Sunday, November 26, 2006

ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ 5πλο φονικό

ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ
5ΠΛΟ ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ

Το ζητήσατε με επίμονα μέιλ σας (ο αριθμός που έγραψε ο μετρητής μου ήταν 1)
κι έτσι θα δώσουμε τα φώτα μας έστω κι αν δεν ακούσαμε καλά την υπόθεση γιατί σημερα ήμασταν στους δρόμους.

δεν δίνω περίληψη τους γεγονότος
κάνω πρωτες υποθέσεις

σκοτώθηκαν με κυνηγετικά όπλα= πρέπει να τους βρουν μέσα σε 2-3 μέρες, αλλιώς είναι ανίκανοι.
δε γνωρίζω λεπτομέρειες βαλλιστικής, αν δηλαδή μπορούν από το βλήμα ή τα σκάγια να ανατρέξουν στο όπλο όμως πόσο θα τους πάρει να ελέγξουν όλους τους κυνηγούς της ευρύτερης περιοχής;

Πιθανό Κίνητρο: εκδίκηση προς τον έναν ή προς δύο άτομα (τα 2 αδέρφια έχουν ένα ελαφρό προβάδισμα λόγω μεγαλύτερης συγγένειας)
σχεδόν σίγουρα οι άλλοι δολοφονήθηκαν για να μην υπάρχουν μάρτυρες.

ο φονιάς ή οι φονιάδες αν αληθεύει ότι πυροβόλησαν από 100 μέτρα απόσταση σημαίνει ότι είναι χρόνια κυνηγοί - "επαγγελματίες"
αποκλείω πολύ νεαρη ηλικία δηλαδή πρέπει να είναι πάνω από 24 χρόνων

2ο Πιθανό κίνητρο
να προσεχτεί το σενάριο με αγοραπωλησία κυνηγετικών σκύλων γιατί:
οι κυνηγοί αγαπάνε τα σκυλιά τους περισσότερο από κάθε τι
τα σκυλιά αυτά μπορούν να φτάσουν να αξίζουν 2 και 3.000 ευρώ
έχει γίνει στο παρελθόν 3πλο έγκλημα μ' αυτό το κίνητρο

απορίες
γιατί δεν πυροβόλησε κανένα από τα θύματα; (δεν ξέρω αν αληθεύει αυτό, έτσι άκουσα)
αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι δολοφόνοι ήταν δύο (πιθανότερος αριθμός) ή τρεις κι έτσι κοίταξαν αν σωθούν κι όχι να αμυνθούν.
ίσως ο - οι δολοφόνος - οι ήταν κρυμμένοι και δεν μπορούσαν να τους δουν ώστε να τους πυροβολήσουν

σχεδόν σίγουρα θύματα και δολοφόνος -οι γνωρίζονταν.

αυτά μέχρι τώρα
ώρα 22.35 ημέρα Κυριακή

Thursday, November 23, 2006

Καμιλέρι Η υπομονή της αράχνης (κριτική)

Ένα διαφορετικό μυστήριο για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο


Αντρέα Καμιλέρι, Η υπομονή της αράχνης, μτφ. Φωτεινή Ζερβού, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006, σ. 312

Άλλο ένα μυθιστόρημα του Σικελού Αντρέα Καμιλέρι, συγγραφέα που τα τελευταία χρόνια τα βιβλία του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ήρωάς του, ο πασίγνωστος πια ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο, ανακατεύεται σ’ άλλη μια υπόθεση που βρομάει απ’ την αρχή πως δε θα ’ναι εύκολη.
Γραμμένο πάνω στο ύφος, τη φιλοσοφία και την αναλυτική σκέψη ενός κορυφαίου συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, του Ζωρζ Σιμενόν, η Υπομονή της αράχνης, βασίζεται πάνω στην προσπάθεια δόμησης όσο το δυνατόν πιο στέρεων χαρακτήρων και ψυχολογικών προφίλ των ηρώων. Το έγκλημα, ο φόνος, το αίμα απουσιάζει. Δεν λείπουν όμως η αγωνία όσο κι η δουλεμένη πλοκή που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση.
Σικελία, Βιγκάτα, το χωριό του επιθεωρητή. Μια νεαρή και όμορφη κοπελίτσα εξαφανίζεται. Ο φόβος όλων των συγγενών της γρήγορα επαληθεύεται. Πρόκειται για απαγωγή, αγαπημένο θέμα των ιταλών συγγραφέων, αστυνομικών και μη, όπως ο Νικολό Αμανίτι με το Εγώ δεν φοβάμαι, αλλά και σκληρή πραγματικότητα για τη γείτονα χώρα με εκατοντάδες ανάλογες υποθέσεις.
Ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο, χωρίς μεγάλη όρεξη, κάπως κουρασμένος, απηυδισμένος από το ρόλο των ΜΜΕ και την παρείσφρησή τους στα πάντα, απ’ την προσωπική ζωή των πολιτών μέχρι την αστυνομική έρευνα, προχωράει με δυσκολία την υπόθεση η οποία δεν δείχνει να εξελίσσεται λογικά και δείχνει να καταλήγει σε αδιέξοδο. Ταυτόχρονα έχει ν’ αντιμετωπίσει τα συνηθισμένα καβγαδάκια με την γυναίκα της ζωής του, τη Λίβια κι η μόνη του παρηγοριά είναι το φαί, οι ιδιαίτερες γεύσεις που ξετρυπώνει σε μικρές και άγνωστες ταβέρνες του νησιού του.
Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης το αποτέλεσμα σίγουρα δεν απογοητεύει ούτε όμως και ενθουσιάζει όπως στα πρώτα βιβλία του σικελού δημιουργού. Ο Καμιλέρι προσπάθησε όπως αναφέρει κι ο τίτλος να υφάνει όσο καλύτερα την υπόθεση και τους ήρωές του όπως κι ένας απ’ τους ήρωες να σχεδιάσει την εκδίκησή του.
Το σύνολο του κειμένου αδυνατίζει από διάφορα στοιχεία. Από κάποιες υπερβολές στις αντιδράσεις του κόσμου όπως εξελίσσεται η υπόθεση και διάφορα στοιχεία αναδύονται στην επιφάνεια, αλλά και απ’ τη σχέση του επιθεωρητή με τη Λίβια. Οι σκηνές όπως κι ο χαρακτήρας της γυναίκας μου φαίνονται τραβηγμένες και λίγο αφύσικες, διαφορετικές από τα προηγούμενα βιβλία. Είναι φυσιολογικό ένας άντρας να μη «μιλά» την ίδια γλώσσα με μια γυναίκα, ειδικά αν την αγαπιούνται κι είναι κι οι δύο υπερβολικά εγωιστές για να το παραδεχτούν, αλλά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στη συγκεκριμένη υπόθεση ο χαρακτήρας της Λίβιας δεν έχει τύχει ανάλογης προσοχής από τον συγγραφέα όπως οι υπόλοιποι.
Τα υπόλοιπα στοιχεία όμως είναι αρκετά να δώσουν ένα σφιχτοδεμένο μυστήριο που προχωράει σιγά σιγά προς τη λύση του. Οι εραστές του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος θα εκτιμήσουν τη δουλειά του συγγραφέα πάνω στην υπόθεση ενώ θα απολαύσουν γι’ άλλη μια φορά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του επιθεωρητή με την αντικοινωνικότητα, το χιούμορ όσο και τις γαστριμαργικές ανησυχίες του. Προσεγμένη όπως πάντα η μετάφραση της Φωτεινής ζερβού σ’ ένα όχι εύκολο κείμενο.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή

Το μπλογκ θα απουσιάσει από το μεσημέρι της Παρασκευής μέχρι το απόγευμα της Κυριακής εκτός και αν επισκεφτούμε κάποιο ίντερνετ καφέ εκεί στην εξορία.

Monday, November 20, 2006

Stephen King The Cell (παραληρηματική κριτική)

Το κινητό του Κινγκ

Ένας Κινγκ από τα παλιά. Αγωνία θρίλερ, θάνατος κι ο παραμυθάς να δίνει ρεσιτάλ ξαναθυμούμενος το ένδοξο παρελθόν του. Αυτή εδώ δεν είναι μια επίσημη κριτική αλλά ένα απλό ποστ.

Όσοι έχετε διαβάσει την Ομίχλη κι έπειτα το Κεντρί (ή τον Σκορπιό, απολογούμαι: δεν ξέρω πώς μεταφράστηκε στα ελληνικά γιατί το διάβασα στα ιταλικά με τίτλο L’ ombra dello scorpione, δηλ. Η σκιά του Σκορπιού) σας λέω πως εδώ έχουμε κάτι ανάλογο. Δηλαδή κάτι γίνεται και μια μικρή ομάδα ανθρώπων έχει ν’ αντιμετωπίσει το τέλος του κόσμου.

Στην Ομίχλη ένα πυκνό νέφος κρύβει μέσα της τέρατα τερατένια που κατασπαράζουν όποιον χαθεί μέσα στην ομίχλη που ξυρίζει τη γη και καταπίνει ολόκληρες πόλεις. Η μικρή ομάδα ανθρώπων καταφεύγει σ’ ένα σουπερμάρκετ και κάποια στιγμή διαφεύγει προς μια έρημη Αμερική. Ο συγγραφέας τελειώνει εκεί τη νουβέλα.
Έγινε μια κινηματογραφική μεταφορά από τον Κάρπεντερ ο οποίος μαγείρεψε μια ανεκδιήγητη απαίσια ταινία. Ένα άλλο ριμέικ σύγχρονο με τον ίδιο τίτλο απαίσιο επίσης, δεν ξέρω αν στηρίζεται στη νουβέλα όμως.

