"Κράτα μου το χέρι": μια κριτική και μια παρουσίαση
Το "Κράτα μου το χέρι" θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου στο Φλοράλ (πλ. Εξαρχείων) στις 20.00. Θα μιλήσει ο συγγραφέας Νίκος Καρακάσης, ενώ η Χίλντα Παπαδημητρίου θα αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα του βιβλίου με τις μουσικές επιλογές της.
Μια κριτική του βιβλίου (την οποία θεωρώ πολύτιμη) δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό www.diastixo.gr από την κ. Ανθούλα Δανιήλ. Την ευχαριστώ θερμά.
ΚΡΑΤΑ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ
Με τον ενδιαφέροντα τίτλο Κράτα μου το χέρι βγαίνει στο λαβύρινθο της βιβλιαγοράς το νέο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα, εραστή της noir λογοτεχνίας. Κατά ευτυχή συγκυρία, ο τίτλος εύκολα μας μεταφέρει στο Χόλιγουντ του 1953, όταν ο Τόνι Μπένετ τραγουδούσε το πολύ ωραίο τραγούδι
Take my hand, I am a stranger in Paradise,
all lost in a wonderland... That's a danger in Paradise.
Η διαφορά ανάμεσα στον κόσμο του τραγουδιού και στο μυθιστόρημα είναι ένας παράδεισος και μια κόλαση, χαοτική και ανάλογη. Το Χόλιγουντ βαριά βιομηχανία δημιουργίας παραδείσου, αλλά και κόλασης. Ο Μαμαλούκας πιστεύω πως αντλεί από το δεύτερο σκέλος. Ο κόσμος του συγκεκριμένου βιβλίου, όπως και ο κόσμος στο έργο του Κοπέλα που σε λένε Φίνι, είναι η κόλαση, αγαπημένο θέμα του. Αν θυμηθούμε και τη σαδιστική απόλαυση με την οποία παρακολουθήσαμε τις περιπέτειες της ηρωίδας, δεν θα εκπλαγούμε καθόλου με ό,τι συμβαίνει κι εδώ. Αντιθέτως, το αναμένουμε.
Θα έπρεπε ίσως να ενημερώσουμε τον αναγνώστη, προς αποφυγήν πάσης παρεξηγήσεως, όπως συνηθιζόταν παλιά, πως πάσα ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις της πραγματικότητας είναι εντελώς τυχαία. Άλλωστε, και τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι εξωπραγματικά, δημιουργήματα μιας φαντασίας που απολαμβάνει νοσηρά τη φρίκη. Ο κόσμος σαν ένας λαβύρινθος, αλά Μαμαλούκα, ως βούληση και ως παράσταση, αλά Σοπενάουερ, ο τρόμος ως απόλαυση, αλά αναγνώστη.
Δεν χρησιμοποίησα τυχαία τον όρο «λαβύρινθος». Όλη η κατάσταση είναι λαβυρινθώδης. Και οι λαβύρινθοι στους οποίους συνειρμικά, εκόντες άκοντες, μας οδηγεί το έργο είναι πολλοί, αρχής γενομένης από τον αρχαίο με τον Μινώταυρο, στον άλλο στην Αριάγνη του Στρατή Τσίρκα, στις απέραντες βιβλιοθήκες του Χόρχε Λούις Μπόρχες, στο «Οικοδόμημα», στο Όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Έκο, στον άλλο στη Δίκη του Κάφκα, όπου περιπλανήθηκε ο πολίτης Κ., στους ανάλογους στον Αιώνα των λαβυρίνθων της Ρέας Γαλανάκη, στο Σφαιριστήριον λαβυρίνθου του Αντώνη Σανουδάκη, και τόσους άλλους. Όλοι οι λογοτέχνες με λόγο, ύφος, γνώση της ιστορίας και λογοτεχνική χάρη, με αλληγορία πάντα, μας βάζουν και μας βγάζουν στους λαβυρίνθους τους, στο μύθο και στην ιστορία, χωρίς να χάνουν τον μίτο.
Στο λαβύρινθο του Μαμαλούκα, τον μίτο και το ρόλο της Αριάδνης φαίνεται πως αναλαμβάνει ο εχθρικός, αντιπαθητικός, επιθετικός, αυταρχικός και ύποπτος θυρωρός, ο οποίος θα μπορούσε να παραβληθεί και με τον Χάροντα. Είναι λαβύρινθος «αναμνήσεων και εφιαλτών», πώς αλλιώς άλλωστε. Όλα, συνεπώς, σκούρα και άχαρα. Οι καιρικές συνθήκες, κακοκαιρία, αέρας, κρύο, χιόνι. Η πόλη, μουντή, «χαλασμένα παράθυρα», «πεθαμένα χρώματα», «γερασμένα κτίρια». Το μπαρ, η πολυκατοικία, το νοσοκομείο, όλα είναι γκρίζα, απάνθρωπα, αφιλόξενα και ανατριχιαστικά. Ο ήρωας και όλοι εκείνοι με τους οποίους θα έρθει σε επαφή μοιάζουν με φιγούρες που το έσκασαν από ένα σκοτεινό υπόγειο, πρόσωπα εχθρικά, ύποπτα, περίεργα, ασαφή, χωρίς όνομα και χαρακτηριστικά. Ο ήρωας μάλιστα, λόγω ιδιαζουσών συνθηκών, μένει μέσα την ημέρα και βγαίνει έξω τη νύχτα, η οποία «αφαιρεί τα χρώματα» από τα πράγματα, σαν να πηγαίνει να βρει το διάολό του, προσπαθώντας να φύγει μακριά από κάτι «που τον κυνηγούσε». Η διάθεση κακή, αγχωτική.
Συγκεκριμένα, στα έγκατα μιας πολυκατοικίας και πίσω από έναν κινηματογράφο, με τον εκκωφαντικό του θόρυβο και όλα της ψυχικής αποσταθεροποίησης τα σχετικά, το διαμέρισμα, που νοικιάζει για να γράψει το βιβλίο του, μια παγώνει και μια ζεματάει, σαν κόλαση αληθινή. Η είσοδος σκοτεινή, αθέατη σχεδόν, παράπλευρη και βρόμικη, μοιάζει με κάθοδο στον Άδη. Αλλά και όλοι οι άλλοι χώροι σαν μικρογραφίες κόλασης περιγράφονται. Σκοτεινοί κι αδιέξοδοι διάδρομοι, καμένες λάμπες ή που φωτίζουν ελάχιστα, αόρατοι παρακολουθητές, άνθρωποι σαν σκιές, ύποπτος θυρωρός, σαν τον κουφό τον Χάρο. Κάπου μια ταβέρνα φαντάζει ανθρωπινή, σαν δείγμα «παραδείσου», ο σκύλος όμως που ορμάει και του σκίζει το παντελόνι, σαν Κέρβερος τον εκδιώκει.
«Λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια και τον γυμνώνουν», λέει ο Γιώργος Σεφέρης («Μέρες τ’ Απρίλη ’43»).
Έχουμε, άραγε, έναν Ορφέα ή έναν Οδυσσέα στον Άδη; Ο ήρωας επανέρχεται υπαινικτικά σε μια παλιά ζωή, σαν να έχει πεθάνει και βρίσκεται στον άλλο κόσμο, όπου θα ολοκληρώσει το βιβλίο του. Αλληγορία; Ο δημιουργός πρέπει να κατεβεί στην κόλαση για να γράψει;
Γλώσσα απλή, φράση κοφτή, απόλυτα σαφής αλλά κατάλληλα διατυπωμένη για να καλλιεργεί την ασάφεια και να ενσπείρει το φόβο και τον τρόμο, που είναι αόρατος, αν και πανταχού παρών. Λεπτομερής η περιγραφή των προσώπων, χωρίς να αποδίδονται αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, επαναλαμβάνω, αλλά και των κινήσεων, ζουμ σε όλα, σαν τον ντετέκτιβ που δεν αφήνει καμιά λεπτομέρεια αναξιοποίητη, για να προκαλέσει τον τρόμο. Μάλιστα, θα λέγαμε πως τα πλάνα είναι στημένα σαν επεισόδια παλιάς αστυνομικής ταινίας: το μπαρ και ο μπάρμαν, ο μυστηριώδης θυρωρός, ο ήρωας και το μυστικό του, η κοπέλα στο δρόμο σαν πεθαμένη και το μισό τσιγάρο της που «ήταν χωμένο ανάμεσα στα χείλη». Αυτή η κοπέλα, για κάποιον λόγο, μου θυμίζει την ηρωίδα στην ταινία Ο θυρωρός της νύχτας (σκην. Λιλιάνα Καβάνι, 1974), στην τελευταία σκηνή. Οι περιγραφές λοιπόν θυμίζουν παλιό καλό, noir κινηματογράφο, ενώ οι διαφημίσεις, επανερχόμενες (με πλάγια γράμματα), φαίνεται πως υποστηρίζουν τον «χαρούμενο»: Ζήσε τώρα, Κράτα μου το χέρι, Σφίξε μου το χέρι, Όλα προχωράνε, όλα συνεχίζουν, αλλά και το ανάποδο: Οι αρρώστιες δε φεύγουν, δε φεύγουν ποτέ. Είναι εκεί, επιμένουν. Οι αρρώστιες έχουν υπομονή κι επιμονή. Επιμένουν και στο τέλος νικάνε. Πώς λειτουργούν οι φράσεις αυτές στον ψεύτικο κόσμο της διαφήμισης; Σαν νησίδες διάσωσης; Προειδοποίησης; Μας προτείνουν τη ζωή; Και γιατί ο συγγραφέας φέρνει στο φως τους αυτόχειρες λογοτέχνες, Σεργκέι Γεσένιν, Πρίμο Λέβι, Τσέζαρε Παβέζε, που δεν βρήκαν τον μίτο για να βγουν από τα αδιέξοδά τους; Την ανατρέπει; Τι, εντέλει, θέλει να πει ο Μαμαλούκας με την αλληγορία του; Πως ο κόσμος μας δεν έχει ελπίδα; Πως το παρελθόν δεν επιτρέπει να ελπίζουμε στο μέλλον; Πως οι δυνάμεις του κακού είναι μεγαλύτερες και κυρίαρχες; Πως οι άνθρωποι-θύματα εθισμένοι στη συμφορά τους αγωνίζονται για να την διατηρήσουν; Ότι το αφύσικο και το ψεύτικο κατακλύζουν εκκωφαντικά τη ζωή μας, όπως ο θόρυβος του κινηματογράφου και τα ωραία μηνύματα των διαφημίσεων;
Για τους εραστές των θρίλερ το βιβλίο είναι απόλαυση και, επειδή περί ορέξεως ουδείς λόγος, εδώ «λαμπρά ταιριάζουν όλα» που λέει και ο Καβάφης («Εν Δήμω της Μικράς Ασίας»), καθώς και η προτροπή του Οδυσσέα Ελύτη:
«Φοβηθείτε αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου» (Μαρία Νεφέλη, «Λόγος περί κάλλους»).
Μια κριτική του βιβλίου (την οποία θεωρώ πολύτιμη) δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό www.diastixo.gr από την κ. Ανθούλα Δανιήλ. Την ευχαριστώ θερμά.
ΚΡΑΤΑ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ
Με τον ενδιαφέροντα τίτλο Κράτα μου το χέρι βγαίνει στο λαβύρινθο της βιβλιαγοράς το νέο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα, εραστή της noir λογοτεχνίας. Κατά ευτυχή συγκυρία, ο τίτλος εύκολα μας μεταφέρει στο Χόλιγουντ του 1953, όταν ο Τόνι Μπένετ τραγουδούσε το πολύ ωραίο τραγούδι
Take my hand, I am a stranger in Paradise,
all lost in a wonderland... That's a danger in Paradise.
Η διαφορά ανάμεσα στον κόσμο του τραγουδιού και στο μυθιστόρημα είναι ένας παράδεισος και μια κόλαση, χαοτική και ανάλογη. Το Χόλιγουντ βαριά βιομηχανία δημιουργίας παραδείσου, αλλά και κόλασης. Ο Μαμαλούκας πιστεύω πως αντλεί από το δεύτερο σκέλος. Ο κόσμος του συγκεκριμένου βιβλίου, όπως και ο κόσμος στο έργο του Κοπέλα που σε λένε Φίνι, είναι η κόλαση, αγαπημένο θέμα του. Αν θυμηθούμε και τη σαδιστική απόλαυση με την οποία παρακολουθήσαμε τις περιπέτειες της ηρωίδας, δεν θα εκπλαγούμε καθόλου με ό,τι συμβαίνει κι εδώ. Αντιθέτως, το αναμένουμε.
Θα έπρεπε ίσως να ενημερώσουμε τον αναγνώστη, προς αποφυγήν πάσης παρεξηγήσεως, όπως συνηθιζόταν παλιά, πως πάσα ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις της πραγματικότητας είναι εντελώς τυχαία. Άλλωστε, και τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι εξωπραγματικά, δημιουργήματα μιας φαντασίας που απολαμβάνει νοσηρά τη φρίκη. Ο κόσμος σαν ένας λαβύρινθος, αλά Μαμαλούκα, ως βούληση και ως παράσταση, αλά Σοπενάουερ, ο τρόμος ως απόλαυση, αλά αναγνώστη.
Δεν χρησιμοποίησα τυχαία τον όρο «λαβύρινθος». Όλη η κατάσταση είναι λαβυρινθώδης. Και οι λαβύρινθοι στους οποίους συνειρμικά, εκόντες άκοντες, μας οδηγεί το έργο είναι πολλοί, αρχής γενομένης από τον αρχαίο με τον Μινώταυρο, στον άλλο στην Αριάγνη του Στρατή Τσίρκα, στις απέραντες βιβλιοθήκες του Χόρχε Λούις Μπόρχες, στο «Οικοδόμημα», στο Όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Έκο, στον άλλο στη Δίκη του Κάφκα, όπου περιπλανήθηκε ο πολίτης Κ., στους ανάλογους στον Αιώνα των λαβυρίνθων της Ρέας Γαλανάκη, στο Σφαιριστήριον λαβυρίνθου του Αντώνη Σανουδάκη, και τόσους άλλους. Όλοι οι λογοτέχνες με λόγο, ύφος, γνώση της ιστορίας και λογοτεχνική χάρη, με αλληγορία πάντα, μας βάζουν και μας βγάζουν στους λαβυρίνθους τους, στο μύθο και στην ιστορία, χωρίς να χάνουν τον μίτο.
Στο λαβύρινθο του Μαμαλούκα, τον μίτο και το ρόλο της Αριάδνης φαίνεται πως αναλαμβάνει ο εχθρικός, αντιπαθητικός, επιθετικός, αυταρχικός και ύποπτος θυρωρός, ο οποίος θα μπορούσε να παραβληθεί και με τον Χάροντα. Είναι λαβύρινθος «αναμνήσεων και εφιαλτών», πώς αλλιώς άλλωστε. Όλα, συνεπώς, σκούρα και άχαρα. Οι καιρικές συνθήκες, κακοκαιρία, αέρας, κρύο, χιόνι. Η πόλη, μουντή, «χαλασμένα παράθυρα», «πεθαμένα χρώματα», «γερασμένα κτίρια». Το μπαρ, η πολυκατοικία, το νοσοκομείο, όλα είναι γκρίζα, απάνθρωπα, αφιλόξενα και ανατριχιαστικά. Ο ήρωας και όλοι εκείνοι με τους οποίους θα έρθει σε επαφή μοιάζουν με φιγούρες που το έσκασαν από ένα σκοτεινό υπόγειο, πρόσωπα εχθρικά, ύποπτα, περίεργα, ασαφή, χωρίς όνομα και χαρακτηριστικά. Ο ήρωας μάλιστα, λόγω ιδιαζουσών συνθηκών, μένει μέσα την ημέρα και βγαίνει έξω τη νύχτα, η οποία «αφαιρεί τα χρώματα» από τα πράγματα, σαν να πηγαίνει να βρει το διάολό του, προσπαθώντας να φύγει μακριά από κάτι «που τον κυνηγούσε». Η διάθεση κακή, αγχωτική.
Συγκεκριμένα, στα έγκατα μιας πολυκατοικίας και πίσω από έναν κινηματογράφο, με τον εκκωφαντικό του θόρυβο και όλα της ψυχικής αποσταθεροποίησης τα σχετικά, το διαμέρισμα, που νοικιάζει για να γράψει το βιβλίο του, μια παγώνει και μια ζεματάει, σαν κόλαση αληθινή. Η είσοδος σκοτεινή, αθέατη σχεδόν, παράπλευρη και βρόμικη, μοιάζει με κάθοδο στον Άδη. Αλλά και όλοι οι άλλοι χώροι σαν μικρογραφίες κόλασης περιγράφονται. Σκοτεινοί κι αδιέξοδοι διάδρομοι, καμένες λάμπες ή που φωτίζουν ελάχιστα, αόρατοι παρακολουθητές, άνθρωποι σαν σκιές, ύποπτος θυρωρός, σαν τον κουφό τον Χάρο. Κάπου μια ταβέρνα φαντάζει ανθρωπινή, σαν δείγμα «παραδείσου», ο σκύλος όμως που ορμάει και του σκίζει το παντελόνι, σαν Κέρβερος τον εκδιώκει.
«Λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια και τον γυμνώνουν», λέει ο Γιώργος Σεφέρης («Μέρες τ’ Απρίλη ’43»).
Έχουμε, άραγε, έναν Ορφέα ή έναν Οδυσσέα στον Άδη; Ο ήρωας επανέρχεται υπαινικτικά σε μια παλιά ζωή, σαν να έχει πεθάνει και βρίσκεται στον άλλο κόσμο, όπου θα ολοκληρώσει το βιβλίο του. Αλληγορία; Ο δημιουργός πρέπει να κατεβεί στην κόλαση για να γράψει;
Γλώσσα απλή, φράση κοφτή, απόλυτα σαφής αλλά κατάλληλα διατυπωμένη για να καλλιεργεί την ασάφεια και να ενσπείρει το φόβο και τον τρόμο, που είναι αόρατος, αν και πανταχού παρών. Λεπτομερής η περιγραφή των προσώπων, χωρίς να αποδίδονται αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, επαναλαμβάνω, αλλά και των κινήσεων, ζουμ σε όλα, σαν τον ντετέκτιβ που δεν αφήνει καμιά λεπτομέρεια αναξιοποίητη, για να προκαλέσει τον τρόμο. Μάλιστα, θα λέγαμε πως τα πλάνα είναι στημένα σαν επεισόδια παλιάς αστυνομικής ταινίας: το μπαρ και ο μπάρμαν, ο μυστηριώδης θυρωρός, ο ήρωας και το μυστικό του, η κοπέλα στο δρόμο σαν πεθαμένη και το μισό τσιγάρο της που «ήταν χωμένο ανάμεσα στα χείλη». Αυτή η κοπέλα, για κάποιον λόγο, μου θυμίζει την ηρωίδα στην ταινία Ο θυρωρός της νύχτας (σκην. Λιλιάνα Καβάνι, 1974), στην τελευταία σκηνή. Οι περιγραφές λοιπόν θυμίζουν παλιό καλό, noir κινηματογράφο, ενώ οι διαφημίσεις, επανερχόμενες (με πλάγια γράμματα), φαίνεται πως υποστηρίζουν τον «χαρούμενο»: Ζήσε τώρα, Κράτα μου το χέρι, Σφίξε μου το χέρι, Όλα προχωράνε, όλα συνεχίζουν, αλλά και το ανάποδο: Οι αρρώστιες δε φεύγουν, δε φεύγουν ποτέ. Είναι εκεί, επιμένουν. Οι αρρώστιες έχουν υπομονή κι επιμονή. Επιμένουν και στο τέλος νικάνε. Πώς λειτουργούν οι φράσεις αυτές στον ψεύτικο κόσμο της διαφήμισης; Σαν νησίδες διάσωσης; Προειδοποίησης; Μας προτείνουν τη ζωή; Και γιατί ο συγγραφέας φέρνει στο φως τους αυτόχειρες λογοτέχνες, Σεργκέι Γεσένιν, Πρίμο Λέβι, Τσέζαρε Παβέζε, που δεν βρήκαν τον μίτο για να βγουν από τα αδιέξοδά τους; Την ανατρέπει; Τι, εντέλει, θέλει να πει ο Μαμαλούκας με την αλληγορία του; Πως ο κόσμος μας δεν έχει ελπίδα; Πως το παρελθόν δεν επιτρέπει να ελπίζουμε στο μέλλον; Πως οι δυνάμεις του κακού είναι μεγαλύτερες και κυρίαρχες; Πως οι άνθρωποι-θύματα εθισμένοι στη συμφορά τους αγωνίζονται για να την διατηρήσουν; Ότι το αφύσικο και το ψεύτικο κατακλύζουν εκκωφαντικά τη ζωή μας, όπως ο θόρυβος του κινηματογράφου και τα ωραία μηνύματα των διαφημίσεων;
Για τους εραστές των θρίλερ το βιβλίο είναι απόλαυση και, επειδή περί ορέξεως ουδείς λόγος, εδώ «λαμπρά ταιριάζουν όλα» που λέει και ο Καβάφης («Εν Δήμω της Μικράς Ασίας»), καθώς και η προτροπή του Οδυσσέα Ελύτη:
«Φοβηθείτε αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου» (Μαρία Νεφέλη, «Λόγος περί κάλλους»).
Labels: βιβλία, κριτική, παρουσίαση, συγγραφή
0 Comments:
Post a Comment
<< Home