Sunday, January 06, 2008

Notti italiane V - La nebbia


Ήμασταν ολομόναχοι στην μεγάλη πλατεία
λίγο πριν το ξημέρωμα
Με ρώτησες αν ξαναγίνονται τα όνειρα, τα νιάτα
αν είχα το κουράγιο, όχι να ζήσω το παρελθόν, αλλά απλώς να το διηγηθώ, να το ξαναθυμηθώ με όλες του τις λεπτομέρειες.
Πρόσεξε, μου είπες
Τα πάντα, ακόμα και τα πιο δύσκολα, εκείνα που σ’ έκαναν να κλάψεις, να φωνάξεις, να ορκιστείς εκδίκηση ή οπισθοχώρηση ή δεν ξέρω γω τι.
Κι εκεί κούνησες το κεφάλι, μπορεί και να χαμογέλασες, δεν ξέρω, δε σε κοίταγα.
Θα ήθελες άλλη μια ζωή, άλλο ένα σώμα, μια καρδιά, μια ψυχή… συμπλήρωσες κι άφησες το μπράτσο μου.
Πάμε να φύγουμε, σου είπα
Πριν μας κυκλώσει ολοκληρωτικά η ομίχλη και χαθούμε για πάντα
Πάμε όσο είναι καιρός
Και καθώς επιστρέφαμε ευχόμουν να είχα πιει πολύ περισσότερο εκείνο το βράδυ.

Labels: ,

Friday, November 23, 2007

Notti italiane IV - Napoli


Για να πάω να δώσω μάθημα έπρεπε ν’ αλλάξω δυο λεωφορεία.
Μου λέγανε ότι η ζώνη όπου μέναμε δεν ήταν και τόσο άσχημη.
Εκείνο το πρωινό είχα βάλει το ξυπνητήρι στις 05:40.
Ξύπνησα και μόλις σηκώθηκα κι έβγαλα από πάνω μου το πάπλωμα, άρχισα να τρέμω.
Έκανα καφέ τουρτουρίζοντας. Όλοι κοιμούνταν. Θα ξύπναγαν μετά από έξι ώρες τουλάχιστον. Ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο από κάτω. Βγήκα στο μπαλκόνι και νόμισα ότι θα λιποθυμούσα απ’ το κρύο καθώς με τύλιξε ο παγωμένος αέρας.
Κοίταξα κάτω. Τρεις τύποι με κουκούλες είχαν πυροβολήσει το χοντρό που έμενε στον πρώτο όροφο. Πρέπει να δούλευε κάπου σαν φύλακας. Τον είχα δει μια φορά με στολή.
Ήταν κάτω κι οι τύποι του είχαν αρπάξει μια τσάντα κι είχαν γίνει καπνός. Ο χοντρός έμεινε ακίνητος στο βρόμικο πεζοδρόμιο. Ήταν σκοτάδι αλλά νομίζω ότι έβλεπα καθαρά τα μάτια του. Κάρφωναν τα δικά μου, τρεις ορόφους πιο πάνω.
Όταν ήρθαν οι μπάτσοι είχε πεθάνει. Δεν πήγα να δώσω το μάθημα. Σ’ ένα μήνα έφυγα για πάντα απ’ την Ιταλία.
Ζητώ συγνώμη, αναγκάστηκα να κλείσω τα σχόλια.

