Λευκάδα (athens voice)
Tο κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο φετινό καλοκαιρινό οδηγό της athens voice. Δυστυχώς δεν έχω σκαναρισμένη τη φωτογραφία που το συνόδευε.
Το ποστ αφιερωνέται στη φίλη μου Σταυρούλα Σκαλίδη.
Δημήτρης Μαμαλούκας
Του μαΐστρου παιχνίδι
Λένε πως κάποιες μνήμες χαράζονται μέσα σου τόσο βαθιά που δε φεύγουν ποτέ. Όχι κατ’ ανάγκην δυσάρεστες ή εφιαλτικές. Μπορούν να είναι ένα καταστάλαγμα νιότης, ανεμελιάς, μια κρυφή μυρωδιά ελευθερίας, συνειδητοποίησης της ζωής που κυλάει δίπλα σου, γύρω σου.
Η Λευκάδα ήταν κάποτε μια βραδινή ψύχρα, ένα παιχνίδισμα του μαΐστρου που έκανε απαραίτητη τη ζακέτα στο θερινό σινεμά κι ένα άγχος, αν δίπλα στις έγχρωμες φωτογραφίες θα έβλεπες την ταμπέλα Κ 13, ή, την πιο μισητή, την Α.
Λένε πως κάποιες μνήμες χαράζονται μέσα σου τόσο βαθιά που δε φεύγουν ποτέ. Όχι κατ’ ανάγκην δυσάρεστες ή εφιαλτικές. Μπορούν να είναι ένα καταστάλαγμα νιότης, ανεμελιάς, μια κρυφή μυρωδιά ελευθερίας, συνειδητοποίησης της ζωής που κυλάει δίπλα σου, γύρω σου.
Η Λευκάδα ήταν κάποτε μια βραδινή ψύχρα, ένα παιχνίδισμα του μαΐστρου που έκανε απαραίτητη τη ζακέτα στο θερινό σινεμά κι ένα άγχος, αν δίπλα στις έγχρωμες φωτογραφίες θα έβλεπες την ταμπέλα Κ 13, ή, την πιο μισητή, την Α.
Η Πόλη ήταν κάποτε οι αλυκές και τα ποδήλατα, δυο ξύλα μπηγμένα στη λάσπη σαν πρόχειρα δοκάρια, κι η μπάλα που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις φωνές και τις πρώτες βρισιές… Αντράκια βλέπεις…Τώρα εκεί, στα ίδια μέρη, κάτω από το πεθαμένο αλάτι ξεκινάει η ήρεμη βόλτα της Μαρίνας, εκεί όπου αναπνέει η ήσυχη ξεκούραση των ιστιοφόρων, οι κοιμισμένες μηχανές των γιότ, κάποια χρυσά ρολόγια πλούσιων εφοπλιστών κι ένα σωρό Άγγλοι, κόκκινοι σαν αστακοί, που αντικρίζουν τον ήλιο σαν θησαυρό που κάποιος τους στερούσε έναν ολόκληρο χειμώνα.
Η Πόλη τη νύχτα πάσχει τώρα από ένα συνεχή βόμβο χαμηλών συχνοτήτων, από πολύχρωμα ποτά, από χιλιάδες καρέκλες ακουμπισμένες νομίζεις πάνω από τα σκοτεινά νερά του καναλιού. Κι όμως, παλιά, τα βράδια όταν σκεπαζόσουνα κι έκλεινες τα μάτια ξεχώριζαν οι καντάδες και τα τραγούδια, οι παρέες που ζαλισμένες από το κρασί άφηναν τις ψάθινες καρέκλες των ταβερνείων κι έφευγαν αγκαλιασμένες. Κι αν τύχαινε να σε ξυπνήσουν καμιά φορά δεν κάκιωνες, παρά ένιωθες πως η Πόλη είναι ζωντανή.
Η Λευκάδα ήταν κάποτε ένας χωματόδρομος μέχρι το Κάθισμα κι έπειτα λίγες κουκίδες, γυμνόστηθες, χαμένες στο ατέλειωτο μεθυστικό χρυσαφί της άμμου. Ήταν ένας Άγιος Νικήτας γεμάτος ψαρόβαρκες στερεωμένες στους τάκους έτοιμες για το νυχτερινό μπουρίνι, τα νάζια του πελάγους, κι όταν εκείνο ξεσπούσε, όλοι μαζί οι λιγοστοί κάτοικοι τις τραβούσαν ψηλά, στα σίγουρα. Όχι μακριά από κει υπήρχε η παραλία του Μύλου, ο Μύλος όπως τον λέγαμε. Απροσπέλαστος, παρθένος, πανέρημος, νόμιζες θλιμμένος από την απίστευτη ομορφιά του που πήγαινε χαμένη αφού λίγοι, ελάχιστοι, τον τιμούσαν για λίγες, ελάχιστες, μέρες το χρόνο.
Η Λευκάδα ήταν κάποτε ένας χωματόδρομος μέχρι το Κάθισμα κι έπειτα λίγες κουκίδες, γυμνόστηθες, χαμένες στο ατέλειωτο μεθυστικό χρυσαφί της άμμου. Ήταν ένας Άγιος Νικήτας γεμάτος ψαρόβαρκες στερεωμένες στους τάκους έτοιμες για το νυχτερινό μπουρίνι, τα νάζια του πελάγους, κι όταν εκείνο ξεσπούσε, όλοι μαζί οι λιγοστοί κάτοικοι τις τραβούσαν ψηλά, στα σίγουρα. Όχι μακριά από κει υπήρχε η παραλία του Μύλου, ο Μύλος όπως τον λέγαμε. Απροσπέλαστος, παρθένος, πανέρημος, νόμιζες θλιμμένος από την απίστευτη ομορφιά του που πήγαινε χαμένη αφού λίγοι, ελάχιστοι, τον τιμούσαν για λίγες, ελάχιστες, μέρες το χρόνο.
Κι όσο τράβαγες πιο νότια έβρισκες μόνο Εγκρεμνούς κι άκουγες θρύλους για ένα καΐκι που κουβαλούσε κατσίκια και ναυάγησε. Κι όταν τα έρημα τα ζωντανά κολύμπησαν και βγήκαν στην ακτή ανακάλυψαν τον παράδεισο, μια Εδέμ όμως χωρίς περιθώρια διαφυγής που τα φυλάκισε για πάντα, μέχρι που μια μέρα απέμειναν μόνο τα κόκαλά τους.
Κάποτε έφτανες στο τέλος του νησιού και σ’ αποζημίωνε το ακρωτήρι, ο φάρος. Η άκρη του κόσμου όλου, η άκρη του έρωτα, η απογοήτευση του μη ανταποκρινόμενου έρωτα, αυτή που νόμιζαν ότι θα γιατρευτεί με την ελεύθερη πτώση. Ο Λευκάτας μάγευε τις καρδιές από τον καιρό του Ομήρου και του Στράβωνα, ακόμα και σήμερα όμως παραμένει ένας μυστικιστικός τόπος φύλαξης των συναισθημάτων της ανθρώπινης έλξης.
Η Λευκάδα από ψηλά μοιάζει μ’ ένα γιγαντιαίο κάστρο, πράσινο βαθύ, σαν του κυπαρισσιού, και λένε ότι παντρεύτηκε ένα τόσο οξύ γαλάζιο που σου σκίζει το μάτι με τη λάμψη του. Κι είναι κι εκείνα τα βουνά, πληγωμένα θαρρείς ακόμα από τους Γερμανούς και τον εμφύλιο που τα τριγύρισε βέβηλα. Στέκονται περήφανα, ψηλά, σαν πολυταξιδεμένοι γέροι που διάλεξαν τη σιωπή. Είναι γεμάτα εικόνες του παρελθόντος: η εκκλησία τη Βαυκερής, η βρύση που μάζευε τις κοπέλες, τα παιδιά με τα ανοιγμένα κεφάλια από τον πετροπόλεμο, οι νέοι που ανεβοκατέβαιναν τις αμέτρητες λιθιές για τη δουλειά.
Όσο για τα γύρω νησάκια εκείνα αναδύονται από τη ανατολική πλευρά, την ήρεμη, σαν μοναχικά σύννεφα στο μπλε του ουρανού και μαγνητίζουν κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους, έναν ποιητή κι έναν μεγιστάνα. Να μπορούσες να κάνεις τη βόλτα τους μ’ ένα πανί, όπως παλιά…
Όμως μη γυρεύεις άλλο, ζήσε, κλείσε τα μάτια και ζήσε, ακόμα φυσάει μαΐστρος στη Λευκάδα.
Labels: συγγραφή
6 Comments:
Άμα φύσαγε μαϊστρος δεν θα σκάγαμε από τη ζέστη σήμερα που κατεβήκαμε για ψώνια. Τέλος πάντων. Μεταξύ αυτών (των ωνίων)και κάμποσα βιβλία και μεταξύ αυτών και 2 μαμαλούκεια. Για το Σεπτέμβρη.
Έγραψα και για τα 'εγκλήματα'. Μπες να το δεις αν δεν βαριέσαι.
το διάβασα, προτιμώ να μη σχολιάσω. καλημέρα.
Τι να πω; Το κείμενο απολύτως του γούστου μου, οπότε η αφιέρωση "έγραψε"... Σε ευχαριστώ, Δημήτρη, ωραία που ξεκίνησε η εβδομάδα. Καλά να αρμενίζετε εκεί στο πράσινο που σκίζει το μάτι...:)))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))
λοιπον, αφου εχεις κλεισει τα σχολια στο κειμενο που μου αφιερωσες, να σε ευχαριστησω εδω!!
Μεγαλη μου η τιμη φιλε.....
Ελλειψα μια εβδομαδα, χωρις ιντερνετ, καλη αποτοξινωση ητανε (δεν μου λειψατε, χαχαχα!) Αντε, γυρνα πισω επιτελους, θα μουλιασεις ολη μερα στο νερο...
Σταυρουλα καλημερα και σε σενα!
Νουβαντούλη, καλημέρα!:))))))) Άμα σου λείπαμε θα είχες πρόβλημα...
(Την Παρασκευή το μπλογκ σου "κόλλαγε")
<< Home