Στο Σκορπιό, κανονικό, μεγάλο μυθιστόρημα, ένας λιμός μολύνει με τρομερή ταχύτητα όλη την Αμερική, και πάλι μια μικρή ομάδα ανθρώπων επιβιώνει και γίνεται το σύνηθες κινγκικό τζέρτζελο.

Στο Κινητό τώρα (Cell) που μόλις κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Μπελ το κακό αρχίζει με τα κινητά. Ο παλμός που μεταδίδουν μια μέρα τρελαίνει όλους όσοι μιλάνε εκείνη τη στιγμή ή καλέσουν αμέσως μετά ή ακούσουν από κινητά άλλων. Όσοι επιζούν είναι εκείνοι που δεν είχαν κινητά. Όσοι μολύνθηκαν γίνονται ζόμπι κι αφού αλληλοσπαράζονται παίζεται το παιχνίδι τι θα γίνει με τους υγιείς. Σκοτωμοί κτλ
Ο Κινγκ αρχίζει με ποτάμια βίας και αίματος και συνεχίζει με θρίλερ πασπαλισμένο με δόσεις φανταστικού. Τηλεπάθεια, μυαλά που επικοινωνούν κτλ. Φοβερή μια σκηνή που δε θέλω να μαρτυρήσω (με την Άλις) που αποδεικνύουν ότι ο Κινγκ δεν έχει αντίπαλο στο συγκεκριμένο είδος.
Θα ξαναγράψω εδώ αυτό που λέω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ.
΄
Ο Κινγκ αξίζει το μεγαλύτερο βραβείο λογοτεχνίας του πλανήτη. Δεν ξέρω αν αυτό είναι το νομπελ πάντως το αξίζει για τη φαντασία του, τις ιστορίες του, τα διηγήματά του, τον αριθμό των βιβλίων του, τις ταινίες που δημιουργήθηκαν απ’ την πένα του.
Ο αριθμός των θαυμαστών του ανάμεσα και στους νέους έλληνες συγγραφείς μεγαλώνει συνεχώς. Κι αν λέτε ότι θα εννοώ ασόβαρους και πυροβολημένους σαν κι εμένα σας υπενθυμίζω τη Σοφία Νικολαιδου που από καιρό γράφει παραδεχόμενη το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του μεγαλύτερου εν ζωή συγγραφέα και το «συγγραφέα» το εννοώ με όλη την έννοια της συγγραφικής συνέπειας και συνέχειας.

Τη γλίτωσε κι απ’ το φορτηγάκι, αυτό λίγο το ’χετε;

Friday, November 17, 2006

Προσοχή Γιουβεντίνοι, πάλι ο Σαραβάκος…

Αθλητικό ποστ σήμερα.
Οι μη παναθηναϊκοί υπομονή φίλοι, τι να κάνουμε μπορεί να είμεθα αντικειμενικοί είμεθα όμως και Παναθηναϊκοί. (τι είπε πάλι ο ποιητής!...)

Προσοχή Γιουβεντίνοι, πάλι ο Σαραβάκος…

Δύο πράγματα μου γυάλισαν στη ζωή. Να γίνω τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού ή να γίνω συγγραφέας. Για το πρώτο παλεύω ακόμα, αλλά για να ’μαι σίγουρος έγινα το δεύτερο. Ξεκίνησα τη δράση μου σαν πορτιέρε από τα τσιμέντα του Μαρασλείου και τη Δεξαμενή (εκεί όπου τώρα στη θέση μου κάθεται ο Ελύτης) μέχρι την ομάδα της Βουλιαγμένης, συμπαίχτης του Φραντσέσκου. Στα δεκαεννιά μου η μοίρα με έστειλε για σπουδές στην Ιταλία, στο Λέτσε του Μπάρμπας και του Πασκούλι, αλλά και του τρομερού τερματοφύλακα Λοριέρι. Ο Παναθηναϊκός, η αγαπημένη μου ομάδα, έμεινε πίσω στην Ελλάδα.
Κάθε αρχή και δύσκολη. Πρώτες μέρες, Νοέμβρης του 1987 κι εγώ στη μικρή πόλη του ιταλικού νότου να πέφτω σε βαθιά μελαγχολία κάθε βράδυ που ο ήλιος μας άφηνε νωρίς. Έμενα προσωρινά σ’ ένα άθλιο σπίτι χωρίς θέρμανση και με ελάχιστα φώτα. Στην κουζίνα υπήρχε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση. Κι εγώ περίμενα πώς και πώς μια Τετάρτη. Όταν η Πανάθα θα έπαιζε με τη Γιούβε. Κύπελλο Ουέφα, επαναληπτικός αγώνας. Στην Αθήνα είχαμε κερδίσει 1-0 με γκολ του Σαραβάκου. Ήταν ο μόνος παίχτης που οι Ιταλοί αναγνώριζαν την αξία του.
Πίστευα ότι θα ήταν άλλος ένας αγώνας από την τηλεόραση, αλλά δεν ήταν έτσι. Ήμουν ολομόναχος και βρισκόμουν στην έδρα των αντιπάλων. Είχα να αντιμετωπίσω την υπεροψία των ιταλών και ειδικά του αντιπαθέστατου εκφωνητή Μπρούνο Πίτσουλ. Οι Ιταλοί πίστευαν σ’ ένα εύκολο 3-0 ή 4-0 (το 7-0 το κρατούσαν για κάποιους άλλους) και γενικά ότι θα καθάριζαν πανεύκολα το ματς.
Στήθηκα μπροστά στην ασπρόμαυρη οθόνη τυλιγμένος με μια κουβέρτα κρυμμένος στο σκοτάδι, κι ένιωσα ότι ο Παναθηναϊκός κουβαλούσε μαζί του και τη δική μου τύχη, τη δική μου ευτυχία εκείνο το βράδυ.
Και το παιχνίδι ξεκίνησε. Εμείς κρατούσαμε καλά, όμως όλοι γνώριζαν ότι η Μεγάλη κυρία κάποτε θα άναβε τις μηχανές. Ημίχρονο 0-0. Διαφημίσεις. Εγώ στη σκληρή καρέκλα, ολομόναχος στην άθλια κουζίνα. Άγχος, νευρικότητα. Ανοίγει η σύνδεση και βλέπω τους παίχτες μας ένα κουβάρι. «Μάγκα μου, τι έγινε;» λέω. Ακούγεται αίφνης η φωνή του Πίτσουλ: «Προσοχή Γιουβεντίνοι, ήταν ο Σαραβάκος, πάντα αυτός…». Ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει τι έγινε μέχρι το ριπλέι. Την ώρα των διαφημίσεων, στο 46΄, ο Δημητράκης είχε βάλει γκολ αιφνιδιάζοντας την άμυνα των Ιταλών και περνώντας τη μπάλα κάτω απ’ τον Τακόνι. 0-1. Δεν ήξερα αν έπρεπε να φωνάξω ή να χαμογελάσω μέχρι να με πονέσουνε τα μάγουλα. Ήξερα όμως ότι τώρα η Γιούβε θα σταματούσε τα παιχνίδια. Πράγματι τρία λεπτά αργότερα ο Καμπρίνι ισοφαρίζει. Οι Ιταλοί αναθαρρούν ενώ εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε το σκορ. Στο 53΄ κερδίζουμε φάουλ δεξιά μετά τη σέντρα. Πάει να το χτυπήσει ο Σαραβάκος. Γίνομαι θηρίο. «Αν το χτυπήσεις εσύ, ποιος θα βάλει το γκολ, ρε γαμώτο;» Δεν μ’ ακούει, στέλνει την μπάλα αριστερά κι εκείνη φτάνει μέσα στην περιοχή προς τον Χρήστο Δημόπουλο. Όμως εκεί που είναι ο Χρήστος… στη γωνία της μικρής περιοχής κι η μπάλα έρχεται πάνω του γκελάροντας έχοντας κι ένα σωρό φάλτσα. Αυτό που έγινε τότε ανέτρεψε ό,τι κανόνα γεωμετρίας και φυσικής υπήρξε. Ο Δημόπουλος βρήκε τη μπάλα με τρομερή δύναμη, εκείνη έσκασε μπροστά στον Τακόνι και πέρασε από πάνω του γλείφοντας το κάθετο δοκάρι μέχρι να καρφωθεί μέσα, στον ουρανό των δικτύων. Ένα απίστευτο γκολ που όσες φορές κι αν ξαναδείς δεν μπορείς να διανοηθείς την πορεία της μπάλας.
Τώρα φώναζα. Πανηγύριζα, έβριζα τον Πίτσουλ, το άθλιο σπίτι, την υγρασία του Λέτσε, το απίστευτο κρύο. 1-2. Τώρα ήθελαν άλλα τρία για να περάσουν. Η συνέχεια ήταν δραματική. Οι Γιουβεντίνοι λύσσαξαν. Ισοφάρισαν με τον Αλέσιο στο 59΄ κι ο μπελ Αντόνιο Καμπρίνι με πέναλτι στο 72΄ έκανε το 3-2. Πίστεψα ότι όλα είχαν τελειώσει. Θα αποκλειόμασταν άδοξα. Δε θυμάμαι πολλά από τα τελευταία λεπτά. Μάλλον θα ’χα τα μάτια κάτω απ’ την κουβέρτα να μη βλέπω. Θυμάμαι όμως το σφύριγμα της λήξης και τον Πίτσουλ να μυξοκλαίει για τη Γιουβούλα του που θα έμενε σπίτι της.
Βγήκα έξω τη νύχτα τρελός από χαρά. Ένιωθα ότι είχα κερδίσει μια μάχη, περήφανος για τη χώρα μου, για την ομάδα μου. Τους είχαμε αποκλείσει, η μοναδική ομάδα που ήξεραν από την Ελλάδα ήταν πραγματικά δυνατή.
Την άλλη μέρα αγόρασα Κοριέρε ντελο Σπορτ. Είχε σαν τίτλο Implaccabile Saravakos. Γύρισα σπίτι κι έψαξα στο λεξικό τη λέξη: Ανοικτίρμων, ο χωρίς οίκτο. Χαμογέλασα ευτυχισμένος. Ήμουν και είμαι περήφανος που είμαι Παναθηναϊκός.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθηναϊκό τριφύλλι στο τεύχος με το ιστορικό DVD!
Ε, ρε γλέντια!

Tuesday, November 14, 2006

Κανεχάρα Η γλώσσα του φιδιού (κριτική)

Χιτόμι Κανεχάρα, Η γλώσσα του φιδιού, μυθιστόρημα, μτφ. Γιάννης Σπανδωνής, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2005, σ. 126.

Οι σύγχρονοι Ιάπωνες, και κυρίως οι νέοι, χαρακτηρίζονται από μια ξέφρενη επιθυμία, έναν διακαή πόθο να ξεχωρίσουν. Η απόλυτη μητρόπολη, το γιγαντιαίο Τόκιο με τους εξαντλητικούς ρυθμούς, τη μεγάλη ακρίβεια και την πλήρη απουσία προσωπικής ζωής της καινούργιας, εργαζόμενης τουλάχιστον, γενιάς οδηγεί σε πέρα από κάθε λογική εξευτελιστικά ριάλιτι και ανάλογους τηλεοπτικούς διαγωνισμούς, όπως και σε ακραία χόμπι ή πειραματισμούς. Ίσως αυτό να άγγιξε στις καρδιές εκατομμυρίων συμπατριωτών της η νεαρή συγγραφέας που βάζει την ηρωίδα της, μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα να σχίζει τη γλώσσα της ακολουθώντας το παράδειγμα ενός αγοριού που γνωρίζει και ερωτεύεται. Η ιστορία ακολουθεί ένα σταθερό ρυθμό καθώς ο άνθρωπος που της τρυπάει τη γλώσσα και της χαράσσει ένα τατουάζ στην πλάτη δένεται μαζί της κι ερωτικά περιπλέκοντας τη ζωή της, ειδικά κι από τη στιγμή που το αγόρι της σκοτώνει έναν άνθρωπο του υποκόσμου.
Η Κανεχάρα κερδίζει τον αναγνώστη όχι τόσο με τη ρέουσα, απλή και καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιεί (το βιβλίο διαβάζεται σε μια ώρα), αλλά κυρίως με το ύφος της εξιστόρησης της νέας κοπέλας που δεν προσπαθεί να αποδείξει ούτε να κερδίσει τίποτα. Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι το κείμενο στερείται μοντερνισμού ούτε όμως ότι φέρνει μια επανάσταση ή μπορεί να ηγηθεί μιας καινούργιας γενιάς ή έστω μιας άποψης ζωής όπως το Στο δρόμο του Κέρουακ. Έτσι ίσως η επιτυχία της Κανεχάρα να οφείλεται στην προσπάθειά της να περιγράψει τα όνειρα μιας χαμένης γενιάς που νιώθει την αποτυχία –την ανωνυμία δηλαδή- πριν καν αρχίσει να ζει.

Δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο free press περιοδικό Think Positive

Tuesday, November 07, 2006

Γαστρονομικό ποστ

Ναι συνέβη κι αυτό. Εγώ θα γράψω για φαγητά. Ύβρις; Ε, σχεδόν. Γι’ αυτό κι εγώ αφιερώνω το παρόν στο φίλο Αθήναιο με την παράκληση να είναι επιεικής και να μη με κατακεραυνώσει πολύ.

Λοιπόν καθότι στο προηγούμενο ποστ μιλούσα με εταιρείες πίτσας τώρα θα σας μιλήσω για την αληθινή πίτσα που τίποτα κοινό δεν έχει μ’ αυτά που τρώμε σχεδόν παντού εδώ στο Ελλάντα.



Pizza con salumino piccante

Η αγαπημένη μου. Λοιπόν λίγα λόγια για την ιταλική πίτσα. Όσοι τα ξέρετε, υπομονή, εδώ δεν πάμε να κάνουμε τους δασκάλους, το κέφι μας κάνουμε και πεινάμε!

Η ιταλική πίτσα πρώτ’ απ’ όλα είναι πολύ λεπτή. Ο pizzaiolo ρίχνει λίγο αλευράκι μπροστά στο μαρμάρινο πάγκο του και ανοίγει τη ζύμη (που είναι σαν καρβελάκι) με τα χέρια. Αν υπάρχουν τουρίστες ή χαζοπερίεργοι μπροστά την πετάει και στον αέρα. Εάν δεν την πετάξει τίποτα δε χαλάει, πιστέψτε με.
Στην ανοιχτή ζύμη, λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο, ρίχνει πάνω την ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΟΤΣΑΡΕΛΑ, (κι όχι αυτό το δανέζικο πράμα που μας βάζουν εδώ,) που δεν είναι σε υγρή κατάσταση όπως το πουλάνε στον Βασιλόπουλο, σε σακουλάκι δηλαδή, αλλά μοιάζει με σβώλους. (εντάξει Αθήναιε, το ξέρω η περιγραφή είναι κίλερ, δείξτε οίκτο).
Αφού τη μοιράσει πάνω στη ζύμη, απλώνει με μια ξύλινη κουτάλα την κόκκινη σάλτσα. Έπειτα τοποθετεί τα συστατικά για κάθε πίτσα. Στη δική μας απλώνει το καυτερό σαλάμι, που συνήθως είναι στρογγυλού και όχι μακρόστενου (όπως έγραψα αρχικά) σχήματος, (τρεις φωτο που βρήκα ήταν με στρογγυλά) ενώ σε μερικές πιτσαρίες προσθέτουν και πέντε έξι πράσινες ελιές. Έπειτα το σωστό είναι να χύσει από πάνω εκτός από το κοινό λαδάκι και λίγο καυτερό λάδι (με σπόρους κόκκινης καυτερής πιπεριάς). Προσοχή όχι πολύ γιατί μετά θα παραλύσουν τα σαγόνια και δεν θα χαρούμε το έδεσμα. (και την επομένη θα έχουμε και αλλού πρόβλημα, στις ευαίσθητες περιοχές…)
Αφού τελειώσει την ετοιμασία βάζει την πίτσα σε φούρνο με ξύλα, (ο μέσος συνηθισμένος φούρνος μιας πιτσαρίας χωράει 13 με 14 πίτσες. Απ’ τη μία καίνε τα ξύλα και απ’ την άλλη τοποθετεί τις πίτσες αμφιθεατρικά τις οποίες γυρνάει κάθε τόσο και τις αλλάζει και θέσεις για να μην αρπάξουν). Σε λίγα λεπτά (5-6) η πίτσα είναι έτοιμη. Μεγάλη σημασία έχει τα σαλουμίνι να ψηθούν (και να ξεροψηθούν) μαζί με την πίτσα. Κάτι Έλληνες πιτσαιόλι εδώ στο Γκρης τα βάζουν ωμά μετά. Πάει όλη η νοστιμιά.

Βγήκε. Να τη φάμε;
Το μυστικό είναι να τη φάτε ΖΕΣΤΗ. ΑΜΕΣΩΣ. Αν κρυώσει η μοτσαρέλα πάει η πίτσα. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω κάποιους που τις παίρνουν στο σπίτι. Χάνεται η μισή νοστιμιά.
Εγώ προτιμώ να την τρώω με μαχαιροπήρουνο, έτσι μοιράζω καλύτερα ένα κομματάκι σαλουμίνο πάνω στην κάθε μπουκιά. Συνοδεύεται με κρύα μπίρα ή κόκκινο Κιάντι ή Μπαρόλο. Άντε και κόκα κόλα αν είστε νεανίας ακόμα.

Έφαγες. Σε χάλασε;
Αυτή η πίτσα είναι για ένα άτομο, παρόλο τη μεγάλη της διάμετρο. Κανονικά δε σε φουσκώνει. Τουλάχιστον εγώ έχω τέτοια ντεπόζιτα που δε γεμίζουν εύκολα. Αν όμως βαρυστομαχιάσατε υπάρχει λύση.
Το Αμάρο. Δοκιμάστε το και θα δείτε ότι λειτουργεί, δηλ. σε βοηθάει να χωνέψεις. (θα κάνω και ειδικό ποστ γι’ αυτό, αλλά πάρτε μια ιδέα)
Μάρκες που συστήνω
Ramazzotti, ναι, σαν τον τραγουδιστή 8 στα 10
Averna το καλύτερο 9 στα 10
Γιεγκερμάιστερ περίεργη γεύση, δε συστήνεται για χώνεψη, μάλλον για τρελό μεθύσι ταυτόχρονα με ουίσκι έχω δει να το πίνουν. 5 στα 10
Fernet Branca Μέντα. Δεν το ήπια όταν είχαμε ξεμείνει από λεφτά και αλκοόλ (στα γκούλαγκ της Ιταλίας όπου σπουδάζαμε και τυραννιόμασταν τα καημένα) σαν ναύτες ρώσικου υποβρύχιου που είχε εξοκείλει στην Αλάσκα και δεν είχαν τι να πιουν κι έπιναν τις κολώνιες. 2 στα 10
Λοιπόν ξεφύγαμε
Τα ουίσκι και τα ποτά σε προσεχές ποστ.

Πού θα βρω όμως μια τέτοια αληθινή ιταλική πίτσα στας Αθήνας, κύριε Μαμαλούκα;

Σε πολλά μέρη, ιταλικά αυθεντικά εστιατόρια.
Ένα που προτιμώ εγώ είναι το Anema e Core (στα Ναπολιτάνικα) (anima e cuore στα ιταλικά, ψυχή και καρδιά δηλ.). βρίσκεται κάπου στο Χαλάνδρι. Εκεί θα φάτε τέτοια πίτσα και θα την πληρώσετε 11 ευρώ. Λίγα αν σκεφτείς πόσο χρεώνουν οι αμερικανικές εταιρείες πίτσας για να σου φέρουν μια δική τους στο σπίτι.
Το μαγαζί έχει και πολλές μακαρονάδες, αλλά στερείται δεύτερων πιάτων και κρεατικών. Ένα κόκκινο Κιάντι που προσφέρει (16 ευρώ) δεν είναι άσχημο ενώ η μπύρα του η μεγάλη έχει 3,5 ευρώ (οικονομική λύση. Με 7 ευρώ πίνετε ένα λίτρο και το προσγειώνετε το τζετ).

Συνταγή τώρα για την Πίτσα κον σαλουμίνο πικάντε.

Μπαίνετε στο αυτοκίνητο. (ή παίρνετε ταξί)
Οδηγείτε μέχρι το μαγαζί. (ή χαζεύετε τη διαδρομή)
Παρκάρετε. (ή πληρώνετε)
Βρίσκετε τραπέζι (συστήνω να έχετε κλείσει στους καπνίζοντες, οι μη καπνίζοντες κάθονται σε μικρά δωμάτια σαν εξόριστοι.)
Παραγγέλνετε μια πίτσα Ντιάβολα (έτσι τη λένε εκεί).
Τρώτε. (η συγκεκριμένη πίτσα εκεί δεν καίει πολύ. Δεν βάζουν καυτερό λάδι εκτός κι αν το ζητήσεις. )
Για 2 άτομα υπολογίστε 50-55 ευρώ με κρασί.
Τελειώνετε με καφέ (μη λέτε εσπρέσο στους ιταλούς, καφέ είναι γι’ αυτούς ο εσπρέσο. Παίξτε το ιταλιάνο παντογκνόστι) αν θέλετε να ξενυχτήσετε στα μπλογκ, ή με αμάρο όπως προαναφέραμε.
Επιστροφή για νανακία ή το κέφι συνεχίζεται για τους πιο εξτρίμ. (χωρίς ούντρμπεργκ όμως).

Φίλε Αθήναιε, υπόσχομαι δε θα το ξανακάνω. Οίκτοοοοοοοοοοοο!!!!!!!!

Wednesday, November 01, 2006

Πίσω από κάθε σπουδαίο φιλμ συχνά υπάρχει ένα βιβλίο…

Η σειρά των εκδόσεων Μεταίχμιο: Camera Obscura

Η σειρά διευθύνεται απ’ το σκηνοθέτη Δημήτρη Παναγιωτάτο ο οποίος αρχικά διάλεξε τρία αστυνομικά κατά βάση μυθιστορήματα που μεταφέρθηκαν πολύ επιτυχημένα στη μεγάλη οθόνη, αλλά δεν ανεδείχθησαν όσο έπρεπε σαν βιβλία. Αυτός είναι και ο σκοπός της συγκεκριμένης σειράς. Να αποδώσουν στα βιβλία απ’ τα οποία γεννήθηκαν σπουδαίες ταινίες, την πραγματική τους αξία.

ΤΖΕΙΜΣ Μ. ΚΕΙΝ, Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές, μτφρ. Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σ.144, €8

Το μυθιστόρημα του Κέιν έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο απ’ τον Πιερ Σενάλ το 1939, τον Λουκίνο Βισκόντι το 1942, και τον Τάι Γκάρνετ το 1946, αλλά στις καρδιές των περισσοτέρων το βιβλίο είναι άρρηκτα δεμένο με την πιο σύγχρονη μεταφορά: Την ταινία που γύρισε ο Μπομπ Ράφελσον το 1981. Όχι μόνο για τον ερωτισμό της Τσέσικα Λανγκ και την αριστοτεχνική ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον, αλλά κυρίως για τη σεναριακή διασκευή του σπουδαιότερου ίσως σήμερα Αμερικανού σεναριογράφου και συγγραφέα, του Ντείβιντ Μάμετ.
Είναι η ιστορία της φτωχής Κόρα η οποία είναι παντρεμένη με έναν σχετικά εύπορο Έλληνα μετανάστη ιδιοκτήτη εστιατορίου, και του Φρανκ άνεργου τυχοδιώκτη που προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας ό,τι δουλειά βρει. Η φτώχεια στα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης έχει ζωγραφίσει αρκετούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες των βιβλίων της εποχής. Η φτώχεια που οδηγεί στην παρανομία και στην απληστία έχει χαράξει ανεξίτηλα τις καρδιές του Φρανκ και της Κόρα. Όταν θα τους κυριεύσει το ερωτικό πάθος, στο μυαλό τους θα φανεί μία και μοναδική λύση: Να σκοτώσουν τον άντρα της Κόρα, το μόνο εμπόδιο στον έρωτά τους και τη ξένοιαστη ζωή που οραματίζονται.
Ο Κέιν με άμεσο ύφος, απλή γλώσσα και κοφτούς διαλόγους έγραψε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του (1934) μυθιστόρημα που σήμερα θεωρείται ένα κλασσικό έργο της αστυνομικής λογοτεχνίας.


ΜΑΡΚ ΜΠΕΜ, Μοιραία γυναίκα, μτφρ. Μαρία Δεληγιάννη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σ. 276, €9

Εκείνη είναι μια νέα και ερωτική γυναίκα που διαβάζει Άμλετ, και σκοτώνει χωρίς οίκτο. Γυρίζει τις Η.Π.Α. αλλάζοντας ταυτότητα κι εμφάνιση εξολοθρεύοντας ψυχρά όποιον είχε την ατυχία να σταθεί δίπλα της ή να την ερωτευτεί. Το «μάτι» είναι ένας γερασμένος ντετέκτιβ που κουβαλά μέσα του το δράμα της χαμένης του κόρης. Την παρακολουθεί να σκοτώνει χωρίς να την σταματά, αντίθετα γίνεται ο φύλακας άγγελός της σε μια ξέφρενη καταδίωξη από πολιτεία σε πολιτεία κι από έγκλημα σε έγκλημα.
Ο Αμερικανός Μαρκ Μπεμ επιχειρεί μια παρωδία των αμερικανικών νουάρ με ιδιαίτερο στυλ, γρήγορο ρυθμό, μαύρο χιούμορ καταφέρνοντας να γράψει ένα τόσο γοητευτικό βιβλίο ώστε να μεταφερθεί δύο φορές στη μεγάλη οθόνη και να κερδίσει το Βραβείο του Καλύτερου Αστυνομικού Μυθιστορήματος στη Γαλλία το 1982. Το βιβλίο μεταφράζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και κατά τη γνώμη μου λόγω της πραγματικής πρωτοτυπίας του κλέβει την παράσταση απ’ τα δύο άλλα της σειράς.


ΠΙΕΡ ΜΠΟΥΑΛΟ, ΤΟΜΑ ΝΑΡΣΕΡΑΚ Ο δεσμώτης του ιλίγγου, μτφρ. Τζένη Κωνσταντίνου, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σ.208, €9

Γραμμένο από το διάσημο δίδυμο των Γάλλων συγγραφέων που από την δεκαετία του ’50 και μετά άλλαξαν την πορεία του αστυνομικού μυθιστορήματος εισάγοντας το μυθιστόρημα αγωνίας (roman de suspence). Η πρώτη τους επιτυχία ήταν το περίφημο Οι Διαβολογυναίκες (να το περιμένουμε άραγε απ’ την ίδια σειρά;) του οποίου την κινηματογραφική μεταφορά και επιτυχία (από τον Α. Κλουζό) ζήλεψε ο μεγάλος Α. Χίτσοκ. Θα αγοράσει το επόμενό τους βιβλίο και το 1958 θα ολοκληρώσει τον «Δεσμώτη του ιλίγγου» που πολλοί θεωρούν σαν το αριστούργημά του.
Είναι η ιστορία ενός ντετέκτιβ, του Φλαβιέρ, με φόντο το Παρίσι λίγο πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Τον προσλαμβάνει ένας παλιός του συμμαθητής για να παρακολουθεί τη σύζυγό του, την γοητευτική Μαντλέν, που έχει τάσεις αυτοκτονίας. Ο Φλαβιέρ την παρακολουθεί, της σώζει μια φορά τη ζωή, την ερωτεύεται, αλλά τελικά λόγω της υψοφοβίας απ’ την οποία υποφέρει δεν καταφέρνει να την αποτρέψει να θέσει τέρμα στη ζωή της. Λίγα χρόνια αργότερα, βασανισμένος απ’ την εικόνα της νεκρής Μαντλέν, ο Φλαβιέρ θ’ ανακαλύψει ότι τον χρησιμοποίησαν…
Ίσως το πιο «λογοτεχνικό» μυθιστόρημα από τα τρία της σειράς, με έντονο μυστήριο, σασπένς και ανατρεπτική λύση που έρχεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Όπως και η Μοιραία γυναίκα μεταφράζεται κι αυτό για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός