Ένα δακρύβρεχτο δράμα που θα συγκινήσει!Στο φίλο μου ΝουβάνταΕίναι καιρός να πω την αλήθεια όσο κι αν πληγωθούν κάποιοι…
Οι ρόδες του ιδιωτικού του τζέτ ακούμπησαν την υγρή άσφαλτο του αεροδιαδρόμου αφήνοντας ένα κοφτό θόρυβο που έφτασε αποδυναμωμένος στ’ αυτιά του. Σφίχτηκε πάνω στο πανάκριβο δέρμα της ανατομικής πολυθρόνας και μετά από λίγο έλυσε τη ζώνη του.
Όταν το λευκό αεροσκάφος με την επιγραφή Demetrio lucas company co στο πλάι ακινητοποιήθηκε, η Κρίστι, η Σουηδέζα αεροσυνοδός, πάτησε το κουμπί για να κατέβει η σκάλα χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο και χαιρετώντας τον.
Εκείνος δε μίλησε, απλώς της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Κάτω, τον περίμενε ο Πιερ δίπλα στο αγαπημένο του αυτοκίνητο, μια Bugatti Veyron.
Μεσιέ Λούκας, καλώς ήρθατε είπε ο Πιέρ. Ούτε σ’ αυτόν απάντησε. Μπήκε μέσα έκλεισε την πόρτα και πάτησε το γκάζι. Το ειδικό όργανο που μετρούσε πόσους ίππους χρησιμοποιούσε ο κινητήρας πετάχτηκε ζωηρά προς τα πάνω κι έφτασε σχεδόν στο εκατόν πενήντα. Μέχρι την τελευταία ένδειξή του, το 1001, είχε ακόμα δρόμο. Ταυτόχρονα πάτησε το κουμπί του σιντι Alpine. Από τα δώδεκα ηχεία ακούστηκε η φωνή του Μπιθικότση στο «Το χρήμα δεν το λογαριάζω».
Οδήγησε σ’ ένα βροχερό πριγκιπάτο προσπερνώντας κάθε τόσο διάφορες Φεράρι Λαμποργκίνι και Τζάγκουαρ που κινούνταν νευρικά από εργαζόμενους που επέστρεφαν στις δουλειές τους.
Έφτασε στο hotel de Paris λίγο μετά τις εννιά.
Τον κούραζαν οι υποκλίσεις του προσωπικού, οι ίδιες και ίδιες φάτσες που έβλεπε κάθε δεκαπέντε μέρες. Προχώρησε στο ασανσέρ, νέες χαιρετούρες νέες υποκλίσεις. Έστρεψε το βλέμμα του στα πόδια του. Τα σπορτέξ του αγορασμένα από την οδό Ευριπίδου είχαν μείνει καθαρά. Χαμογέλασε.
Πάνω, τον οδήγησαν σ’ εκείνη. Ήταν μισοξαπλωμένη σ’ ένα ανάκλιντρο. Φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα
που σταματούσε πάνω από τα στήθη της. Στο πλάι ένα σκίσιμο έφτανε πάνω απ’ το μηρό της. Διακρινόταν το μαύρο κορδόνι του εσώρουχου, στολισμένο μ’ ένα διαμάντι. Τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν ακανόνιστα στους ώμους της. Μόλις τον είδε του χαμογέλασε φανερώνοντας το χαμόγελο για το οποίο έλειωναν χιλιάδες καρδιές σε ολόκληρο τον κόσμο. Σηκώθηκε για να τον φιλήσει αλλά εκείνος την πρόλαβε. Έβαλε το χέρι του στο γυμνό της ώμο κι αμέσως χιλιάδες ακτίνες ερωτισμού τη γέμισαν απ’ τη κορυφή ως τα νύχια. Έσκυψε και τη φίλησε. Τα χείλη τους ακούμπησαν στις άκρη. Και για τους δύο όμως αυτό ήταν ένα χορταστικό φιλί.
«Ντεμέτριο» είπε κι φωνή της έκανε το Λούλο, το γκαρσόνι από την Αφρική να ριγήσει παρόλο που προτιμούσε τα αγόρια για το κρεβάτι του.
«Μόνικα» είπε εκείνος κι έβγαλε το σπολβερίνο του φανερώνοντας τη λευκή του μπλούζα με τη στάμπα του Κογιότ στο στήθος.
«Επιτέλους ήρθες» συμπλήρωσε εκείνη στρίβοντας το κορμί της και κατεβάζοντας τα πόδια της κάτω.
«Ξέρεις πως δεν ήταν εύκολο» απάντησε εκείνος χτενίζοντας με το χέρι του τα μαλλιά του που πέταγαν γι’ άλλη μια φορά.
«Ω, Ντεμέτριο» είπε εκείνη και το χέρι της αιχμαλώτισε το δικό του ανάμεσα στα δικά της. «Αχ, Ντεμέτριο, Ντεμέτριο πόσο μου έλειψες, δεν μπορείς να φανταστείς» είπε κι έκλεισε τα μάτια. Το βλέμμα εκείνου όμως έπεσε στο τραπεζάκι ανάμεσά τους. Ένα άδειο ποτήρι ήταν ακουμπισμένο δίπλα της.
«Τι πίνεις;» τη ρώτησε.
«Μοχίτο, αγάπη μου».
Εκείνος στράφηκε στο Λούλο. Μόλις εκείνος είδε ότι τον κοίταζαν γούρλωσε τα μεγάλα του μάτια.
«Πώς σε λένε;» είπε εκείνος.
«Λούλο, κύριε».
«Λούλο;»
«Μάλιστα κύριε».
«Κι από πού είσαι ρε Λούλο;»
«Από τη Μαυριτανία κύριε».
«Ωραία. Λοιπόν Λούλο φέρε μου μια γκαζόζα σε παρακαλώ».
Ο Λούλο απομακρύνθηκε με ταχύ βήμα σαν να είχε ξεχάσει το φαγητό στη φωτιά.
Εκείνος γύρισε προς το μέρος της, δεν πρόλαβε όμως γιατί εκείνη είχε πέσει στην αγκαλιά του γκρεμίζοντας τα ποτήρια. Άρχισε να κλαίει.
«Αχ Ντεμέτριο, Ντεμέτριο, δεν αντέχω άλλο, δεν αντέχω άλλο!».
Εκείνος την έσπρωξε απαλά κι απ’ τη κωλότσεπη του τζιν του έβγαλε ένα Άσσο Παπαστράτο και το άναψε με τον αναπτήρα που του είχαν χαρίσει την προηγούμενη κι έγραφε στο πλάι Φρένα ο Τάκης, Σπύρου Πάτση, 19, Βοτανικός.
«Συγκρατήσου» της είπε τραβώντας μια γερή ρουφηξιά. Εκείνη βύθισε το πρόσωπό της στο λαιμό του και τα δάκρυά της μούσκεψαν το δέρμα του.
«Σ’ αγαπώ» ψιθύρισε εκείνη. «Σ’ αγαπώ, δεν το καταλαβαίνεις;»
Εκείνος μπορούσε να την πληγώσει με μια μόνο κουβέντα, αλλά δεν το έκανε. Είχε περάσει εκείνος ο καιρός που πλήγωνε τόσο εύκολα τους άλλους. Αντί γι’ αυτό τη φίλησε πίσω απ’ το αυτί κάνοντάς την ν’ ανατριχιάσει. Πάνω στην ώρα επέστρεψε ο Λούλο κι άρχισε να συμμαζεύει τα σπασμένα. Αφού τα τακτοποίησε άφησε μπροστά του μια γκαζόζα Έψα.
Το ρολόι του Ντεμέτριο, ένα κουρδιστό Τάιμεξ του 1973 που φόραγε στο δημοτικό έλεγε δέκα. Στράφηκε προς το μέρος της.
«Εκείνος;» της είπε. Εκείνη ξέσπασε.
«Δεν τον αντέχω άλλο! Δεν μπορείς να φανταστείς τι μου έκανε τα Χριστούγεννα!»
Εκείνος ρούφηξε πάλι το τσιγάρο του.
«Επέμενε να περάσουμε τα Χριστούγεννα στο Λος Άντζελες! Χριστέ μου, τι βαρεμάρα! Ευτυχώς βρήκα τον Τραβόλτα που ερχόταν εδώ και μ’ έφερε με το δικό του…»
Εκείνος σηκώθηκε και πήγε προς το μπαλκόνι. Από κάτω υπήρχαν τα χιλιάδες φώτα του κόλπου. Την ένιωσε σχεδόν να τρέχει από πίσω του και να τον αγκαλιάζει.
«Μόνο εσύ είσαι τόσο γλυκός, τόσο ευγενικός» του είπε φιλώντας τον κάτω απ’ το αυτί.
«Ας το σκεφτόσουν νωρίτερα» της είπε κι όλα περί φιλοσοφίας να μην πληγώνει τους άλλους με μια ατάκα πήγαν στο διάολο.
Άκουσε τη φωνή της ίσα να βγαίνει.
«Μη, Ντεμέτριο, μη με πληγώνεις πάλι» ψιθύρισε. «Ήταν λάθος μου, πόσες φορές θα πρέπει να το πληρώσω;»
«Πολλές» απάντησε δίχως να πιστεύει στ’ αυτιά του πόσο σκληρός μπορούσε να γίνει.
«Όσες νύχτες ξενύχτησα για σένα» συμπλήρωσε και του φάνηκε πως κι ο Λούλο κατάλαβε τι έλεγαν κι ας στεκόταν μακρύτερα.
«Μα, η ζωή είναι δικιά μας» είπε εκείνη «γιατί να μην… γιατί να μην προσπαθήσουμε;»
«Γιατί τώρα είμαι παντρεμένος, Μόνικα. Κι έχω δυο παιδιά».
Από μακριά του φάνηκε πως βαρούσαν κανόνια ή καμπάνες.
Εκείνη έμεινε αμίλητη κλείνοντας τα μάτια. Ένιωθε τα δάκρυα της να είναι έτοιμα να ξεχυθούν.
«Κι ο Βιτσέντζος είναι φίλος μου. Με ρώτησε πριν προχωρήσει να σ’τη πέσει. Ήξερε ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου. Μου φέρθηκε σαν άντρας. Άσε που μου χει υποσχεθεί να κάνει το Βοτανικό ταινία».
«Το ξέρω, θα κάνω τη Νιόβη».
Γύρισε αιφνιδιασμένος προς το μέρος της.
«Εσύ;»
«Ναι, γιατί;»
«Γιατί η Νιόβη είναι είκοσι έξι χρ…»
Κατάλαβε το λάθος του. Εκείνη δεν το άφησε ανεκμετάλλευτο.
«Κι εγώ είμαι γριά τώρα, ε;» είπε με παγερή φωνή.
«Δεν είσαι, απλώς…»
«Άσ’ το Ντεμέτριο… ίσως είναι λάθος που συναντιόμαστε ακόμα…»
Εκείνος ακουμπά στο μπαλκόνι και αδειάζοντάς την Έψα του αρχίζει να μονολογεί.
«Τόσος φορές σε περίμενα, τόσα τηλέφωνα, τόσες νύχτες… Θυμάσαι στο Κάπρι;»
«Μπορώ να το ξεχάσω; Που έβαλες τον Ιάπωνα σεφ να σου φτιάξει χωριάτικη στις τρεις το πρωί;»
Γέλασαν κι οι δύο. Εκείνη τον πλησίασε και του ξανάπιασε το χέρι.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε. «Θα φύγεις αμέσως;»
Εκείνος έκλεισε τα μάτια παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή κι έπειτα τα άνοιξε κοιτώντας το φωτισμένο Πριγκιπάτο. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε στ’ αυτί.
«Πρέπει. Πρέπει να φύγω, Μόνικα».
Σηκώνει το σπολβερίνο του και προχωράει προς το ασανσέρ κοιτώντας το ρολόι του. Μονολογεί.
«Πρέπει να κλείσω και τη ταβέρνα, γαμώτο»
Εκείνη ξαπλώνει πάλι στο ανάκλιντρο και φέρνει τα χέρια της στα μάτια της. Τα δάκρυα κυλούν τώρα ανεμπόδιστα. Πιο μακριά ο Λούλο κλαίει κι εκείνος…
Τέλος
Ένα σύντομο διήγημα βγαλμένο απ’ τη ζωή για τη ζωή.
Μια παραγωγή της Ντεμέτριο Λούκας Συγγραφικές Επιχειρήσεις. Α.Ε.
Χορηγοί: Έψα Α.Ε
Παπαστράτος. Α.Ε.
Ευχαριστούμε τη Λύρα για το δανεισμό των τραγουδιών του Μπιθικότση.