Wednesday, February 28, 2007

Αλκοόλ Κεφ 4 ΤΑ ΜΑΛΤ (α΄ μέρος)


Μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ μαλτ
Ναι! Έφτασε η ώρα.
Μεγάλο ποστ, φίλοι.




Λοιπόν εδώ παίζουμε στην κατηγορία μου. Τι εφεύρεση φίλοι! Πόσο θα ήθελα να ζω στη χώρα του μαλτ!

Σ’ αυτές τις περιοχές που, όπως ο έλληνας έχει τις κότες του, αυτοί έχουν κι από μια μικρή ντιστιλερία κι ο καθένας φτιάχνει και το νέκταρ του. Άπαιχτη φάση. (να μην οδηγούσαν ανάποδα…)
Γι’ αυτό λοιπόν φίλοι είναι δύσκολο να γράψουμε όλες τις μάρκες.
Θα γράψουμε τα σπουδαιότερα, ό,τι μας αρέσει εμάς και ξέρουμε μες στη τύφλα μας κι από και πέρα να δώσει ο Θεός να γράψουμε κι άλλα.


Γιατί όμως μαλτ κι όχι μπλέντετ; Ουίσκι το ένα ουίσκι και το άλλο. Σωστά κι όπως γράψαμε υπάρχουν μπλέντετ άπαιχτα.
Αλλά το μαλτ είναι σαν το δερματόδετο βιβλίο.
Μπορεί να είστε αναγνώστης χωρίς απαραίτητα να είστε βιβλιόφιλος, να μη σας λέει κάτι ένα παλιό βιβλίο δεμένο όλο δέρμα…
Αν όμως σας λέει… ανάλογα παρομοιάζω εγώ τα μαλτ.
Λίγα γενικά λόγια σχετικά με τα μαλτ

Οι ουισκογνώστες θα ανιχνεύσουν αλλόκοτες οσμές που θα τις περιγράφουν σαν γλυκιά καραμέλα μέντα με οσμή μασχάλης αγριογούρουνου και άγουρο δαμάσκηνο που τρίφτηκε στην ορεινή χλόη και θα σας μπερδέψουν φίλοι με τις περίτεχνες εκφράσεις.
μη μασάτε μη μασάτε
Εγώ θα σας τα περιγράψω με την απλή γλώσσα που καταλαβαινόμαστε.
Εδώ δεν ήρθαμε να γράψουμε έκθεση ούτε να γεμίσουμε σελίδες ιλουστρασιόν περιοδικού που τα διαβάζουν οι κάθε λογής δήθεν που κατέβηκαν απ’ τα μουρτζοχώρια τους, μου διαβάσανε ένα Ζαμπούνη και αγόρασαν υγραντήρες για τα κοχίμπα τους, αντί ν’ αγοράσουν μια γραμματική και μια ορθωγραφοία να μάθουναι να μιλούναι και να γράφουναι σοστά σαν εμαίνα.
Λοιπόν ξεκινάμε τα μαλτ χωρίζονται σε γεωγραφικές ζώνες σαν να λέμε πάνω Μάνη κάτω Μάνη ανωμερίτες κατωμερίτες κτλ
Μην τρελαίνεστε. Όλα ωραία είναι. Μην ακούτε όποιον θέλει να σας το παίξει και σας πει εγώ άμα δεν είναι από το νησί Islay δεν το πίνω. Ξηγείστε του το μήνυμα
Ρε εδώ ήρθαμε να πιούμε, γεωγραφία θα κάνουμε;

Μετά από αυτή την περιττή εισαγωγή ξεκινάμε.

Loch Lomond
Σας θυμίζει τίποτα; Ναι είναι το αγαπημένο του κάπτεν Χάντοκ και γι’ αυτό σεβασμός απόλυτος. Μόνο γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει σε κάθε κάβα που σέβεται τον εαυτό της. Τώρα τελευταία εισήχθη στη χώρα μας κι είναι φτηνό (κοντά στα 23-24 ευρώ). Προσοχή: δεν αναφέρεται πόσων ετών είναι. Γευστικώς όμως δεν μου είπε τίποτα. Σαν να φιλάς τον καπετάνιο Χάντοκ. (12/30)

Isle of Yura
Γιούρα ή γιούργια για τους βλάχους.
10 ετών. Αξιοπρεπές μαλτ. Το προτιμώ με ένα παγάκι σαν κανονικό ποτό. (περίπου 23 ευρώ)
Superstition (δεν αναφέρεται πόσων ετών) με πιο δυνατό χαρακτήρα, πιο εύγεστο.
Υπόλοιπες εκδόσεις: 16, 21, 27, 33, 36 ετών και orwell. (Ο Τζορτζ;)

Bowmore

Μαρκάρα φίλοι. Σεβασμός.

Cask Strenght
Αυτό σημαίνει ότι βγήκε κατευθείαν απ’ το βαρέλι χωρίς άλλη επεξεργασία και κράτησε περισσότερους βαθμούς γι’ αυτό και είναι 56% vol.

Το ’πιες ή εικάζεις ρε Μαμαλούκα;

Το ’πια ο συγχωρεμένος. Τι να σας πω; Για κάτι τέτοια αξίζει να ζεις. Μόλις άνοιξα το μπουκάλι πλημμύρισε άρωμα όλο το σαλόνι. Πολύ δυνατό, αδύνατον να το πιεις σκέτο. Αναγκαίο να προσθέσετε λίγο νεράκι για να το βοηθήστε να βγάλει καλύτερα τα κρυμμένα αρώματά του. (και τα ξωτικά του)
Μην ακούτε δήθεν γνώστες που επιμένουν αυστηρά σκέτα τα μαλτ. Είναι μαιμουδογνώστες. Εμείς έχομεν τα μάνιουαλς που λεν την αλήθεια. Ελάχιστο νερό ναι οπωσδήποτε κι αν μπορείτε να είναι από το ποταμάκι που κυλάει μέσα απ’ το εμφιαλωτήριο. Κάντε ένα ταξίδι και πάρτε, ντε. (ή βάλτε την κουμπάρα σας –αυτή που στείλατε στη Φλωρεντία για bistecca fiorentina- έτσι θα χετε και την ευκαιρία να την… την κουμπάρα. Για σας δουλεύω βρε)

Γεύση

Βαριά. (τώρα θα αυτοσχεδιάσω εγώ με τα αρώματα) Τζάκι, καμένο κυπαρίσσι, αρμύρα από ατλαντικό που μαστιγώνει το τζάμι και βαρύ σούρουπο πλακωμένο από καταχνιά και ομίχλη. Ρίξτε το κούτσουρο στη φωτιά (δεν εννοώ τον-την σύντροφό σας) ξαπλώστε στο ανάκλιντρο και ρίξτε πάνω σας την καρό κουβερτούλα. Χαμηλό φως, ησυχία ή ελαφρά ποιοτική μουσική.
Βιβλίο που συστήνω
Οι ιστορίες του Πόε και ειδικότερα «Η κάθοδος στο Μάελστρομ».
Προσοχή μη βάλετε ποσότητα κανονικού ποτού. Βάλτε λίγο. Εδώ δεν αστειευόμαστε. Όταν λέμε είναι δυνατό το εννοούμε. Φεύγεις κι ούτε σφραγίζεις εισιτήριο.

Σχέση ποιότητας τιμής: παραπάνω από άριστη.
Για να βρείτε Cask Strenght σε άλλες γνωστές μάρκες πρέπει να ταξιδέψετε στα 200 ευρώπουλα. Εδώ θα πληρώσετε 53 με 60 ευρώ. (περαιτέρω έρευνα ανακάλυψε άλλα δύο εξίσου δυνατά και όχι τόσο ακριβά. Ένα Grants 50% vol. κι ένα Glenmorangie 57,2% vol. και τα δύο 100ο proof στο αμερικάνικο σύστημα. Γευστικώς όμως δεν πλησιάζουν το Bowmore).
Περισσότερα στο β΄μέρος.

Monday, February 26, 2007

Το εργαστήρι του καλλιτέχνη

Στο φίλο μου τον Γιώργο Γλυκοφρύδη, αυτόν που μου δίνει ελπίδες ότι υπάρχει κι άλλος ένας συγγραφέας εξίσου τρελός (τώρα άλλο ήθελα να γράψω εδώ) σαν κι εμένα.

Αυτό είναι το πρώτο ποστ που είπα να είμαι λίγο πιο σοβαρός.
Προσπάθησα, φίλοι.

Κάθε μέρα που ξημερώνει δέχομαι εκατομμύρια μέιλ και γράμματα από έξαλλες θαυμάστριές μου. Το τι βάζουν μέσα ξεπερνάει κάθε φαντασία. (θα σας αποκαλύψω το πιο πρόστυχο: το εκκαθαριστικό της εφορίας της. Το πιο σέξυ: μια πάνα για μεγάλους δείγμα)


Οι ερωτήσεις που μου κάνουν οι περισσότερες θα σκανδάλιζαν και τον Τζον Χόλμς ή τη Βανέσα ντελ Ρίο γι’ αυτό και δεν σας στις γράφω.


Μερικές θέλουν να μάθουν πώς είναι το γραφείο που γράφω τα αριστουργ… βιβλία μου.
Μία μάλιστα μου έστειλε και μια φωτογραφία.
Έτσι σας φαντάζομαι κύριε Μαμαλούκα μου.


























Να χετε δίπλα σας ένα όπλο (σωστά μάντεψες κούκλα, το έχω, αλλά είμαι δεξιόχειρ μικρή μου)
Έβαλα το μπέρμπον σας (μαλτ πίνω μωρό μου, αλλά αυτό το ’βαλες στη σωστή θέση)
Τα Κάμελ σας (δεν καπνίζω, κι αν κάνω ποτέ τίποτα αυτό είναι πούρο)
Κι όσο για τα υπόλοιπα… Γράφω σε υπολογιστή, αλλά έχω μια παλαιότερη γραφομηχανή, του 30, του παππού μου
Κι αυτή στον τοίχο δεν είναι η Λιζ Χάρλει, η αγάπη μου, αλλά μια παλιά γκόμενα του παππού μου.
Όσο για το τραπουλόχαρτο με το μαχαίρι, αυτό είναι για εφέ (!) δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.


Ναι, ξέρω θα πείτε ότι δεν είναι αλήθεια.
Πολύ θα θέλατε (τι να σου πω) να δείτε πώς πραγματικά είμαι στο γραφείο μου.
Γι’ αυτό ανεβάζω τη σωστή φωτογραφία.

Βέβαια, είναι λίγο παλιά, του 2002, όταν έγραφα το Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού.
























Σας αγαπώ, δεχτείτε με, με τα προτερήματά μου.

Wednesday, February 21, 2007

Μια φορά έσπασα το ντιβάνι…



…του ψυχαναλυτή (κι αυτός μ’ έδιωξε).

Και εμπλουτισμένο με τις αλήθειες της Άλεφ λέμε!

5 σύντομες αλήθειες για μένα

Μου αρέσουν τα ακραία πράγματα, τα περίεργα φιλμ, η μοίρα του καθενός κι οι ιστορίες που κουβαλούν οι άνθρωποι. Είμαι τρομερά περίεργος. Και από συγγραφικό ενδιαφέρον.

Ενδιαφέρομαι και μαγνητίζομαι από κάθε είδους καταστροφές και εγκλήματα.

Σιχαίνομαι το φθόνο. Κι αυτός με κυνηγάει με τη μορφή βλίτων που συναντώ κάθε λίγο και λιγάκι.

Αγαπώ τα παιδιά περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο.

Θα ήμουν κακός δικαστής. Πιστεύω ότι οι αγενείς άνθρωποι αξίζουν μια ροπαλιά στο πίσω μέρος της κεφαλής με το ρόπαλο του μπέιζμπολ.

(Κι άλλη μια)
Μ’ αρέσουν τα βιβλία. Πολύ. Είμαι αθεράπευτα βιβλιόφιλος. Έχω συνειδητοποιήσει όμως πόσο ανήμπορα είναι όταν ο Θεός σηκώσει το χέρι και κάνει το κέφι του.


Ευχαριστώ τη Σταυρούλα και τον Reader που με πρότειναν στο παιχνίδι.
Προτείνω κι εγώ με τη σειρά μου

Τον Λιμπρόφιλο (που κάνει το δύσκολο)
Τον Βασίλη Ρούβαλη (βλέπε οι εντιμότατοι φίλοι μου)
Τον Αντώνη (βλέπε Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον)
Την Aura Voluptas
Την alef

(δεν πειράζει που οι δύο τελευταίες δεν έχουν μπλογκ, με χαρά να δημοσιεύσω τις δικές τους αλήθειες εδώ στο δικό μου χώρο)

Οι 5 αλήθειες της αγαπητής Άλεφ (όπως ακριβώς έφτασαν στο ταχυδρομείο μας)

Η κυρία "ζω με δάνεια και δανεικά" και απαντώ παρομοίως.

* Ρόζα Λούξεμπουργκ ονειρεύτηκα κάποτε να γίνω. Αλλά δεν με χρειάστηκε η εποχή κι έτσι από ομάδα... κρούσης κατέληξα η... καλή διαχειρίστρια.

* Είμαι γενναία από φόβο. Παράτολμη σε μια διαρκή φυγή προς τα εμπρός, ναι έτσι ακριβώς αποκαλούν την αποκοτιά από... δειλία οι ψυχολόγοι.

* Και Άννα Καρένινα επιθύμησα κάποτε να γίνω. Αλλ' ούτε... Βρόντσκι, ούτε τραίνο.

* Λατρεύω τα παιδιά αλλά δεν με έκρινα ποτέ επαρκώς άξιά τους. Γι' αυτό και όποτε με παίρνει, τα παίρνω... δανεικά (ενίοτε και με... μπαμπάδες, που λατρεύω ομοίως).

* Αν δεν τα γράψω, δεν τα καταλαβαίνω τα όσα ζω. Για να... κρυφτώ, δανείζομαι φράσεις και καταστάσεις απ' άλλους. Και τώρα που σας τα λέω, με όνομα είμαι και πάλι... δανεικό.

Tuesday, February 20, 2007

Ο τελευταίος μύθος

Μια βραδιά όπως όλες τις άλλες.
Χρόνια πριν.
Είχαμε πάει για φαγητό στην ταβέρνα του Καραβίτη. Μόλις καθίσαμε έριξα μια ματιά στο χώρο και στα διπλανά τραπέζια. Το βλέμμα μου τον προσπέρασε κι αμέσως ξαναγύρισε πάνω του.
Καθόταν πολύ κοντά μου.
Ήταν μ’ αυτή τη μάγισσα με τα μαύρα νύχια που η μοίρα του επιφύλασσε για τελευταία σύντροφο.
Δεν ήθελα να κοιτάξω ξανά, σκέφτηκα ότι συνέχεια –μια ζωή- ο κόσμος θα τον κοίταγε. Όμως δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ.
Ο τελευταίος μύθος, είπα από μέσα μου.
Κοίτα τον, δε θα τον ξαναδείς.
Ήταν σκυμμένος πάνω στο τραπέζι του. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, καρφωμένα σ’ ένα μικρό ποτήρι κρασί μπροστά του. Έδειχνε έτοιμος να κλάψει.
Όπως η αίθουσα δεν είχε καμία διακόσμηση εκτός από μια σειρά τεράστια βαρέλια πίσω του, νόμιζα πως ο χρόνος έφυγε ιλιγγιωδώς προς τα πίσω. Και τον είδα ξανά. Να τρέχει με το ποδήλατό του, να φτιάχνει το μαλλί, να σερβίρει στο φτηνομάγαζο ουζάκι και μεζέ, να γελάει…
Κοίτα τον, έλεγα, κοίτα τον, ο τελευταίος μύθος.
Εκείνος παρέμενε σκυμμένος, προσηλωμένος στο κρασί του. Αμίλητος. Τα μάτια μισόκλειστα, λες γεμάτα δάκρυα.
Ο Ζήκος.
Ούτε ένα χρόνο μετά, χάθηκε.






















Δύο βράδια έχω ξυπνήσει στις τέσσερις και έχω συνθέσει το ποστ, πολύ καλύτερα βέβαια, στο μυαλό μου. Ε, αυτή τη φορά σηκώθηκα και το 'γραψα κιόλας.
Αν δεν έβρισκα φωτογραφία από το «Της κακομοίρας» δε θα το ανέβαζα.

Όμως θα τον προτιμούσα γελαστό, να τρέχει με το ποδήλατο και να τραγουδάει.

Labels:

Wednesday, February 14, 2007

Κριτική Αστερίου Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη

Ταξίδι στα βάθη της ψυχής

Χρήστος Αστερίου, Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006, σ. 258


Ο ελληνοαυστραλός ζωγράφος Ιάσονας Ρέμβης μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα αλλάζει εντελώς ως άνθρωπος και αναθεωρεί όλη του τη ζωή. Απαρνιέται τη μέχρι τότε καλλιτεχνική του πορεία κι αποφασίζει να γυρίσει στην Αθήνα για να βρει τα ίχνη της παιδικής του ηλικίας, όπως και τις όποιες μνήμες από τη μητέρα του που πέθανε όταν εκείνος ήταν πέντε χρόνων.
Ο ήρωας του βιβλίου θα περιπλανηθεί στη σύγχρονη Αθήνα και θα καταφέρει όχι μόνο να βρει το πατρικό του σπίτι σχεδόν ανέγγιχτο από το χρόνο, σχεδόν στην ίδια κατάσταση όπως το είχε αφήσει παιδάκι πριν μεταναστεύσει με τον πατέρα του στη μακρινή ήπειρο, αλλά και να νοικιάσει και να μείνει στο ίδιο ακριβώς διαμέρισμα.
Ήδη από τα λίγα αυτά στοιχεία ο συγγραφέας Χρήστος Αστερίου μας βάζει σε μια μυστηριώδη και αλλόκοτη ατμόσφαιρα που αρέσκεται να δημιουργεί. Πράγματι οι περιγραφές και οι σελίδες που ακολουθούν τροφοδοτούν συνεχώς το περίεργο κλίμα. Όλη η μικρή πολυκατοικία μοιάζει εγκαταλελειμμένη, το ασανσέρ δεν λειτουργεί, απ’ την άλλη όμως θέρμανση υπάρχει και το κυριότερο: κάποιος μένει στο από πάνω διαμέρισμα. Μια ηλικιωμένη, πρώην ντίβα της όπερας που ζει ολομόναχη κουβαλώντας το ασήκωτο βάρος του χαμού του παιδιού της.
Ο Ρέμβης θα γνωριστεί με την ηλικιωμένη προσπαθώντας να βρει την άκρη του νήματος σχετικά με τη μητέρα του και ταυτόχρονα να ξανακερδίσει την πίστη στον εαυτό του, την τέχνη την οποία υπηρετούσε μέχρι πρότινος, αλλά και την ίδια τη ζωή.
Ο Αστερίου υπογράφει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα (;) (σαν υπότιτλος αναγράφεται Μια αληθινή ιστορία) προσπαθώντας να πρωτοτυπήσει μ’ ένα μοντέρνο στήσιμο. Όχι απλώς μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και επιστολές, σελίδες ημερολογίου, δημοσιεύματα του Τύπου, ακόμα και φωτογραφίες παρατίθενται για να οδηγήσουν τον αναγνώστη στη λύση του όποιου μυστηρίου, αλλά και στην κατανόηση της αινιγματικής ιστορίας.
Από τις πρώτες σελίδες γίνεται κατανοητό πως το ταξίδι του Ρέμβη στην Αθήνα είναι πρωτίστως αυτογνωσίας. Η αλλαγή που συντελείται στον ήρωα είναι ολοκληρωτική. Ο Ρέμβης δεν αλλάζει μόνο ήπειρο, αλλά και συνήθειες, συμπεριφορές. Ουσιαστικά πετάει από πάνω του οτιδήποτε του θυμίζει τον προηγούμενό του εαυτό, μαζί και την επιτυχημένη καριέρα του. Στη συνέχεια, περίπου στη μέση του βιβλίου, ο συγγραφέας μετακινεί το κέντρο του ενδιαφέροντος από τον Ρέμβη στην ηλικιωμένη ένοικο της πολυκατοικίας αφιερώνοντας της πολλές σελίδες και δίνοντας της ίσως μεγαλύτερο βάρος απ’ όσο θα έπρεπε, μέχρι να ξαναγυρίσει στον ψυχισμό του ζωγράφου και στο τέλος του βιβλίου.
Αναμφισβήτητα ένα από τα μεγάλα όπλα του Αστερίου είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Όμορφη, καλαίσθητη, συμπαγής, είναι στιγμές που πραγματικά χαίρεσαι να τη διαβάζεις. Εδώ, στη μεγάλη φόρμα έκφρασης, είχε την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσει ακόμα πιο άνετα. Δυστυχώς όμως, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου κινήθηκε αριστοτεχνικά, δεν απέφυγε κάποιες υπερβολικά λεπτομερείς περιγραφές που κουράζουν. Ίσως παρασύρθηκε από τη θέληση -την εμμονή;- να σμιλέψει όλο και πιο πολύ τη γλώσσα.
Ακολουθούν συμβολισμοί που μπλέκονται με το ρεαλιστικό επίπεδο και συνεχείς ανατροπές που δημιουργούν την περίεργη ατμόσφαιρα μυστηρίου που θυμίζει πολύ τα διηγήματα του πρώτου –έξοχου- βιβλίου του συγγραφέα (Το γυμνό της σώμα κι άλλες παράξενες ιστορίες, Πατάκης, 2003). Αυτό το μυστηριακό κλίμα του αβέβαιου, του τίποτα δεν πρέπει να λαμβάνεται ως σίγουρο, σηματοδοτεί κατά τη γνώμη μου το πολύ προσωπικό (και γοητευτικό) στυλ του Αστερίου.
Όσο για τις πολύπλευρες τεχνικές αφήγησης πιστεύω ότι είναι λίγο περισσότερες απ’ όσες το κείμενο –και το μέγεθος του βιβλίου- θα είχε πραγματικά ανάγκη. Τα ημερολόγια, οι φωτογραφίες και τα δημοσιεύματα λειτουργούν ανάποδα στην εσωτερικότητα και στο μεγάλο υπαρξιακό βάθος του χαρακτήρα του ίδιου του βιβλίου.
Αναμφισβήτητα ο Χρηστος Αστερίου ετοίμασε προσεχτικά το βιβλίο του δίνοντας γι’ άλλη μια φορά ένα σύνολο που έλκει έντονα τον αναγνώστη, σχεδόν μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο σαν αυτό που ζουν και κινούνται οι ήρωές του.


Δημοσιεύτηκε στη Κυριακάτικη Αυγή (11-2-2007)

Labels: ,

Sunday, February 11, 2007

Antonello Venditti - Lilly


Lilly
Στίχοι, μουσική: Antonello Venditti
Λίλυ
Λίλυ, τέσσερις τρύπες στο δέρμα
Λίλυ, χαρτί εφημερίδας
Λίλυ, γυμνή, χωρίς παπούτσια
Λίλυ, άσπρη κι όχι στο νοσοκομείο
Λίλυ, χωρίς μαλλιά
Λίλυ χωρίς δόντια για να φας
Λίλυ, ένα σωρός σκουπίδια
Λίλυ, κανένα γάλα δε θα μπορέσει να σε σώσει
Λίλυ, διαβάζαμε μαζί
Λίλυ, ταξιδεύαμε μαζί
Λίλυ, ποιο τρένο τώρα, ποιο βιβλίο, ποιος έρωτας θα μπορέσει να μου τα ξαναδώσει
Λίλυ, το δωμάτιό μου είναι παγωμένο
Λίλυ, πού πήγες
Λίλυ, οι καταραμένοι ποιητές σου
Λίλυ, τα στολίδια σου
Λίλυ, έπρεπε να τους συλλάβουν
Λίλυ, έπρεπε να σε γιατρέψουν
Λίλυ, τέσσερα πορτοκάλια το πρωί της Κυριακής
Λίλυ, μετά από δυο χρόνια
Λίλυ, δεν με αναγνώριζες
Λίλυ, ήμασταν δυο μωρά
Λίλυ, εγώ ήμουν ο γιατρός σου
Λίλυ, δεν μπορούσες να κάνεις έρωτα
Λίλυ, η σύριγγα – αστυνομία
ποιο τρένο τώρα, ποιο βιβλίο, ποιος έρωτας θα μπορέσει να μου τα ξαναδώσει
Λίλυ, αγάπη
Λίλυ, αγάπη μου
Λίλυ

Wednesday, February 07, 2007

Notti italiane I Νύχτα που δε θα ξανάρθει ούτε μ’ όλα τα λεφτά του κόσμου




















Πού να ήταν εκείνο το κλαμπ;
Εντάξει, χαμένο στην παλιά πόλη, αλλά σε μια μεριά απ’ όπου δεν πέρναγες συχνά.
Δεν έχει σημασία άλλωστε έκλεισε σχεδόν αμέσως.
Θυμάμαι όμως τη μοναδική φορά που πήγαμε
Ήταν μια καθημερινή, μπορεί και Παρασκευή, βράδυ
Χειμώνας κανονικός.
Ωραίο μπαρ, κάτι διαφορετικό για την πόλη τότε
Με πατάρι
Κι εκείνη η τζαζ απίστευτη
Ζωντανήμουσική αν θυμάσαι
Θυμάμαι μόνο πόσο ωραία ήταν
Να ’παιξαν Κόντε;
Σίγουρα μόνο που τότε δεν τον άκουγες τόσο πολύ και δεν το θυμάσαι
Δεν είχε πολύ κόσμο, όλοι μας κοίταζαν
Καθίσαμε στο καλύτερο τραπέζι
Για κάποιον λόγο μας πέρασαν για λεφτάδες
Χα χα
Κι εσύ, ο μόνος που το διέκρινες ή το υποψιάστηκες, θέλησες να το προχωρήσεις
Χαχα
Μετά τα ποτά μας, παρήγγειλες σαμπάνια
Υπήρχε στον κατάλογο
Moet ήταν;
Νομίζω
Σκοτωθήκανε να τη φέρουν κι είχαν το ύφος ότι καλά το είχαν καταλάβει ότι ήμασταν λεφτάδες
Αν μας κοιτούσαν μία πριν μετά τη σαμπάνια κανείς δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω μας
Θυμάμαι τα γέλια που ’χαμε κάνει
Πολλά γέλια, ανέμελα…
Φύγαμε αργά, απ’ τους τελευταίους, υπέροχα μεθυσμένοι
Μ’ αυτό το ανάλαφρο ζάλισμα που μόνο η σαμπάνια φτιάχνει
Κι όταν φτάσαμε στη Λάντσια και μπήκαμε μέσα είδες ότι μας είχαν βουτήξει τον έναν καθαριστήρα
Βρίζαμε και γελούσαμε ταυτόχρονα
Κι έπειτα ήρεμα, με είκοσι χιλιόμετρα, προς το σπίτι
Περνώντας μπροστά απ’ την Ασφάλεια
Κι όλη η πόλη να κοιμάται
Στην άδεια λεωφόρο

Στην ομίχλη που αργόπεφτε
Κι έπειτα γλυκό κρεβάτι
Καμία έννοια, τίποτα
Ωραία χρόνια γαμώτη μου
χαχα
(Πρέπει να 'μασταν μερικοί, τότε, εγώ όμως μόνο εσένα θυμάμαι. Να 'ναι τυχαίο;)

Labels:

Friday, February 02, 2007

Μια ψυχή που πέταξε μακριά...

Θεωρώ πως αν δεν έχεις μεγαλώσει παιδία (κι όχι απλώς να έχεις) δεν δύνασαι να μιλάς σαν ειδικός για ανατροφή παιδιών. (δε πα να ’χεις εκατό πτυχία).

Αναλόγως πιστεύω, δεν μπορείς να μιλήσεις ή να κρίνεις γονείς παιδιού με μαθησιακές ή κινητικές δυσκολίες.

Όμως αυτό που γράφει σήμερα η Ελευθεροτυπία με συντάραξε βαθιά.

Αντιγράφω τα βασικότερα της είδησης κι ελπίζω να πρόκειται για λάθος ή για παρεξήγηση.

Τίτλος: Ούτε πεθαμένη δεν την ήθελε η οικογένεια

Πριν από 8 χρόνια πέρασε το κατώφλι του Ιδρύματος Χρόνιων Παθήσεων της Κομοτηνής. Οι γονείς της την είχαν αφήσει εκεί γιατί έπασχε από σύνδρομο Down. Προχθές η ζωή της σβήστηκε από ένα κομματάκι χαρτομάντιλου…
Η μικρούλα, 11 χρόνων πια, που συνήθιζε να περνά τις ώρες της απομονωμένη από τα άλλα παιδάκια, προσπάθησε προχθές να καταπιεί ένα κομμάτι χαρτομάντιλου ή χαρτοβάμβακα. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στο παρελθόν σύμφωνα με τη διευθύντρια τους ιδρύματος, όμως προχθές στάθηκε μοιραίο. Ο θάνατος της, συνέπεια πνιγμού από ξένο σώμα, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή επήλθε γρήγορα χωρίς να είναι ακαριαίος όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Αμέσως ειδοποιήθηκε η μητέρα της η οποία διαμένει σε άλλη πόλη της χώρας για την παραλαβή της σωρού, όμως εκείνη γνωστοποίησε με φαξ πως δεν επιθυμεί να την πάρει κι έτσι η ταφή του παιδιού έγινε με μέριμνα των εκπροσώπων του ιδρύματος.



Πιστεύω πως οποιοδήποτε σχόλιο δε θα προσφέρει τίποτα.

Labels: