Λοιπόν σήμερα θα μιλήσουμε για τα απλά ουίσκι, τα blended, αλλά τα παλιά, εκείνα που έπιναν και οι γονείς μας.
Κι αυτό για να ξεκαθαρίσουμε κάτι:
ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΟΥΙΣΚΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ.
Ρωτήστε και τους μεγαλυτέρους. Δεν ξέρω τι φταίει, τι σκατά κάνουν στα σημερινά και σχεδόν δεν πίνονται. Μήπως το κάνουν για να μας στείλουν κατευθείαν στα ακριβότερα 12κάρια; Ποιος ξέρει;
Τρεις φορές έτυχε να πιώ ουίσκι εμφιαλωμένο 25-30 χρόνια πριν.
Ασύγκριτη εμπειρία.
Σημείωση: Δεν εννοώ ότι έγιναν καλύτερα με την πάροδο των ετών. Το ουίσκι δεν ωριμάζει στα μπουκάλια. Μόνο στα βαρέλια, απ’ τα οποία εξατμίζεται κιόλας.
(Δε θυμάμαι σε ποιο εμφιαλωτήριο άνοιξαν ένα βαρέλι μετά τα 60 έτη και βρήκαν μόνο το 20% μέσα).
(Κι έτσι λύθηκε το μυστήριο του γέρο Μπέντζαμιν, φύλακα του εμφιαλωτηρίου, που σαράντα χρόνια τώρα, παρόλο που δε χαλούσε σέντσι ήταν μονίμως μεθυσμένος! Είχε τρυπήσει το βαρέλι!)
(αυτό είναι φαντασία, δικής μου εμπνεύσεως).
Έχω πιει δυο φορές White horse παλιό, πολύ παλιό, τότε που το κάθε μπουκάλι είχε περασμένο στο λαιμό ένα κορδονάκι μ’ ένα μικρό άσπρο άλογο και ήταν αριθμημένο. (Αριθμημένες μποτίλιες εκτός από σπάνια μαλτ βγάζει σήμερα και το Dewars 12, ίσως το καλύτερο δωδεκάρι αυτή τη στιγμή στην αγορά κατά τη γνώμη μου).
Λοιπόν, φίλοι, απ’ αυτό το White horse, (αλλά και από όποιο συνομήλικό του), όσο κι αν πιείτε, την επόμενη δεν θα έχετε κανένα κουσούρι. Ούτε ανακάτεμα, ούτε πονοκέφαλο, ούτε τίποτα. Θαύμα; Μάλλον αγνότερα υλικά και σεβασμός προς τον ανθρώπινο οργανισμό του καταναλωτή.
Η δεύτερη φορά ήταν στη Λευκάδα το βράδυ πριν το μεγάλο σεισμό του 2003 που παρ’ ολίγον ν’ αφήσουμε εκεί τα κοκαλάκια μας, όλοι οικογενειακώς.
Αυτό το White horse προερχόταν από τη φοβερή κάβα που είχε φτιάξει ο παππούς μου (κυρίως κρασιά, αλλά και λίγα ουίσκι) στο κελάρι του σπιτιού του (το οποίο βρίσκεται υψομετρικά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, φανταστείτε υγρασία).
Το ήπιαμε κι ήταν υπέροχο, όπως αναμενόταν.
Η πρώτη φορά ήταν όταν συνειδητοποιημένος αλκοολόφιλος και ουισκόφιλος πια, γυρνούσα τα μπαρ της Ιταλίας. Στο Λέτσε λοιπόν υπήρχε το περίφημο μπαρ Alvino από τα πιο παλιά της πόλης στην κεντρική πλατεία Sant’ Oronzo.
Λίγα λόγια για το μπαρ Alvino
Το μπαρ ήτο στέκι των διανοούμενων και πολιτικών αντρών από την περίοδο του φασισμού (τότε που καλώς ή κακώς, όλοι οι Ιταλοί ήταν με τον Μουσολίνι κι έπειτα όλοι έγιναν παρτιζάνοι).
Ομοίως, κατά τη διάρκεια των ετών έχαιρε εκτίμησης μέχρι να φτάσει στο κατώφλι του 21 αιώνα όταν και είχε γίνει πια must για τους Λετσέζους.
Εκεί σύχναζε και η αφεντιά μου κι έπινε το μεσημεριανό του καφέ.
Μέχρι που ένα πρωί… να κλειστός ο Αλβίνος!
Τι είχε συμβεί;
Έκανε ντου η υγειονομική υπηρεσία (όπως κάνουν σήμερα στον Πειραιά) και στο εργαστήριο του μπαρ όπου φτιάχνονταν τα γλυκίσματα εβρέθησαν ποιος ξέρει τι ευρήματα, μπορεί και τρωκτικά όπως είπαν άλλοι με καλπάζουσα φαντασία.
Το θέμα είναι ότι συνέπεια αυτού του κλεισίματος οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να κάνουν ανακαίνιση.
Έτσι τις επόμενες μέρες που άνοιξαν πουλούσαν σε τιμή ευκαιρίας ό,τι υπήρχε στην αποθήκη (fondo magazino λένε οι Ιταλοί σε μια πετυχημένη έκφραση).
Κι ω του θαύματος, έβγαλαν για 10.000 λίρες (1700 δρχ τότε) μποτίλιες ουίσκι White horse, Seagram’s, Old Smugler, αλλά και Porto και κονιάκ. Σημειώνω ότι ένα Μπάλαν κόστιζε τότε στο σουπερμάρκετ 13 με 14.000 λίρες.
Φυσικά αγόρασα ό,τι μπόρεσα κι έχω ακόμα ένα White horse, ένα Seagram’s, κι ένα Old Smugler (η μάρκα είναι σχετικά άγνωστη και από καιρό έχει κλείσει. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η μποτίλια είναι συλλεκτική, αλλά εγώ επειδή τυγχάνει να γνωρίζω πότε κάτι είναι πραγματικά συλλεκτικό, θα πω απλώς ότι είναι λίγο σπάνια).
Πώς τα δοκίμασα αφού τα έχω ακόμα;
Έπεισα έναν φίλο μου κι αγόρασε κι αυτός ένα White horse, κι ένα Seagram’s. Αυτός ευτυχώς δεν είχε κολλήματα συλλογής όπως εγώ, τα άνοιξε και τα δύο και τα σκοτώσαμε σε δύο νύχτες.
Άλλη εμπειρία, φίλοι, σαν πίνεις μαλτ είκοσι χρόνων.
Το καναδέζικο Seagram’s (που εκτός από άψογο ήταν και υπερβολικά δυνατό, αλλά πάντα ΚΑΘΑΡΟΤΑΤΟ) είχε ταινία ασφαλείας που έγραφε 1968 (Θεωρώ ότι είναι χρονολογία. Τώρα αν είναι κωδικός, δε θα βάλω και το χέρι μου στη φωτιά. Αν κάποιος γνωρίζει περισσότερα ας μιλήσει τώρα ειδάλλως ας σωπάσει για πάντα).
Τι μάθαμε σήμερα λοιπόν;
Αν ποτέ πάτε σε κανένα σπίτι και βρείτε τέτοιο παλιό ουίσκι από τους προγόνους των ενοίκων, (καθότι υπάρχει και κόσμος που νομίζει ότι ουίσκι είναι αποδημητικό πουλί του Αμαζονίου, και καλά κάνει,) πείτε ότι μάλλον θα ’χει χαλάσει. Πάρτε το, υποτίθεται να το πετάξετε, και πιείτε το μαζί με όποιον εκτιμάτε περισσότερο.
Αυτό το μπλογκ έχει ξεφύγει τελείως…