Ευχαριστώ όλους τους φίλους που σχολίασαν, αλλά κι αυτούς που απλώς μπήκαν στον κόπο και διάβασαν την ιστορία. Όλα τα σχόλια είχαν την ομορφιά τους, αλλά τρία από αυτά ήταν και σαν μικρά ποστάκια κι ήταν κρίμα να μείνουν εκεί. Τα παραθέτω με τη σειρά που εμφανίστηκαν.
Μετά τα παράπονα της Ντολ της αφιερώνω ένα ποίημα στο τέλος του ποστ.
Ο παιδικός μου φίλοςΤον ήξερα από παιδάκια. Συναντιόμαστε κάθε καλοκαίρι. Γυρίζαμε με τα ποδήλατα, πηγαίναμε για μπάλα. Είχαμε την ίδια ηλικία. Αυτός φτωχόπαιδο της μικρής επαρχιακής πόλης, εγώ ο μικρότερος από μια παρέα τεσσάρων πλουσιόπαιδων απ’ τη πρωτεύουσα. Ήτανε κοντούλης, μικροκαμωμένος, όχι πιο άσχημος από μένα.
Εμείς, όταν περάσαμε τα δεκαοχτώ φύγαμε για το εξωτερικό. Πήγαμε να σπουδάσουμε· γίναμε γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί με μάστερ και ντοκτορά. Εκείνος παρέμεινε στη μικρή πόλη κι έκανε εκείνο που ήξερε να κάνει από πάντα: έφτιαχνε ποδήλατα και μηχανάκια. Τα επόμενα χρόνια, τις λίγες μέρες του καλοκαιριού που τύχαινε να έρθουμε στο νησί, τον συναντούσα πού και πού. Άλλοτε χαιρετιόμασταν, άλλοτε όχι. Ήταν πώς θα το έφερνε η στιγμή. Κι όταν πέρασαν κι άλλο τα χρόνια κι εμείς κυνηγούσαμε τα παιδιά μας στη πλατεία εκείνος καθόταν μόνος του σε κάτι ξεπεσμένα καφενεία κι έπινε σιωπηλός μια μπύρα. Βλέπετε, αυτός δεν παντρεύτηκε ποτέ. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν όταν πέρυσι, σταμάτησα να βάλω βενζίνη και με εξυπηρέτησε εκείνος. Δεν ξέρω αν με γνώρισε, (είμαι σίγουρος πως ναι) εγώ όμως κατέβασα τα μάτια και κοίταξα αλλού. Γιατί το έκανα αυτό, δε θα βρεθεί ποτέ κανένας να μου το εξηγήσει. Εκτός κι αν μου σερβίρει ένα «έτσι γίνεται». Το χειμώνα συχνά σκεφτόμουν εκείνο το κατέβασμα των ματιών μου και περίμενα το επόμενο καλοκαίρι που θα τον ξανασυναντούσα για να επανορθώσω.
Όταν έφτασα πριν από μια εβδομάδα στο νησί ο παιδικός μου φίλος δε φαινόταν πουθενά. Αποφάσισα να τον ψάξω. Μα ήταν αδύνατον, γιατί το επώνυμο του δεν το είχα ποτέ ακούσει (τι να το κάνεις ένα επώνυμο όταν πας βόλτα στις αλυκές με το ποδήλατο;) όσο για τ’ όνομά του… ανακάλυψα ότι το είχα ξεχάσει. Το πρόσωπό του όμως είχε χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Μπορούσα να τον αναγνωρίσω ανάμεσα σ’ ολόκληρο το πληθυσμό της γης.
Γύρισα όλα τα καφενεία της πόλης, όλες τις καφετέριες και τέλος όλα τα βενζινάδικα και τα συνεργεία, μα του κάκου. Είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Όσο για τους άλλους, τους πλούσιους παιδικούς μου φίλους αυτοί όσο κι αν τυράννησαν, για χάρη μου, το μυαλό τους δεν κατάφεραν καν να τον θυμηθούν…
«Γιατί δένεσαι βρε παιδί μου έτσι με τους ανθρώπους;» μου είπαν.
Λευκάδα 15.06.2002
scalidi said...
Φέτος το καλοκαίρι, συνάντησα τον καλύτερό μου παιδικό φίλο, μετά από χρόνια. Στην πρώτη Δημοτικού μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο. Γείτονες πάντα στο χωριό, με μια μεγαλύτερη αδερφή αυτός και ένα σπίτι που μαζεύονταν εκεί όλα τα πιτσιρίκια της περιοχής, μου φαινόταν μαγικό να είμαι στο σπίτι του Γ. Εκείνος διάβαζε Spiderman και "αγορίστικα" τέτοια κόμιξ, είχε ένα υπόγειο γεμάτο. Πήγαινα κι εγώ και μοιραζόμασταν τους θησαυρούς του. Έκανε συνέχεια κινήσεις καράτε για να με εντυπωσιάσει και λάτρευε τον Μπρους Λι. Μετά μεγαλώσαμε. Στην εφηβεία δεν λέγαμε ούτε γεια από μια χαζομάρα της κλειστής κοινωνίας της περιοχής, μη μας πουν ότι "τα 'χουμε". Ύστερα τον έχασα. Πήγε εξωτερικό για σπουδές, εγώ Αθήνα για τον ίδιο λόγο. Μάθαινα νέα του από τη μητέρα του. Πληροφορήθηκα ότι οι επαγγελματικοί μας δρόμοι θα τέμνονταν, αλλά τα παράτησε με τη δημοσιογραφία και τον είδα φέτος το καλοκαίρι γκαρσόνι σε μαγαζάκι του Ναυπλίου. Μου φάνηκε παραμεγαλωμένος και δεν με γνώρισε όταν με είδε και του μίλησα. Το καλύτερο κομπλιμέντο ήταν αυτό, ότι ομόρφυνα. Στενοχωρήθηκα να τον βλέπω να έχει εγκαταλείψει τα όνειρά του και άλλαζα δρόμο, για να μην τον συναντάω κάθε μέρα...Δεν ξέρω γιατί άλλαζα δρόμο, αλλά το έκανα
Alexandra said...
οι παιδικές φιλίες μας αγγίζουν... θυμόμαστε φωνές, ρούχα, χτυπήματα από το ποδήλατο, από το κρυφτό... τα κύματα να ακούγονται στο βάθος, αλλά είναι ο απόηχος, είναι ένα φάντασμα. είναι σαν να ανοίγεις το μπαούλο και να βρίσκεις όσα δεν θέλεις να χάσεις... είναι εκεί.αλλά κάποιοι φεύγουν, άλλοι μένουν, άλλοι κάθονται ντροπιασμένοι γιατί δεν προχώρησαν, δεν έγιναν 'μεγάλοι' με την άλλη έννοια... και προτιμούν την αφάνεια. σφίγγεται η καρδιά γι’ αυτούς τους ανθρώπους, εκείνους που δεν τόλμησαν ή δεν τους άφησαν οι καταστάσεις και οι άνθρωποι να τολμήσουν... όλα όμως οδηγούν σε μια μελαγχολία, σαν να κοιτά κάποιος μια πολυκαιρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία.
aura voluptas said...
…Έχω την αίσθηση πως όλοι μας, λίγο-πολύ, κάνοντας flash back στα παιδικά μας χρόνια, μεταξύ των σκέψεων μας ανακαλύπτουμε και κάποιες του τύπου" τι χαζομάρες έκανα τότε, τι λάθη, πώς ήμουν έτσι, πολύ χλιμίντζουρας, πολύ ψώνιο, πολύ αφελής, ντροπαλός, βούτυρο, μ... κ.ο.κ.". Ύστερα μεγαλώσαμε, αλλάξαμε(?), πολλοί από εμάς φτιάξαμε μια πολύ ωραία μάσκα, τη φορέσαμε και πορευόμαστε μαζί μ’ αυτήν και την εύθραυστη σιγουριά μας.Σε μια συνάντηση όμως με έναν παιδικό μας φίλο λες και νιώθουμε ξαφνικά ανυπεράσπιστοι, αμήχανοι, φοβούμενοι πως το όμορφο οικοδόμημα μας κινδυνεύει να καταρρεύσει. Διότι εκείνος ξέρει, έχει δει, έχει σιωπηλά συνωμοτήσει. Και εμείς το ίδιο. Ασυνείδητα όλα αυτά.Περίεργα τα κριτήρια των παιδιών. Τους ίδιους ανθρώπους αν τους γνωρίζαμε αργότερα, θα τους κάναμε παρέα? θα τους επιλέγαμε για φίλους?Και είναι βέβαια και το άλλο. Αν γίνει κουβέντα, μοιραία θα πρέπει να πεις τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια, πού ήσουν, πού είσαι, μπλα, μπλα, μπλα. Το ίδιο κι κείνος. Άσε καλύτερα. Κατεβάζεις το κεφάλι και παθαίνεις τη σωτήρια κρίση προσωρινής απώλειας μνήμης. That's all folks!
Η παραλία της λευκής άμμου
Υπόγειες φυλακές πύργων χωμάτινων
Και δολοφονικά παράθυρα της λήθης
Ποτέ και τίποτα δεν άλλαξε
Αν και όλα έχουν αλλάξει
Ήσουν γυμνή στον ήλιο
Ήσουν γυμνή μέσα στη θάλασσα
Και τα χαλίκια κύλησαν μαζί μ’ αυτήν
Πάντοτε πάντοτε θ’ ακούω
Το ευτυχισμένο τους γλυκό ρεφραίν
Χαρούμενο ρεφραίν βρεγμένης πέτρας
Λυπητερό ρεφραίν των διακοπών
Χαμένο πια στα κύματα της μνήμης
Της λύπης μνήμες απ’ τα παιδικά μου χρόνια
Χρόνια καμένα-ζωντανά απ’ την επιθυμία
Χρόνια θαυμάσιων αναμνήσεων
Χρόνια που μάγεψε η χαρά.
Το ποίημα είναι του αγαπημένου μου και ανυπέρβλητου Γάλλου ποιητή Ζακ Πρεβέρ.Από το βιβλίο Ζακ Πρεβέρ Θέαμα και Ιστορίες (ποιήματα) μτφ. Γιάννης Βαρβέρηςεκδόσεις νεφελη 1982Ντολ μου, για σένα