον ειδικό πράκτορα Τζίμι Ρέιν του FBI, της παρουσίασε τα αδιάσειστα στοιχεία εναντίον της εκείνη το μόνο που δήλωσε ήταν: «δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς, αλλά μη πλησιάζεις τόσο πολύ κοντά μου. Η ανάσα σου μυρίζει σαν κουνάβι που μόλις τα ’κανε πάνω του».

Ημέρα σύλληψης
Η Ντάνκιν είχε ξυπνήσει το πρωί σ’ ένα μοτέλ κοντά στην πόλη Σεν Πολ (Μινεσότα), είχε πάρει πρωινό κι είχε επισκεφτεί ένα κομμωτήριο όπου έφτιαξε τα μαλλιά της. Έπειτα οδήγησε μέσω της διαπολιτειακής οδού Α 69 κινούμενη προς το βορρά.
Η Ντάνκιν σταμάτησε για ανεφοδιασμό στο βενζινάδικο που ανήκει στον Τζο Ο’ Μάλει, ετών 69. Αφού έβαλε βενζίνη και πλήρωσε κανονικά πήγε στη διπλανή καφετέρια, που ανήκει επίσης στον Ο’ Μάλει. Εκεί αφού ήπιε δύο κούπες καφέ κι έφαγε ένα κομμάτι μηλόπιτα πλησίασε τον πάγκο για να πληρώσει τον λογαριασμό που ανερχόταν σε 1 δολάριο και 55 σεντς. Αντί όμως να πληρώσει έβγαλε το όπλο της. Ο σύντομος διάλογός τους ήταν πάνω κάτω αυτός.
And now give me all your money, you old bastard!
Oh, I hope you know what you 're doing with that piece, my lady…
Don’t worry about that, you fucking asshole. Now give me the money!
Ο O’ Mάλει, που αργότερα αναγνώρισε στην αστυνομία της Μινεάπολις την Ντάνκιν πέρα από κάθε αμφιβολία, της έδωσε τις μέχρι τότε εισπράξεις του, περίπου 79 δολάρια κι εκείνη μπήκε στην Plymouth Fiouri της μοντέλο ’59 (η οποία αποδείχτηκε ότι είχε κλαπεί απ’ το Σικάγο ένα μήνα πριν) κι εξαφανίστηκε αφού πριν έκοψε τα καλώδια του τηλεφώνου. Ο Ο’ Μάλει στάθηκε τυχερός καθώς λίγο μετά πέρασε ένα περιπολικό της αστυνομίας, το οποίο σήμανε συναγερμό.

Συμπληρωματικά στοιχεία για την Εύα Ντάνκιν.

Νυμφεύτηκε σε ηλικία 15 ετών τον Τζον Μπάρλει και απέκτησε έναν γιο το 1954 τα ίχνη του οποίου δεν γνωρίζουμε πού βρίσκονται σήμερα. Μέχρι την ηλικία των 20 ετών δούλευε σαν κομμώτρια στο Σικάγο.

Σημείωση του Demetrio Lucas
Η Ντάνκιν καταδικάστηκε σε δέκα επτά χρόνια κάθειρξη τον Ιούνιο του 1963 και πέθανε στις φυλακές της Μινεάπολις τρία χρόνια μετά από ανεύρυσμα στον εγκέφαλο σε ηλικία μόλις 29 ετών. Ο γιος της ζει σήμερα στο Φορτ Λότερντέιλ (Φλόριδα) κι εμπορεύεται Κάντιλακ. Είναι πολύ ευκατάστατος και παντρεμένος. Λίγοι ξέρουν το λόγο που απαγορεύει μέχρι σήμερα στη γυναίκα του να πηγαίνει στο κομμωτήριο.

Σύνθεση, φαντασία: Demetrio Lucas
Πηγή: http://www.alexistamatis.blogspot.com

Friday, October 06, 2006

ΡΩΜΗ ΣΕ 186 ΛΕΞΕΙΣ

Του Δημήτρη Μαμαλούκα

Έφτασα στη Ρώμη αργά το Σάββατο. Ήταν Δεκέμβρης κι έβρεχε ασταμάτητα. Έμεινα για άλλη μια φορά σε μια πανσιόν δίπλα στο Termini. Όλη την Κυριακή συνέχιζε να βρέχει καταρρακτωδώς κι οι βόλτες μου είχαν περιοριστεί στο μικρόκοσμο που αποτελούσε ο σταθμός. Το επόμενο απόγευμα κατάφερα να πάω με το λεωφορείο προς τον Άγιο Πέτρο. Άρχισα να ψάχνω το μπαρ μας. Περιπλανήθηκα για ώρες ανεβοκατεβαίνοντας δυο λεωφόρους και τους κάθετους δρόμους ώσπου το αναγνώρισα. Δεν φαινόταν να είχε αλλάξει πολύ. Το κόκκινο χρώμα κυριαρχούσε, τα τραπεζάκια παρέμεναν τρία, μόνο η τηλεφωνική συσκευή είχε αντικατασταθεί με μια καινούργια. Κάθισα εκεί όπου είχαμε καθίσει: στο πρώτο τραπέζι, δίπλα στην πόρτα. Όπως και τότε το μεσαίο ήταν άδειο και στο τελευταίο, στο βάθος, καθόταν ένας ψηλός και σωματώδης γέρος μ’ ένα μπαστούνι και μιλούσε με τους barristi.Φορούσε τραγιάσκα και στο μάλλινο φθαρμένο σακάκι του είχε κρεμάσει ένα παράσημο που είχε κερδίσει πάνω από μισό αιώνα πριν, στο αλβανικό μέτωπο.
Ήπια ένα espresso και μια μπύρα -όπως τότε- και έμεινα μια ολόκληρη ώρα. Δε μου μίλησε κανείς, δε μίλησα σε κανέναν κι όταν έφυγα ένιωσα ο πιο μόνος άνθρωπος στον κόσμο…

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός το 2000; κάπου εκεί...
Παλιά, αλλά αγαπημένη μου ιστοριούλα...

Η φωτογραφία είναι από ένα κτήριο-πυργίσκο στην περίφημη via delle botteghe oscure, μια οδό στην οποία διαμένει ο ήρωας του καινούργιου μου μυθιστορήματος.

Labels:

Wednesday, October 04, 2006

ΙΤΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 1

Πού ‘σαι Composition doll να με δεις!


Η μοιραία μπίρα

O Ρίτσαρντ Νόλαν Γκονσάλβες, 33 ετών, Αμερικανός, ζούσε με μια Ιταλίδα, την Αλεσάντρα. Έρχονταν συχνά στην Ιταλία, στην επαρχία Φρίουλι να επισκεφτούν τη μητέρα της. Έτσι και το καλοκαίρι του 1999. Στις 15 Ιουλίου το νεαρό ζευγάρι ήρθε για διακοπές. Την επομένη αφού ήπιε μια μπίρα στο σπίτι της πεθεράς του, ο Ρίτσαρντ αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία. Διακομίστηκε αμέσως στο νοσοκομείο του Ούντινε. Αφού του δόθηκαν μερικά αναλγητικά για το στομαχόπονο έφυγε για το σπίτι. Κατά τη διάρκεια της νύχτας όμως η κατάστασή του επιδεινώθηκε και χρειάστηκε εκ νέου η μεταφορά του στο νοσοκομείο. Εκεί αμέσως εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Μετά από ώρες αγωνίας στις οχτώ το βράδυ της 18ης Ιουλίου, ο Ρίτσαρντ κατέληξε. Ήταν ένας ανεξήγητος θάνατος.
Η μπίρα, Ιταλικής προέλευσης, που ήπιε ο Ρίτσαρντ πριν αισθανθεί άσχημα είχε αγοραστεί στις 2 Ιουλίου από την πεθερά του σε μια συσκευασία των τριών μπουκαλιών από ένα σουπερμάρκετ του Κοντρόιπο. Η κυρία μάζεψε το άδειο μπουκάλι απ’ τα σκουπίδια και το παρέδωσε στις αρχές μαζί με την άλλη της συσκευασίας ακόμα ερμητικά κλειστή. Το αποτέλεσμα της ανάλυσης ήταν συνταρακτικό. Ενώ η κλειστή μπουκάλα ήταν απολύτως εντάξει, στην μπουκάλα της μπίρας που ήπιε ο Ρίτσαρντ βρέθηκαν 10 γραμμάρια tallio, ένα πολύ ισχυρό δηλητήριο. Η τρίτη μπουκάλα που βρέθηκε σε ένα κάδο ανακύκλωσης, βρέθηκαν ίχνη ίδιου δηλητηρίου σε πολύ μικρότερη ποσότητα όμως. Η κυρία ισχυρίζεται ότι ήπιε το περιεχόμενο χωρίς ν’ αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα.
Σύμφωνα με τους ελέγχους που έγιναν στο εργοστάσιο εμφιαλώσεως φαίνεται αδύνατον να έχει γίνει εκεί η πρόσμιξη του δηλητηρίου. Φαίνεται ότι κάποιος, θέλοντας να φτιάξει ένα θανατηφόρο λαχείο, αγόρασε τις μπίρες και τις ξανάφησε στο ράφι του σουπερμάρκετ αφού τις δηλητηρίασε.
Μερικές εβδομάδες πριν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου που έδωσαν οι γονείς του Ρίτσαρντ, η μητέρα της Αλεσάντρα προέβη σε βαριές δηλώσεις. Η κυρία φαίνεται πεπεισμένη ότι ο γαμπρός της δηλητηριάστηκε επίτηδες κι οι δολοφόνοι του βρίσκονται στην πόλη όπου ζει. Για την μητέρα της αρραβωνιαστικιάς «η ιταλική δικαιοσύνη δεν ερεύνησε εις βάθος». Η απάντηση του επικεφαλής Τζανκάρλο Μπονκουόρε: δεν μπορούμε ν’ ανακρίνουμε άτομα στηριζόμενοι αποκλειστικά σε μια προαίσθηση. Χρειάζονται στοιχεία, αποδείξεις. Και σ’ αυτή την περίπτωση δεν έχουμε κίνητρο.

Πηγή: Ιστοσελίδα Chi l’ha visto- Rai
Μετάφραση: Demetrio Lucas

Labels:

Tuesday, October 03, 2006

Michele Serra Επάγγελμα συγγραφέας

ή ο μικρόκοσμος του συγγραφέα.
Το θέμα είναι τεράστιο. Εγώ απλώς θέλω να σας δώσω ένα κομματάκι του.
Πώς γράφει ένας συγγραφέας; Τι όπλα χρησιμοποιεί; Ποιες είναι οι συνήθειές του;. Ωραίο μάθημα για όλους όσοι γράφουν ή θέλουν να γράψουν ασχέτως αν έχουν εκδώσει ή όχι.
Το υλικό είναι από μίνι συνέντευξη του Michele Serra στην Mariarosa Mancuso που δημοσιεύτηκε στην Corriere della Sera.

Η ταπεινή μετάφραση και η επιλογή των ερωτήσεων είναι δικιά μου.

Η συνέντευξη δόθηκε με την ευκαιρία της έκδοσης ενός βιβλίου του: Μια συλλογή 12 διηγημάτων.

Για μένα είναι πάντα ένα μεγάλο μάθημα οι απαντήσεις αυτού του ανθρώπου. Αφιερωμένο στους νέους έλληνες συγγραφείς ή εκείνους που θεωρούν εύκολη τη συγγραφή.

Serra: «Οι δύο καλύτεροί μου σύμμαχοι; Η μοναξιά κι ένα λεξικό»

-Πόσο χρόνο σας πήρε;
-Η ιδέα μου ήρθε κατά τη διάρκεια μιας κηδείας στην εξοχή. Για δύο χρόνια έγραφα κομματάκια από δω και από κει, έπειτα χρειάστηκαν έξι μήνες αληθινής κούρασης.
-Ρυθμοί;
-Νευρόσπαστου. Ή κάθομαι όλη μέρα στο γραφείο ή δεν γράφω ούτε γραμμή εκτός των κομματιών για την εφημερίδα (σ. με την οποία συνεργάζεται).
-Αγαπημένο μέρος;
-Το γραφείο μου. Γραφείο και καρέκλα από πλεξιγκλας ΙΚΕΑ, γεμάτο σημειώσεις, φωτογραφίες, εφημερίδες.
-Εργαλεία του επαγγέλματος;
- Ο υπολογιστής μου. Τον χρησιμοποιώ σαν γραφομηχανή, η οργάνωση των αρχείων αντιπροσωπεύει την αταξία μου.
-Διορθώσεις;
-Στην οθόνη. Περνάω στο χαρτί όταν πια το βιβλίο είναι έτοιμο. Την τελευταία ιστορία την ξανάγραψα είκοσι φορές.
-Κοψίματα;
-Είχα άλλα τρία έτοιμα διηγήματα αλλά προτίμησα να μην τα συμπεριλάβω.
-Λεξικά;
- Το Devoto Oli πάντα. Όσο περισσότερο γράφω τόσο ανακαλύπτω ότι χρησιμοποιώ άσχημα τις λέξεις.
-Τελετουργικά ή φυλαχτά;
-Δεν έχω. Δεν έχω ούτε έμπιστο αναγνώστη.
-Κρίση λευκής σελίδας;
-Μου συμβαίνει να μένω στάσιμος δυο μέρες στις τρεις γραμμές. Όταν τυχαίνει διακόπτω και πηγαίνω αλλού.
-Ακούτε μουσική;
-Ποτέ. Και προτιμώ τη μοναξιά. Με κάποιον άλλον στο σπίτι δυσκολεύομαι περισσότερο.
-Το δυσκολότερο πράγμα;
-Να ξαναδιαβάζεις ό,τι έγραψες και να πεις: «Εντάξει, πάει καλά, μπορώ να σταματήσω».


Ο τονισμός στις απαντήσεις του συγγραφέα είναι δικός μου.

Sunday, October 01, 2006

Finchè c’e alcool c’e speranza (romanzo, prima parte)


(Από δω και πέρα μόνο ιταλικά θα βάζω!)

Dimitrios Mamaloukas
Finchè c’e alcool c’e speranza (romanzo)


(Traduzione dalla pagina 17 fino alla 25. È l’ inizio del secondo capitolo.)
Dimitris, l’ eroe principale torna in Italia dopo pochi anni. Viaggando con il treno quasi tutta la notte arriva in una grande citta. Dopo poche ore di sonno in un albergo esce per fare un giro e per bere un caffe...

(Traduzione: Antonio Giovetti)

Capitolo 2

LA CITTÀ SCONOSCIUTA


Uscii a fare un giro nella città sconosciuta. Dopo un po’ cominciò a piovigginare. Camminavo lungo una grande strada. Accanto a me c’erano gli imponenti edifici d’epoca fascista che avevano maestose porte d’ingresso.
“Sarai sempre straniero in Italia, per quanto tempo ci starai. Non ti sentirai mai come in Grecia”. Era la verità. Questa voce che risuonava dentro di me aveva ragione. “Sarai per sempre straniero”. La pioggia infangava i marciapiedi, il cielo era nero e l’atmosfera cupa. Giunsi in una piazza. Non ne conoscevo il nome, ma in tutte le città d’Italia le piazze sono dedicate a Mazzini, a Cavour o a Garibaldi. Così anche questa. Mi guardai attorno: c’erano alcuni bar, un negozio di tabacchi, due gioiellerie, tre banche, studi legali e imprese. Strinsi i lacci del mio giubbotto dal momento che il freddo si faceva più intenso. Avevo urgente bisogno di un caffè.
Scelsi un bar in un vicolo accanto alla piazza. Mi era sembrato un luogo meno turistico. Non c’erano che cinque o sei persone in fondo al banco. Pagai alla cassa e mi diressi dal barista. Era arabo, probabilmente siriano. Ordinai e in un minuto mi servì il caffè. Feci i soliti meccanici movimenti con il cucchiaino dello zucchero e bevvi il mio espresso. La cosa migliore in quel momento. Chiesi al barista un bicchiere d’acqua non gasata. Mi distrassi per un attimo a vedere gli altri clienti. Un tipo mi fissava in maniera strana. Lo fissai anch’io. Era alto e robusto e aveva circa trentacinque anni. Indossava un giubbotto ordinario e le sue scarpe erano ormai consumate. Supposi che lavorasse come muratore o che svolgesse una simile professione. Rifissai il suo volto. Venne accanto a me e mi disse: “Sei greco amico?”. Rimasi smarrito per un po’, poi risposi di sì. Succede molto spesso di riconoscere subito i greci quando sei da anni in Italia. Il tipo l’ aveva riconosciuto, mentre io no.
“Mi chiamo Andreas”, mi disse sorridendo e tendendomi la mano. “Dimitris” risposi stringendogliela. Non sapevo se desideravo di parlare con greci in quel momento, ma non potevo fare altrimenti. Cosi, iniziammo a parlare. Mi rivolse una domanda che mi sarei aspettato e cioè se fossi ancora uno studente universitario e dove studiassi, se per caso lavorassi o, infine, che cosa cercassi in Italia. Pensai per un po’ e decisi di dirgli la verità: “Ho studiato in Italia per sette anni, ho completato i miei studi, sono tornato in Grecia per compiere il servizio militare e – qui feci una breve pausa – sono tornato qui in Italia per fare un giro, per ricordarmi dei vecchi tempi…”
Non sembrò molto convinto di ciò che andavo dicendo, non sorrideva più, forse pensava che lo stessi prendendo in giro. Gli chiesi se volesse che gli offrissi un caffè. Mi fece cenno di sì. Presi i soldi dalla tasca anteriore e Andreas li guardò molto attentamente. Il barista gli servì il caffè ed egli lo bevve tutto d’un sorso, gesto che è così naturale in Italia e che invece stupisce i greci. Lo guardai negli occhi, ed egli mi fissava in modo strano. Gli dissi: “Non ti sto ingannando, ti sto dicendo la verità”. Mi chiese dove avessi studiato e io gli riferii la piccola città del Sud. “Hai terminato?” mi chiese nervosamente. “Sì”, dissi. “E allora che sei venuto a fare in Italia amico?” La discussione prese una brutta piega. Non gli davo torto. Sembravo veramente avere un atteggiamento strano. Comunque, Andreas improvvisamente cambiò tono e mi chiese scusa. Mi diede una manata sulla spalla e iniziò a parlare di se senza che glielo avessi chiesto.
“Sono in Italia da quando avevo diciannove anni. Nove anni in questa città. Molti. Siamo venuti qui per studiare, poi abbiamo tentato di fare alcuni lavori… siamo rimasti qui. Questo ha importanza. Ho già compiuto trentatrè anni. Se hai vissuto in Italia, già saprai le cose... cosa vuol dire...”
Aveva ragione. Avevo gia visto tali situazioni. Feci cenno con la testa di sì ed egli continuò a parlare. “Non c’è un soldo amico, e di lavoro niente. Non trovo nulla. Faccio qualsiasi lavoro: muratore, imbianchino, facchino…”. Guardai le sue mani. Non mentiva. Erano mani forti, grandi, sporche e distrutte dalla fatica. Presi un pacchetto di MS dal mio giubbotto e gli offrii una sigaretta. Ne presi una anch’io e la accendemmo. Poco dopo si volse e mi disse: “Dove andrai ora? Dove stai?” Scrollai con indifferenza le spalle come se gli dicessi: “Dove vuoi”. Sorrise in modo ironico. Era chiaro che avrebbe preparato la frase che avrebbe detto. Volse lo sguardo di fronte a me e mi disse: “Sai dove abito io? Al quartiere Sant’Angelo, nei grandi alveari. Nel condominio chiamato incubo b, dove abitano i dannati. Lì dove oggi sei vivo e domani sei morto. Forse la parte più brutta d’Italia. Se vuoi rimanere veramente sconvolto, vieni a dormire da me stanotte”.
Disse queste cose tutto d’un fiato e iniziò a ridere. Credevo di aver visto e passato di tutto durante i sette anni di vita nel Sud. Inoltre, questo era un invito diretto. Accettai volentieri. Il mio viaggio cominciò ad avere senso. Iniziai a sentirmi nuovamente dentro i meccanismi oscuri dell’Italia degli studenti greci, della povertà e del marciume. Lontano dai luoghi turistici, dai ristoranti costosi e dale belle immagini che vedono i turisti.
(continua)

Labels: ,