Labels: ,

Thursday, September 27, 2007

Notti italiane III - Bar Corto Maltese


Κάτω, κοντά στη Ματσίνι, δίπλα στην οδό Αυτοκράτορα Αδριανού υπήρχε το Κόρτο Μαλτέζε.
Μπαρ νυχτερινό γεμάτο ζωή, κλαμπ όπως το έλεγαν οι ιταλοί.
Μας άρεσε πάντα, είχε μια ατμόσφαιρα που κατάφερνε να σε ταξιδέψει.
Έμπαινες στους φωτεινούς τοίχους και άφηνες πίσω σου το γκρίζο ιταλικό νότο.
Στη μέση του χώρου υπήρχε το μπαρ. Καλοφτιαγμένο, από ακριβό ξύλο, έμοιαζε σαν μπρίκι που αρμενίζει στις νότιες θάλασσες μαζί με τον ήρωα του Ούγκο Πρατ.
Στ’ αριστερά, -θυμάσαι;- είχε σκαλοπάτια, σαν μικρή κερκίδα, και πίσω απομονωμένες γωνιές.
Γεμάτο σχεδόν πάντα με τις πιο αταίριαστες παρέες… από τζάνκι που βούταγαν κασετόφωνα μέχρι εικοσάχρονα πλουσιόπαιδα με δικές τους Μερσέντες-ντίζελ πάντα-. Πώς συνυπήρχαν αυτοί οι δύο κόσμοι δίπλα δίπλα χωρίς ποτέ να δούμε ούτε μια παρεξήγηση; Μας φαινόταν παράξενο.
Πόσες φορές λες να χαμε πάει;
Σίγουρα πάνω από 100…
Θυμάμαι το πανίνο που μου άρεσε και ποτέ δεν κατάφερνα να θυμηθώ πώς λέγεται. Ήσουν πάντα εκεί να μου το θυμίζεις: Τράπερ.
Κι από μπίρες;
Αρκεί να σου πω ότι εκεί πρωτοδοκίμασα την μπίρα του δαίμονα.
Πολλές ετικέτες, birra doppio malto διαβάζαμε ελαφρά ζαλισμένοι. Κι ένα βράδυ καθισμένοι σ’ ένα από τα τραπεζάκια θυμάμαι το Σάκη να χύνει κάτω μια μισόλιτρη μπύρα ποτήρι μόλις του την ακούμπησαν μπροστά του… Χωρίς να ’χει προλάβει να πιει ούτε γουλιά…
Κάπως έτσι τέλειωνε η βραδιά. Θυμάμαι όμως ότι μόλις βγαίναμε –κι είχαμε να κάνουμε το μισάωρο περπάτημα μέχρι το σπίτι- το γκρίζο, το μονότονο και μελαγχολικό γκρίζο ήταν εκεί.
Και μας κατάπινε.
Σαν σκοτάδι που έπεσε ξαφνικά πνίγοντας τη μέρα.

Labels:

Friday, September 07, 2007

Notti italiane II - Fugga verso Pescara

Φύγαμε νύχτα
εσύ κι εγώ και το γέρικο Lancia.
Προορισμός Πεσκάρα
Πόσο μακριά; με ρώτησες.
Μα… ξέρω γω; Προς τα πάνω!
Νύχτα βαθιά, νύχτα πηχτή κι όμως τόσο φωτεινή
λογικό
αφού χαμογελούσες.
Διασχίζαμε τον ιταλικό νότο
γλιστρώντας δίπλα στα εκτυφλωτικά σινιάλα γρήγορων οδηγών
και τα βαριεστημένα κόκκινα φώτα των φορτηγών.






Κάπου στη Μονόπολι –ω τι όνομα πόλης κι αυτό!- μας πλεύρισαν οι καραμπινιέροι.
Ψύχραιμος εγώ,
όλα στη ρέγκολα
και με 100 την ώρα
μ’ έλουσε με τον προβολέα από δίπλα.
Ό,τι πρέπει να χάσεις την ψυχραιμία σου και φύγεις για το τίποτα…
Χαμογέλασες πάλι κι όλα ησύχασαν
Και σ’ αυτούς
Και σε μένα.

Λίγο παρακάτω είπα: κουράστηκα, δε γυρίζουμε;
μακριά βλέπεις η Πεσκάρα
Ωραία η βόλτα μέχρι εδώ
Άλλωστε γιατί να βιαστούμε;
Ξέραμε ότι θα ’μαστε μια ζωή μαζί…

Labels:

Thursday, March 22, 2007

Αργά, πολύ αργά, ένα βράδυ


Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που έφυγες από το σπίτι τους;
Είχες πιει. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία.
Πήρες το δρόμο για το σπίτι σου.
Περπατώντας στην, απέραντη όπως έμοιαζε εκείνο το βράδυ, Viale Gallipoli, είδες ότι δεν περνούσε αυτοκίνητο, ούτε φαινόταν κανένα από μακριά.
Είπες να περπατήσεις στη μέση του δρόμου, πάνω στις άσπρες γραμμές, ίσως για να καταλάβεις καλύτερα την estetica, το paesaggio ειδικότερα, που μελετούσες τότε.
Δεύτερη ματιά. Ψυχή στα πεζοδρόμια, αυτοκίνητο ούτε για δείγμα. Το ’κανες.
Άρχισες να περπατάς κοιτώντας κάθε τόσο πίσω σου.
Τίποτα, κανένα φως.
Ούτε μπροστά.
Άφησες την ομίχλη να σε κυκλώσει, πήρες μια βαθιά αναπνοή και γεύτηκες την ιδιαίτερη μυρωδιά της, αυτή που σου θύμιζε λιτρουβιό στη Λευκάδα.
Συνέχισες να περπατάς…
και ξαφνικά
άνοιξες τα μάτια τρομαγμένος.
Μην ξέροντας πόσα δευτερόλεπτα –ακόμα και σήμερα δε θέλεις να πιστέψεις ότι μπορεί να είχε συμπληρωθεί ένα ολόκληρο λεπτό- είχαν περάσει.
Είχες αποκοιμηθεί, διάολε…
Κοιμόσουν κανονικά…
Και βρέθηκες να περπατάς στη μέση του δρόμου…
Απορροφημένος ολοκληρωτικά από το τοπίο, από την αισθητική του τοπίου…
Κυκλωμένος από την ομίχλη και τη μοναξιά…

Labels:

Wednesday, February 07, 2007

Notti italiane I Νύχτα που δε θα ξανάρθει ούτε μ’ όλα τα λεφτά του κόσμου




















Πού να ήταν εκείνο το κλαμπ;
Εντάξει, χαμένο στην παλιά πόλη, αλλά σε μια μεριά απ’ όπου δεν πέρναγες συχνά.
Δεν έχει σημασία άλλωστε έκλεισε σχεδόν αμέσως.
Θυμάμαι όμως τη μοναδική φορά που πήγαμε
Ήταν μια καθημερινή, μπορεί και Παρασκευή, βράδυ
Χειμώνας κανονικός.
Ωραίο μπαρ, κάτι διαφορετικό για την πόλη τότε
Με πατάρι
Κι εκείνη η τζαζ απίστευτη
Ζωντανήμουσική αν θυμάσαι
Θυμάμαι μόνο πόσο ωραία ήταν
Να ’παιξαν Κόντε;
Σίγουρα μόνο που τότε δεν τον άκουγες τόσο πολύ και δεν το θυμάσαι
Δεν είχε πολύ κόσμο, όλοι μας κοίταζαν
Καθίσαμε στο καλύτερο τραπέζι
Για κάποιον λόγο μας πέρασαν για λεφτάδες
Χα χα
Κι εσύ, ο μόνος που το διέκρινες ή το υποψιάστηκες, θέλησες να το προχωρήσεις
Χαχα
Μετά τα ποτά μας, παρήγγειλες σαμπάνια
Υπήρχε στον κατάλογο
Moet ήταν;
Νομίζω
Σκοτωθήκανε να τη φέρουν κι είχαν το ύφος ότι καλά το είχαν καταλάβει ότι ήμασταν λεφτάδες
Αν μας κοιτούσαν μία πριν μετά τη σαμπάνια κανείς δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω μας
Θυμάμαι τα γέλια που ’χαμε κάνει
Πολλά γέλια, ανέμελα…
Φύγαμε αργά, απ’ τους τελευταίους, υπέροχα μεθυσμένοι
Μ’ αυτό το ανάλαφρο ζάλισμα που μόνο η σαμπάνια φτιάχνει
Κι όταν φτάσαμε στη Λάντσια και μπήκαμε μέσα είδες ότι μας είχαν βουτήξει τον έναν καθαριστήρα
Βρίζαμε και γελούσαμε ταυτόχρονα
Κι έπειτα ήρεμα, με είκοσι χιλιόμετρα, προς το σπίτι
Περνώντας μπροστά απ’ την Ασφάλεια
Κι όλη η πόλη να κοιμάται
Στην άδεια λεωφόρο

Στην ομίχλη που αργόπεφτε
Κι έπειτα γλυκό κρεβάτι
Καμία έννοια, τίποτα
Ωραία χρόνια γαμώτη μου
χαχα
(Πρέπει να 'μασταν μερικοί, τότε, εγώ όμως μόνο εσένα θυμάμαι. Να 'ναι τυχαίο;)

Labels: