Στο Σκουφάκι μ' αρέσει να γδύνομαι! (διήγημα Μέρος πρώτον)
Χιουμοριστικοερωτικό διήγημα που γράφτηκε το 2000 για το Playboy αλλά, απ’ όσο ξέρω, δε δημοσιεύτηκε ποτέ.
ΣΤΟ ΣΚΟΥΦΑΚΙ Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΓΔΥΝΟΜΑΙ!
Μέρος πρώτον 1 από 2
του Δημήτρη Μαμαλούκα
στους νέους συγγραφείς και τις κυρίες πειρασμούς
Γιατί να διαλέξω αυτό το καφέ! Τόσα άλλα υπάρχουν! Γιατί όμως να τύχει κι εκείνη εκεί! Την ίδια ώρα! Η περιπέτεια μου είναι για γέλια και για κλάματα. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ούτε στο σινεμά. Ας προσπαθήσω να σας τη διηγηθώ:
Τ’ όνομά μου είναι Νίκος Γιάννης. Ναι δυστυχώς. Όπως τ’ ακούτε. Νίκος το μικρό, Γιάννης το επώνυμο. Το όνειρο μου είναι (ήταν δυστυχώς) να γίνω κάποτε ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας. Θα πείτε: με τέτοιο όνομα; Έχετε απόλυτο δίκιο. Να ‘ταν όμως μόνο αυτό το πρόβλημα…
Φαντάζομαι ότι λίγοι από σας γνωρίζετε πόσο δύσκολο είναι να καταφέρεις να εκδώσεις κάτι… κυρίως αν είσαι παν- άγνωστος και δεν γνωρίζεις κάποιον που να γνωρίζει κάποιον στον εκδοτικό χώρο. Φυσικά αν το βάλεις σκοπό της ζωής σου και το παλέψεις με νύχια και με δόντια κάθε μέρα, στο τέλος θα τα καταφέρεις. Εγώ; Εγώ το πάλευα ακόμα. Είχα, με χίλιους κόπους, καταφέρει να ολοκληρώσω το πρώτο μου βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα τριακοσίων και βάλε σελίδων. Όλος χαρά κι ελπίδα άρχισα να το μοιράζω και να το στέλνω στους μεγαλύτερους και πιο διάσημους εκδοτικούς οίκους: Έλατο, Δοκάρια, Κεριά, Χαλάκια, Φουντούκια. Πέρασα έτσι στο αγχωτικό και ψυχοφθόρο στάδιο της αναμονής… Κάθε πρωί έψαχνα το γραμματοκιβώτιο, αναπηδούσα με κάθε χτύπημα του τηλεφώνου. Περίμενα ν’ ακούσω: «Συγχαρητήρια κύριε Γιάννη (ή κύριε Νίκο). Έχουμε την χαρά να σας αναγγείλουμε ότι αποφασίσαμε να εκδώσουμε το αριστούργημα σας!» Ανησυχούσα κιόλας μήπως απαντήσουν θετικά δύο (ή και παραπάνω) και μετά αρχίσουν τους τσακωμούς για χάρη μου!
Στους επόμενους οχτώ μήνες το χειρόγραφο μου είχε εκδοθεί δεκαεννιά φορές σε ισάριθμα όνειρα στον ύπνο μου, ενώ δεν είχα δεχτεί ούτε ένα τηλεφώνημα από εκδότη στο ξύπνο μου. Αντίθετα, τις λίγες φορές που τόλμησα να πάρω για να ρωτήσω, γοητευτικές γυναικείες φωνές, γρατζουνώντας με τα μακριά κόκκινα νύχια τους τ’ ακουστικό, μου απαντούσαν εκνευρισμένες: «Αν είναι, θα σας καλέσουμε εμείς κύριε! Μην ξαναπάρετε!» Κι έτσι φόρεσα τα μαύρα μου κι άρχισα να περιπλανιέμαι στο κόσμο της απογοήτευσης … όταν ο καλός Θεούλης μου έστειλε στο δρόμο μου την Ελπίδα… με το πρόσωπο της θυρωρού μου της κυρίας Σούλας… Με έβλεπε σκυθρωπό και αμίλητο ώσπου δεν άντεξε και με σταμάτησε: «Κύριε Νίκο μου τι έχεις;» (Κι εγώ της εξήγησα.)
«Κυρία Σούλα μου αν δεν έχεις μέσον δεν μπορείς να βγάλεις βιβλίο σήμερα…» Έδειξε να προβληματίζεται λίγο και μίλησε με κάποιο δισταγμό:
«Κύριε Νίκο μου, σκέφτομαι τώρα… ξέρεις… η κόρη μου κρατάει τα παιδιά κάποιου γνωστού κυρίου που γράφει βιβλία. Θέλεις να της πω να του μιλήσει για σένα;»
«Σ’ ευχαριστώ· θυμάσαι πώς τον λένε;»
«Όχι παιδί μου, αλλά θα σου πω αύριο το πρωί».
Έτσι χωρίσαμε κι εγώ παρέμενα στη σφαίρα της απαισιοδοξίας. Ποιος ξέρει ποιος να ‘ταν κι αυτός ο «γνωστός» συγγραφέας που ήξερε η κόρη της κυρίας Σούλας; Το επόμενο μεσημέρι συναντηθήκαμε τυχαία μπροστά στο ασανσέρ. Δίχως να χάσει χρόνο ξεστόμισε τη βόμβα μεγατόνων που έκρυβε μέσα στα χείλη της:
«Έμαθα ποιος είναι ο κύριος που γράφει βιβλία».
«Ποιος κυρία Σούλα;»
«Κάποιος Γιώργος Φτασμένος». Το είπε τόσο απλά. Σα να επρόκειτο για ένα πλανόδιο μικροπωλητή καλτσών της Αιόλου. Όμως εγώ στο άκουσμα αυτού του ονόματος ένιωσα να σβήνω, μισός μέσα, μισός έξω απ’ τ’ ασανσέρ. Ήταν αλήθεια. Δεν είχε κάνει λάθος. Την έβαλα να μου το επαναλάβει τρις. Επρόκειτο για τον διασημότερο εν ζωή έλληνα συγγραφέα.
Η λογοτεχνική του βαρύτητα συνδυαζόμενη με την επιβλητική παρουσία του προκαλούσε ρίγη συγκίνησης στους φιλολογικούς κύκλους, αμέτρητο φθόνο στους γνωστούς συγγραφείς, δέος στους άγνωστους, με λίγα λόγια ο κορυφαίος (ή κορφαίος, σύμφωνα με τα ελληνικά του Α. Θεοφιλόπουλου της ΕΤ-1) της συγγραφικής τέχνης στην Ελλάδα. Τι να πρωτοαναφέρεις για το διάσημο έργο του: δεκαεννιά μυθιστορήματα (τα πέντε ταινία, τα τέσσερα σήριαλ), έξι συλλογές διηγημάτων, αναρίθμητο πλήθος άρθρων, δημοσιεύσεων και κριτικών (σε σημείο τέτοιο που μια τιτάνια προσπάθεια-έργο ζωής ενός πανεπιστημιακού εδώ και δέκα χρόνια για μια πλήρη βιβλιογραφία του να έχει αποδειχθεί -μοιραία- πρακτικά αδύνατη…)
Όσο για τις τιμές και τα βραβεία η συλλογή του περιελάμβανε ένα κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, δεκάδες τοπικά βραβεία δήμων, κοινοτήτων και φιλολογικών συλλόγων, μια αρμαθιά κλειδιά από διάφορες πόλεις του κόσμου, μια θέση επίτιμου διδάκτορα honoris causa στο διεθνούς φήμης πανεπιστήμιο «Bunama» της νοτίου Γκάνα. Επίσης είχε μεταφραστεί σε 19 γλώσσες συμπεριλαμβανομένης και μιας διαλέκτου της Ισλανδίας από έναν αμφιλεγόμενου ήθους καθηγητή με καταδίκες για περίεργα «παιχνίδια» με τους φοιτητές και τα κατοικίδια τους. Τέλος, ήταν πρόεδρος και αιώνιο μέλος του παγκοσμίου συλλόγου μονίμων υποψηφίων βραβείου νόμπελ λογοτεχνίας.
Ακουγόταν απίστευτο αλλά ναι (!) αυτουνού τα παιδιά (καρποί απ’ τη σχέση του με την 30χρονη πρώην γραμματέα και νυν απαιτητική σύζυγό του) κρατούσε τις κρύες νύχτες του χειμώνα η μονάκριβη και στρουμπουλή κόρη της κυρίας Σούλας, αγαπημένης μου θυρωρού που ίσως αποδεικνυόταν και σωτήρας της λογοτεχνικής μου καριέρας.
Θα του μιλούσε για μένα, θα του έδινε το χειρόγραφό μου κι αν όλα πήγαιναν καλά κι εκείνος το κοιτούσε (μπορεί στην τουαλέτα) και του άρεσε λιγάκι, έστω λιγάκι, ίσως, λέμε ίσως και να μπορούσα… αν φυσικά δεχόταν εκείνος, να τον συναντούσα προσωπικά!
Παρέδωσα το γραπτό μου στην κόρη κι ήταν σαν να έστελνα το παιδί μου στο μέτωπο. Εκείνη με καθησύχασε.
«Τον ξέρω καλά, μην ανησυχείς. Θα το κοιτάξει και θα σε ειδοποιήσω».
Έτσι μπήκα σε μια νέα περίοδο βασανιστικής αναμονής. Δεν πέρναγε ώρα που το μυαλό μου να μην τρέξει στο πολυτελές πεντάρι - ρετιρέ του Φτασμένου. Το χειρόγραφό μου. Το έχει δει; Μήπως το κοιτάει τώρα; Του άρεσε καθόλου; Μήπως δεν το ‘χει πιάσει ακόμα στα χέρια του; Μήπως το ‘χει πετάξει και οι σελίδες του ανεμίζουν σκόρπιες στη χωματερή των άνω Λιοσίων, ενώ ο Φτασμένος μιλάει με το Μολδαβό εκδότη του;
Πέρασε έτσι ένας μήνας. Τηλεφωνούσα στην κόρη. «Τίποτα;» «Τίποτα ακόμα». Ώσπου μια μέρα…με πήρε εκείνη. Μου έδωσε το τηλέφωνο του και μου είπε να τον πάρω για να συναντηθούμε! Χοροπηδούσα και ούρλιαζα απ’ τη χαρά μου. Επιτέλους! Λίγο να του είχε αρέσει το βιβλίο μου, λίγο να με συμπαθούσε στη συνάντηση μας, ένα λογάκι να ‘λεγε στον εκδότη του και τ’ όνειρο μου θα γινόταν πραγματικότητα! (Φυσικά κανένα ρόλο δεν έπαιζε το ότι ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος είχε απορρίψει προ μηνών το γραπτό μου.)
Προετοιμάστηκα ψυχολογικά, έγραψα τι θα πω και σχημάτισα με δάχτυλα που έτρεμαν το νούμερο του Φτασμένου.
Απάντησε μια φωνή βαριά, βραχνή και συνάμα σοφή: «Ναι;» Γεμάτος νευρικότητα παρουσιάστηκα, ευχαρίστησα και παρακάλεσα για μια συνάντηση.
«Μμμμμμμ (Αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό το «μ» κόλλαγε σ’ ό,τι έλεγε) ναι.. ναι… μμμμμ…ας διαλέξετε εσείς το μέρος αγαπητέ μου….εγώ συνήθιζα να πηγαίνω στου Zonar’s. Τώρα που έκλεισε… ας πάμε εκεί που πηγαίνετε εσείς, η νεολαία…»
«Μα όχι… όπου θέλετε εσείς…»
«Μμμμμ… επιμένω νεαρέ μου. Διαλέξτε εσείς». Δεν είχα περιθώριο να σκεφτώ. Είπα το πρώτο καφέ που μου ήρθε στο μυαλό.
«Εεεεε…. ας πούμε τότε στο Σκουφάκι».
«Πώς το είπατε;»
«Σκουφάκι λέγεται και είναι στην οδό Σκουφά, απέναντι απ’ το Φίλιον».
«Μμμμ… ας είναι· θα το βρω. Να πούμε το Σάββατο στις εννιά;»
«Μάλιστα. Εεε… εννιά το βράδυ;»
«Το πρωί αγαπητέ μου… το πρωί».
«Εεεε… ξέρετε είναι λίγο νωρίς… και… ίσως να μην έχουν ανοίξει ακόμα και…»
«Μμμμ… τότε να πούμε το μεσημέρι κατά τις δύο γιατί πριν έχω μμμμ… να παραστώ σε μια εκδήλωση στο Δήμο Αθηναίων… ξέρετε θα με τιμήσουν πάλι…» Έτσι κλείστηκε το περίφημο ραντεβού μου με το διάσημο Γεώργιο Φτασμένο. Σάββατο δύο η ώρα στο τρομερό Σκουφάκι.
Την κρίσιμη μέρα που δεν έχει παζάρι για τους εβραίους βρισκόμουν απ’ τις δώδεκα στη περιοχή του μικρού σκουφιού. Βολιδοσκοπούσα, έλεγχα την κίνηση, μύριζα τον αέρα προσπαθώντας να μαντέψω τι μου επιφύλασσε η μοίρα… Αλίμονο! (όπως θα έλεγε κι ο Ε.Α.Πόε) Ούτε στην πιο ξέφρενη φαντασία μου δεν θα το φανταζόμουν!
Μία η ώρα ακριβώς μπήκα μέσα. Όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Πού θα καθόμουν με τον Φτασμένο; Στον πάγκο; Θα τα κατάφερνε ν’ ανέβει και να σταθεί στο σκαμπό; Στήθηκα σε μιαν άκρη. Άρχισε να με κυκλώνει μια εκνευριστική ζέστη. Κόσμος έμπαινε – έβγαινε, γέλια, φωνές, καφέδες και μπύρες να πηγαινοέρχονται, όλα έμοιαζαν να με τριγυρίζουν εχθρικά ξυπνώντας μου πονοκεφάλους και νευρωτικά σύνδρομα.
Παρήγγειλα μια Stella. Την έπινα όρθιος απ’ το μπουκάλι καιροφυλακτώντας για ένα τραπέζι. Μία και είκοσι. Μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας. Πού θα καθόμασταν; Πού θα μιλάγαμε; Μία και σαράντα. Το μαγαζί είχε γεμίσει. Το διέσχιζες προς τα μέσα με δυσκολία. Με την άκρη του ματιού μου πιάνω μια κίνηση. Δύο γκόμενες βγάζουν να πληρώσουν. Ορμάω και στέκομαι από πάνω τους. Παραλίγο να πληρωθώ και τους καφέδες τους. Ανέλπιστο, αλλά καταφέρνω και βρίσκω τραπέζι, το καλύτερο κιόλας, στην τζαμαρία, πέντε λεπτά πριν από τις δύο. Κάθομαι ανακουφισμένος. Παραγγέλνω άλλη μια μπύρα και βγάζω το μπουφάν μου νιώθοντας αρκετά καλύτερα. Τι ήταν να το πω; Γυρίζω το κεφάλι και μένω. Το βλέμμα μου σταματά στο διπλανό τραπέζι. Ο εφιάλτης μόλις είχε αρχίσει.
Στο διπλανό τραπέζι βρισκόταν ο Διάολος, ο Σατανάς μεταμορφωμένος σε γκόμενα, σε γκομενάρα, σε θεά, σε πλάσμα εξωπραγματικό, σε Έρωτα Μοναδικό. Αιχμαλώτισε το άβουλο βλέμμα μου και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια τόσο έντονα που μου ‘ρθε ζαλάδα. Οπισθοχώρησα γυρίζοντας το κεφάλι αλλού. Ανώφελο. Ξαναγύρισα τη ματιά μου πάνω της ντροπιασμένος. Είχε μισανοίξει τα χείλη. Ηδονικές παγίδες, γλυκές τανάλιες, ύπουλες ρουφήχτρες του αθηναϊκού πελάγους…Δοκίμασα το παλιό όπλο που σπάνια σε προδίδει: Αλκοόλ. Η υπόλοιπη μισή όμως μπύρα που είχα στη διάθεση μου φάνταζε σαν ραγισμένη οδοντογλυφίδα απέναντι στη παντοδύναμη και θανατηφόρο ύπαρξη, που για να διασκεδάσει περαιτέρω μαζί μου, πραγματοποιούσε ένα απ’ τα χιλιάδες θηλυκά κόλπα της: έτριψε τους μηρούς της απίστευτα αργά και βασανιστικά, αλλάζοντας πόδι και σταυρώνοντας όχι μόνο τα μπούτια της αλλά και τις συνειδήσεις όλων των παρόντων αρσενικών. Παρ’ όλα αυτά ήπια μονορούφι την υπόλοιπη μπύρα. Ανατρίχιασα νιώθοντας ένα ψυχρό ρεύμα αέρα στη πλάτη. Η πόρτα ήταν ανοιχτή απ’ τον κόσμο που μπαινόβγαινε συνεχώς. Δύο και δέκα και μετά κόπου κρατιέμαι να μην τη κοιτάξω. Αρχίζω να διαβάζω την ετικέτα της μπύρας. STELLA ARTOIS. Δεν αντέχω. Παραδίνομαι ξανά. Το άσπρο φανελάκι που φορά μέσα απ’ το ανοιχτό πουκάμισο σφίγγει τα στήθη της που αμυνόμενα προσπαθούν με όπλο τις μυτερές ρώγες να το σκίσουν και να πεταχτούν έξω. Φυσικά δεν υπάρχει ίχνος σουτιέν να χαλάει την εικόνα. Όμως να που βάλθηκε να με συντρίψει. Φέρνει το μακρύ νύχι της στο στόμα και το γλείφει απειροελάχιστα, τα μάτια της αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα, με γδύνει, με πατά με το μυτερό τακούνι της, με χαράζει με τα κοφτερά νύχια της. «Άλλη μια μπύρα παρακαλώ!» Φτάνει αμέσως. Βουτάω πάνω της, αφρίζει, κατεβαίνει γρήγορα, με πλημμυρίζει το ξανθό οινόπνευμα, με βοηθάει, αμύνομαι ενάντια στον Εωσφόρο που κάθεται απέναντι μου, κλείνω τα μάτια και αφήνω το αλκοόλ να γεμίσει κάθε ευάλωτη γωνιά μου. Όταν τα ξανανοίγω μπροστά μου στέκεται η μεγαλοπρεπής φιγούρα του Φτασμένου, που μόνο από τη τηλεόραση είχα δει. Είναι φανερό ότι ψάχνει το νεαρό που οφείλει να τον υποδεχτεί. Πετάγομαι πάνω κλαρίνο. Εκείνος βαρύς, γενειοφόρος, με τις γνώσεις να τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του, σιγομασουλά με κλεισμένο στόμα πολύτιμες σκέψεις που ποιος ξέρει αν ποτέ θα δουν το φως της δημοσιότητας…
Τέλος α' μέρους (1 από 2)
συνεχίζεται
ΣΤΟ ΣΚΟΥΦΑΚΙ Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΓΔΥΝΟΜΑΙ!
Μέρος πρώτον 1 από 2
του Δημήτρη Μαμαλούκα
στους νέους συγγραφείς και τις κυρίες πειρασμούς
Γιατί να διαλέξω αυτό το καφέ! Τόσα άλλα υπάρχουν! Γιατί όμως να τύχει κι εκείνη εκεί! Την ίδια ώρα! Η περιπέτεια μου είναι για γέλια και για κλάματα. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ούτε στο σινεμά. Ας προσπαθήσω να σας τη διηγηθώ:
Τ’ όνομά μου είναι Νίκος Γιάννης. Ναι δυστυχώς. Όπως τ’ ακούτε. Νίκος το μικρό, Γιάννης το επώνυμο. Το όνειρο μου είναι (ήταν δυστυχώς) να γίνω κάποτε ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας. Θα πείτε: με τέτοιο όνομα; Έχετε απόλυτο δίκιο. Να ‘ταν όμως μόνο αυτό το πρόβλημα…
Φαντάζομαι ότι λίγοι από σας γνωρίζετε πόσο δύσκολο είναι να καταφέρεις να εκδώσεις κάτι… κυρίως αν είσαι παν- άγνωστος και δεν γνωρίζεις κάποιον που να γνωρίζει κάποιον στον εκδοτικό χώρο. Φυσικά αν το βάλεις σκοπό της ζωής σου και το παλέψεις με νύχια και με δόντια κάθε μέρα, στο τέλος θα τα καταφέρεις. Εγώ; Εγώ το πάλευα ακόμα. Είχα, με χίλιους κόπους, καταφέρει να ολοκληρώσω το πρώτο μου βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα τριακοσίων και βάλε σελίδων. Όλος χαρά κι ελπίδα άρχισα να το μοιράζω και να το στέλνω στους μεγαλύτερους και πιο διάσημους εκδοτικούς οίκους: Έλατο, Δοκάρια, Κεριά, Χαλάκια, Φουντούκια. Πέρασα έτσι στο αγχωτικό και ψυχοφθόρο στάδιο της αναμονής… Κάθε πρωί έψαχνα το γραμματοκιβώτιο, αναπηδούσα με κάθε χτύπημα του τηλεφώνου. Περίμενα ν’ ακούσω: «Συγχαρητήρια κύριε Γιάννη (ή κύριε Νίκο). Έχουμε την χαρά να σας αναγγείλουμε ότι αποφασίσαμε να εκδώσουμε το αριστούργημα σας!» Ανησυχούσα κιόλας μήπως απαντήσουν θετικά δύο (ή και παραπάνω) και μετά αρχίσουν τους τσακωμούς για χάρη μου!
Στους επόμενους οχτώ μήνες το χειρόγραφο μου είχε εκδοθεί δεκαεννιά φορές σε ισάριθμα όνειρα στον ύπνο μου, ενώ δεν είχα δεχτεί ούτε ένα τηλεφώνημα από εκδότη στο ξύπνο μου. Αντίθετα, τις λίγες φορές που τόλμησα να πάρω για να ρωτήσω, γοητευτικές γυναικείες φωνές, γρατζουνώντας με τα μακριά κόκκινα νύχια τους τ’ ακουστικό, μου απαντούσαν εκνευρισμένες: «Αν είναι, θα σας καλέσουμε εμείς κύριε! Μην ξαναπάρετε!» Κι έτσι φόρεσα τα μαύρα μου κι άρχισα να περιπλανιέμαι στο κόσμο της απογοήτευσης … όταν ο καλός Θεούλης μου έστειλε στο δρόμο μου την Ελπίδα… με το πρόσωπο της θυρωρού μου της κυρίας Σούλας… Με έβλεπε σκυθρωπό και αμίλητο ώσπου δεν άντεξε και με σταμάτησε: «Κύριε Νίκο μου τι έχεις;» (Κι εγώ της εξήγησα.)
«Κυρία Σούλα μου αν δεν έχεις μέσον δεν μπορείς να βγάλεις βιβλίο σήμερα…» Έδειξε να προβληματίζεται λίγο και μίλησε με κάποιο δισταγμό:
«Κύριε Νίκο μου, σκέφτομαι τώρα… ξέρεις… η κόρη μου κρατάει τα παιδιά κάποιου γνωστού κυρίου που γράφει βιβλία. Θέλεις να της πω να του μιλήσει για σένα;»
«Σ’ ευχαριστώ· θυμάσαι πώς τον λένε;»
«Όχι παιδί μου, αλλά θα σου πω αύριο το πρωί».
Έτσι χωρίσαμε κι εγώ παρέμενα στη σφαίρα της απαισιοδοξίας. Ποιος ξέρει ποιος να ‘ταν κι αυτός ο «γνωστός» συγγραφέας που ήξερε η κόρη της κυρίας Σούλας; Το επόμενο μεσημέρι συναντηθήκαμε τυχαία μπροστά στο ασανσέρ. Δίχως να χάσει χρόνο ξεστόμισε τη βόμβα μεγατόνων που έκρυβε μέσα στα χείλη της:
«Έμαθα ποιος είναι ο κύριος που γράφει βιβλία».
«Ποιος κυρία Σούλα;»
«Κάποιος Γιώργος Φτασμένος». Το είπε τόσο απλά. Σα να επρόκειτο για ένα πλανόδιο μικροπωλητή καλτσών της Αιόλου. Όμως εγώ στο άκουσμα αυτού του ονόματος ένιωσα να σβήνω, μισός μέσα, μισός έξω απ’ τ’ ασανσέρ. Ήταν αλήθεια. Δεν είχε κάνει λάθος. Την έβαλα να μου το επαναλάβει τρις. Επρόκειτο για τον διασημότερο εν ζωή έλληνα συγγραφέα.
Η λογοτεχνική του βαρύτητα συνδυαζόμενη με την επιβλητική παρουσία του προκαλούσε ρίγη συγκίνησης στους φιλολογικούς κύκλους, αμέτρητο φθόνο στους γνωστούς συγγραφείς, δέος στους άγνωστους, με λίγα λόγια ο κορυφαίος (ή κορφαίος, σύμφωνα με τα ελληνικά του Α. Θεοφιλόπουλου της ΕΤ-1) της συγγραφικής τέχνης στην Ελλάδα. Τι να πρωτοαναφέρεις για το διάσημο έργο του: δεκαεννιά μυθιστορήματα (τα πέντε ταινία, τα τέσσερα σήριαλ), έξι συλλογές διηγημάτων, αναρίθμητο πλήθος άρθρων, δημοσιεύσεων και κριτικών (σε σημείο τέτοιο που μια τιτάνια προσπάθεια-έργο ζωής ενός πανεπιστημιακού εδώ και δέκα χρόνια για μια πλήρη βιβλιογραφία του να έχει αποδειχθεί -μοιραία- πρακτικά αδύνατη…)
Όσο για τις τιμές και τα βραβεία η συλλογή του περιελάμβανε ένα κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, δεκάδες τοπικά βραβεία δήμων, κοινοτήτων και φιλολογικών συλλόγων, μια αρμαθιά κλειδιά από διάφορες πόλεις του κόσμου, μια θέση επίτιμου διδάκτορα honoris causa στο διεθνούς φήμης πανεπιστήμιο «Bunama» της νοτίου Γκάνα. Επίσης είχε μεταφραστεί σε 19 γλώσσες συμπεριλαμβανομένης και μιας διαλέκτου της Ισλανδίας από έναν αμφιλεγόμενου ήθους καθηγητή με καταδίκες για περίεργα «παιχνίδια» με τους φοιτητές και τα κατοικίδια τους. Τέλος, ήταν πρόεδρος και αιώνιο μέλος του παγκοσμίου συλλόγου μονίμων υποψηφίων βραβείου νόμπελ λογοτεχνίας.
Ακουγόταν απίστευτο αλλά ναι (!) αυτουνού τα παιδιά (καρποί απ’ τη σχέση του με την 30χρονη πρώην γραμματέα και νυν απαιτητική σύζυγό του) κρατούσε τις κρύες νύχτες του χειμώνα η μονάκριβη και στρουμπουλή κόρη της κυρίας Σούλας, αγαπημένης μου θυρωρού που ίσως αποδεικνυόταν και σωτήρας της λογοτεχνικής μου καριέρας.
Θα του μιλούσε για μένα, θα του έδινε το χειρόγραφό μου κι αν όλα πήγαιναν καλά κι εκείνος το κοιτούσε (μπορεί στην τουαλέτα) και του άρεσε λιγάκι, έστω λιγάκι, ίσως, λέμε ίσως και να μπορούσα… αν φυσικά δεχόταν εκείνος, να τον συναντούσα προσωπικά!
Παρέδωσα το γραπτό μου στην κόρη κι ήταν σαν να έστελνα το παιδί μου στο μέτωπο. Εκείνη με καθησύχασε.
«Τον ξέρω καλά, μην ανησυχείς. Θα το κοιτάξει και θα σε ειδοποιήσω».
Έτσι μπήκα σε μια νέα περίοδο βασανιστικής αναμονής. Δεν πέρναγε ώρα που το μυαλό μου να μην τρέξει στο πολυτελές πεντάρι - ρετιρέ του Φτασμένου. Το χειρόγραφό μου. Το έχει δει; Μήπως το κοιτάει τώρα; Του άρεσε καθόλου; Μήπως δεν το ‘χει πιάσει ακόμα στα χέρια του; Μήπως το ‘χει πετάξει και οι σελίδες του ανεμίζουν σκόρπιες στη χωματερή των άνω Λιοσίων, ενώ ο Φτασμένος μιλάει με το Μολδαβό εκδότη του;
Πέρασε έτσι ένας μήνας. Τηλεφωνούσα στην κόρη. «Τίποτα;» «Τίποτα ακόμα». Ώσπου μια μέρα…με πήρε εκείνη. Μου έδωσε το τηλέφωνο του και μου είπε να τον πάρω για να συναντηθούμε! Χοροπηδούσα και ούρλιαζα απ’ τη χαρά μου. Επιτέλους! Λίγο να του είχε αρέσει το βιβλίο μου, λίγο να με συμπαθούσε στη συνάντηση μας, ένα λογάκι να ‘λεγε στον εκδότη του και τ’ όνειρο μου θα γινόταν πραγματικότητα! (Φυσικά κανένα ρόλο δεν έπαιζε το ότι ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος είχε απορρίψει προ μηνών το γραπτό μου.)
Προετοιμάστηκα ψυχολογικά, έγραψα τι θα πω και σχημάτισα με δάχτυλα που έτρεμαν το νούμερο του Φτασμένου.
Απάντησε μια φωνή βαριά, βραχνή και συνάμα σοφή: «Ναι;» Γεμάτος νευρικότητα παρουσιάστηκα, ευχαρίστησα και παρακάλεσα για μια συνάντηση.
«Μμμμμμμ (Αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό το «μ» κόλλαγε σ’ ό,τι έλεγε) ναι.. ναι… μμμμμ…ας διαλέξετε εσείς το μέρος αγαπητέ μου….εγώ συνήθιζα να πηγαίνω στου Zonar’s. Τώρα που έκλεισε… ας πάμε εκεί που πηγαίνετε εσείς, η νεολαία…»
«Μα όχι… όπου θέλετε εσείς…»
«Μμμμμ… επιμένω νεαρέ μου. Διαλέξτε εσείς». Δεν είχα περιθώριο να σκεφτώ. Είπα το πρώτο καφέ που μου ήρθε στο μυαλό.
«Εεεεε…. ας πούμε τότε στο Σκουφάκι».
«Πώς το είπατε;»
«Σκουφάκι λέγεται και είναι στην οδό Σκουφά, απέναντι απ’ το Φίλιον».
«Μμμμ… ας είναι· θα το βρω. Να πούμε το Σάββατο στις εννιά;»
«Μάλιστα. Εεε… εννιά το βράδυ;»
«Το πρωί αγαπητέ μου… το πρωί».
«Εεεε… ξέρετε είναι λίγο νωρίς… και… ίσως να μην έχουν ανοίξει ακόμα και…»
«Μμμμ… τότε να πούμε το μεσημέρι κατά τις δύο γιατί πριν έχω μμμμ… να παραστώ σε μια εκδήλωση στο Δήμο Αθηναίων… ξέρετε θα με τιμήσουν πάλι…» Έτσι κλείστηκε το περίφημο ραντεβού μου με το διάσημο Γεώργιο Φτασμένο. Σάββατο δύο η ώρα στο τρομερό Σκουφάκι.
Την κρίσιμη μέρα που δεν έχει παζάρι για τους εβραίους βρισκόμουν απ’ τις δώδεκα στη περιοχή του μικρού σκουφιού. Βολιδοσκοπούσα, έλεγχα την κίνηση, μύριζα τον αέρα προσπαθώντας να μαντέψω τι μου επιφύλασσε η μοίρα… Αλίμονο! (όπως θα έλεγε κι ο Ε.Α.Πόε) Ούτε στην πιο ξέφρενη φαντασία μου δεν θα το φανταζόμουν!
Μία η ώρα ακριβώς μπήκα μέσα. Όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Πού θα καθόμουν με τον Φτασμένο; Στον πάγκο; Θα τα κατάφερνε ν’ ανέβει και να σταθεί στο σκαμπό; Στήθηκα σε μιαν άκρη. Άρχισε να με κυκλώνει μια εκνευριστική ζέστη. Κόσμος έμπαινε – έβγαινε, γέλια, φωνές, καφέδες και μπύρες να πηγαινοέρχονται, όλα έμοιαζαν να με τριγυρίζουν εχθρικά ξυπνώντας μου πονοκεφάλους και νευρωτικά σύνδρομα.
Παρήγγειλα μια Stella. Την έπινα όρθιος απ’ το μπουκάλι καιροφυλακτώντας για ένα τραπέζι. Μία και είκοσι. Μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας. Πού θα καθόμασταν; Πού θα μιλάγαμε; Μία και σαράντα. Το μαγαζί είχε γεμίσει. Το διέσχιζες προς τα μέσα με δυσκολία. Με την άκρη του ματιού μου πιάνω μια κίνηση. Δύο γκόμενες βγάζουν να πληρώσουν. Ορμάω και στέκομαι από πάνω τους. Παραλίγο να πληρωθώ και τους καφέδες τους. Ανέλπιστο, αλλά καταφέρνω και βρίσκω τραπέζι, το καλύτερο κιόλας, στην τζαμαρία, πέντε λεπτά πριν από τις δύο. Κάθομαι ανακουφισμένος. Παραγγέλνω άλλη μια μπύρα και βγάζω το μπουφάν μου νιώθοντας αρκετά καλύτερα. Τι ήταν να το πω; Γυρίζω το κεφάλι και μένω. Το βλέμμα μου σταματά στο διπλανό τραπέζι. Ο εφιάλτης μόλις είχε αρχίσει.
Στο διπλανό τραπέζι βρισκόταν ο Διάολος, ο Σατανάς μεταμορφωμένος σε γκόμενα, σε γκομενάρα, σε θεά, σε πλάσμα εξωπραγματικό, σε Έρωτα Μοναδικό. Αιχμαλώτισε το άβουλο βλέμμα μου και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια τόσο έντονα που μου ‘ρθε ζαλάδα. Οπισθοχώρησα γυρίζοντας το κεφάλι αλλού. Ανώφελο. Ξαναγύρισα τη ματιά μου πάνω της ντροπιασμένος. Είχε μισανοίξει τα χείλη. Ηδονικές παγίδες, γλυκές τανάλιες, ύπουλες ρουφήχτρες του αθηναϊκού πελάγους…Δοκίμασα το παλιό όπλο που σπάνια σε προδίδει: Αλκοόλ. Η υπόλοιπη μισή όμως μπύρα που είχα στη διάθεση μου φάνταζε σαν ραγισμένη οδοντογλυφίδα απέναντι στη παντοδύναμη και θανατηφόρο ύπαρξη, που για να διασκεδάσει περαιτέρω μαζί μου, πραγματοποιούσε ένα απ’ τα χιλιάδες θηλυκά κόλπα της: έτριψε τους μηρούς της απίστευτα αργά και βασανιστικά, αλλάζοντας πόδι και σταυρώνοντας όχι μόνο τα μπούτια της αλλά και τις συνειδήσεις όλων των παρόντων αρσενικών. Παρ’ όλα αυτά ήπια μονορούφι την υπόλοιπη μπύρα. Ανατρίχιασα νιώθοντας ένα ψυχρό ρεύμα αέρα στη πλάτη. Η πόρτα ήταν ανοιχτή απ’ τον κόσμο που μπαινόβγαινε συνεχώς. Δύο και δέκα και μετά κόπου κρατιέμαι να μην τη κοιτάξω. Αρχίζω να διαβάζω την ετικέτα της μπύρας. STELLA ARTOIS. Δεν αντέχω. Παραδίνομαι ξανά. Το άσπρο φανελάκι που φορά μέσα απ’ το ανοιχτό πουκάμισο σφίγγει τα στήθη της που αμυνόμενα προσπαθούν με όπλο τις μυτερές ρώγες να το σκίσουν και να πεταχτούν έξω. Φυσικά δεν υπάρχει ίχνος σουτιέν να χαλάει την εικόνα. Όμως να που βάλθηκε να με συντρίψει. Φέρνει το μακρύ νύχι της στο στόμα και το γλείφει απειροελάχιστα, τα μάτια της αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα, με γδύνει, με πατά με το μυτερό τακούνι της, με χαράζει με τα κοφτερά νύχια της. «Άλλη μια μπύρα παρακαλώ!» Φτάνει αμέσως. Βουτάω πάνω της, αφρίζει, κατεβαίνει γρήγορα, με πλημμυρίζει το ξανθό οινόπνευμα, με βοηθάει, αμύνομαι ενάντια στον Εωσφόρο που κάθεται απέναντι μου, κλείνω τα μάτια και αφήνω το αλκοόλ να γεμίσει κάθε ευάλωτη γωνιά μου. Όταν τα ξανανοίγω μπροστά μου στέκεται η μεγαλοπρεπής φιγούρα του Φτασμένου, που μόνο από τη τηλεόραση είχα δει. Είναι φανερό ότι ψάχνει το νεαρό που οφείλει να τον υποδεχτεί. Πετάγομαι πάνω κλαρίνο. Εκείνος βαρύς, γενειοφόρος, με τις γνώσεις να τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του, σιγομασουλά με κλεισμένο στόμα πολύτιμες σκέψεις που ποιος ξέρει αν ποτέ θα δουν το φως της δημοσιότητας…
Τέλος α' μέρους (1 από 2)
συνεχίζεται
Labels: συγγραφή
37 Comments:
Σχέδιο συνέχειας διηγήματος Μαμαλούκα
Ο Νίκος Γιάννης συστήνεται στον Γιώργο Φτασμένο και τον προσκαλεί στο τραπέζι του. Ο Φτασμένος αντιπροτείνει το διπλανό, όπου κάθεται το θηλυκό βάσανο του πρωταγωνιστή, που αποδεικνύεται σύζυγος του Φτασμένου, με τον οποίο είχε ραντεβού στο Σκουφάκι (μετά τα ψώνια της στην αγορά του Κολωνακίου π.χ.).
Ο Νίκος Γιάννης:
α) χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του
β) πιστεύει ότι το γεγονός θα αποβεί υπέρ του (η σύζυγος τον έχει φλερτάρει και αυτός το ίδιο)
γ) πιστεύει ότι το γεγονός θα αποβεί κατά του (για ακριβώς τον ίδιο λόγο)
δ) παρακαλά να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.
Η συζήτηση, ανέλπιδα, εξελίσσεται ευχάριστα και θετικά, ο Φτασμένος μιλά επαινετικά για το βιβλίο του Νίκου, η κυρία εξακολουθεί να τον κοιτάζει με νόημα παραμένοντας σιωπηλή.
Ο Νίκος δέχεται πρόταση του φτασμένου για π/σ/κ στο σπίτι του στη Μύκονο, όπου θα έχουν ησυχία να μιλήσουν για την προοπτική του βιβλίου. Την αποδέχεται.
Π/Σ/Κ στη βίλλα του φτασμένου Φτασμένου στον Ορνό. Ο Νίκος έχει πάρει δώρο ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι για τον Φτασμένο και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια για την όμορφη από το «Ενώτιον» του Μακμάνου (επίσης επίλεκτου θαμώνα του Σκουφακίου) στην Ομήρου. Το π/σ/κ δεν είναι παρά the beginning of a beautiful friendship. Θα ακολουθήσουν πολλά ακόμα. Οι τρεις γίνονται αχώριστοι. Ο Φτασμένος επιμελείται του βιβλίου του Νίκου και ο Νίκος επιμελείται της γυναικός του Φτασμένου. Βουλιάζει στον έρωτά του γι αυτήν και, σχεδόν, ξεχνά το βιβλίο.
Περνούν μήνες, ο Φτασμένος ακόμα κάνει διορθώσεις στο βιβλίο, ο Νίκος νοιώθει υποχρεωμένος που ο διάσημος συγγραφέας ασχολείται τόσο με το πρωτόλειό του και για να βγάλει την υποχρέωση «διασκεδάζει» την κυρία Φτασμένου (με την οποία είναι αθεράπευτα ερωτευμένος).
Κάποιο σ/κ που φιλοξενείται πάλι στο σπίτι της Μυκόνου, ξεμένει από τσιγάρα αργά τη νύχτα και κατεβαίνει από το δωμάτιό του στο γραφείο του Φτασμένου για να αναζητήσει ένα-δύο. Ψάχνοντας στα συρτάρια για κανένα ξεχασμένο πακέτο, βρίσκει ένα γράμμα του εκδότη του Φτασμένου με κάποιες παρατηρήσεις για το τελευταίο έργο του συγγραφέα. Συνειδητοποιεί έντρομος ότι πρόκειται για το δικό του βιβλίο. Ο τρόμος του μετατρέπεται σε τυφλό θυμό. Αρπάζει το χειρόγραφό του και ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλιά προς το δωμάτιο του Φτασμένου. Ρίχνεται έξαλλος επάνω του, ενώ αυτός κοιμάται, σκίζει το χειρόγραφο και –κυριολεκτικά- του το ταΐζει! Ο Φτασμένος παθαίνει ανακοπή από το φόβο του και πεθαίνει.
Η εξέλιξη των γεγονότων είναι ραγδαία. Η Ωραία Φτασμένου προσφέρεται να αποσιωπήσει το έγκλημα με την προϋπόθεση ο Νίκος να μην αμαυρώσει τη μνήμη και την υστεροφημία του άντρα της. «Θα γράψεις άλλο εσύ», του λέει. «Αυτό είναι δικό του. Το πλήρωσε με το κορμί μου και με τη ζωή του. Και το πλήρωσε πολύ ακριβά. Τα προηγούμενα 19 του είχαν στοιχίσει μόνο το κορμί μου». Μπροστά στη φρίκη της αποκάλυψης (ο Φτασμένος με δόλωμα την όμορφη και λάγνα σύζυγο εξαπατούσε νεαρούς, φιλόδοξους συγγραφείς και παρουσίαζε τα έργα τους για δικά του) και τρέμοντας μην περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στις φυλακές, ο Νίκος αναγκάζεται να δεχτεί.
Στην κηδεία του Φτασμένου (ο θάνατος του οποίου αποδόθηκε σε ανακοπή που έπαθε στον ύπνο του), εντύπωση σε όλους έκανε ένας ψηλός, γεροδεμένος Ισλανδός που έκλαιγε γοερά κρατώντας στην αγκαλιά του ένα κατάλευκο poodle. Η Ωραία είπε στο Νίκο (τον καλόπιανε μέχρι την κυκλοφορία του βιβλίου και το άνοιγμα της διαθήκης του Φτασμένου, όπου της παραχωρούσε τα συγγραφικά του δικαιώματα), ότι ο τύπος ήταν ο Ισλανδός μεταφραστής του Φτασμένου, ο «αμφιλεγόμενου ήθους καθηγητής με καταδίκες για περίεργα «παιχνίδια» με τους φοιτητές και τα κατοικίδια τους», εδώ και 15 χρόνια εραστής του Φτασμένου.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Νίκος Γιάννης κάνει τεράστια επιτυχία με το «πρώτο» του βιβλίο. Σ’ αυτό διηγείται την ιστορία ενός νέου συγγραφέα, ενός φτασμένου τέτοιου και της πανέμορφης συζύγου του δεύτερου.
The end
Απέφυγα τις περιγραφές ερωτικών σκηνών, για να μη σοκάρουμε τον Librofilo :ppppppp
Μπορείτε όμως να πάρετε μια ιδέα του τι περίπου θα έγραφα εδώ:
http://shine-on-you-crazy-diamond.blogspot.com/2006/07/blog-post_25.html
:p
@Composition doll
Λοιπόν ξεκινώ από το ερωτικό σας.
Πάρα πολύ καλό. Αληθινό πάθος. Μου άρεσε πραγματικά. Ξέρετε τι σκέψη μου γέννησε; Πως μερικά τέτοια έντονα πάθη είναι που εξελίσσονται σε τρομερούς καυγάδες. Δηλαδή αν αυτοί οι δύο κάποτε σμίξουν «κανονικά» και τσακωθούν, το μίσος που θα αναπτυχτεί μεταξύ τους θα είναι ανάλογο του έρωτά τους.
Λέω κανονικά γιατί υποθέτω πως είναι παράνομο ζευγάρι (κι αν είναι έτσι έπρεπε να φύγουν χωριστά και να μην έχουν παρκάρει κοντά παρόλο που το ξενοδοχείο είναι απομονωμένο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες δικές μου που τα ψειρίζω πολύ).
Περνάμε στο διήγημά μου.
Πόσα μου γράψατε!
Η φαντασία σας οφείλω να ομολογήσω θα έκανε τον Στίβεν Κίνγκ να βάλει τα μολύβια του στην κασετίνα και να φύγει ντροπιασμένος από την τάξη.
Η συνέχειά σας είναι πολύ καλή, αλλά φαίνεται να γράφετε τη συνέχεια μιας νουβέλας να μην πω μυθιστορήματος. Η δική μου συνέχεια είναι όση και το πρώτο μέρος (εξού και το 1 από 2 κτλ). Έτσι φοβάμαι ότι το δικό μου θα σας φανεί κουτσουρεμένο και λίγο.
Υποθέτω πως το γνωρίζατε, αλλά αφήσατε τη φαντασία σας να σας οδηγήσει όπου εκείνη ήθελε, και καλά κάνατε. Γράψατε έτσι μια υπόθεση ολόκληρου βιβλίου που έχει απ’ όλα τα στοιχεία που ιντριγκάρουν και ερεθίζουν τον αναγνώστη.
(Δεν θα αποκαλύψω τα σημεία που είστε μέσα μήπως παίξει κι άλλος παίχτης).
Δε θέλω να μου πείτε τίποτα παραπάνω από αυτό:
Θέλετε-προσπαθείτε να εκδώσετε δουλειά σας;
Ευχαριστώ για τον πολύ χρόνο που διαθέσατε.
Καλημέρα σας. Μαμαλούκα! Δεν θα τη "βλάλετε" με ένα ναι ή ένα όχι μου! Είμαι, εκ φύσεως, φλύαρη! :p
1. Όπως θα δείτε και από την ώρα που σας άφησα το σχόλιο, είχα μόλις επιστρέψει από κρασάκι και φαγάκι με παρέα εκλεκτή. Διάβασα το διήγημά σας και πήρα μπρος (το κρασάκι θα φταίει). Φυσικά και είδα πως η περίληψη μου ήταν τεράστια, αλλά είχα πάρει φόρα και είπα να το αφήσω!
2. Για το ερωτικό μου, τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς όπως τα φανταστήκατε, είστε διορατικότατος!
3. Όσο για την "έκδοσή" μου, δεν νομίζω πως διαθέτω την πειθαρχία που χρειάζεται ένας συγγραφέας. Όλα όσα έχω γράψει βρίσκονται στα δύο μπλογκς, δεν έχω τίποτα έτοιμο στο συρτάρι για να το δείξω κάπου.
Πραγματικά το χάρηκα πολύ το χτεσινοβραδινό παιχνίδι! Ευχαριστώ για την ευκαιρία και, κυρίως, για τα καλά σας λόγια.
Κι εγώ ευχαριστώ για τη συμμετοχή.
Αχ η πειθαρχία που χρειάζεται ένας συγγραφέας! αν ξέρατε πώς σκέφτονται μερικοί συγγραφείς τουλάχιστον στην Ελλάδα... άλλού για αλλού που λέμε (αλλά μάλλον τα ξέρετε αφού διαβάζετε.
Χαιρετισμούς
Καλημερα!
Να παιξω και εγω? (αν και μετα την CD τι να γραψει κανεις...)
λοιπον, ο Νικος Γιαννης σηκωνεται να υποδεχθει τον Φτασμενο, αυτος καθεται και μεχρι να ανταλλαξουν δυο τυπικες κουβεντες ο Νικος Γιαννης πιανει με την άκρη του ματιου του την γυναικα να βρισκεται σε εμφανη αναστατωση κοιτωντας προς το μερος τους....
μεχρι να τα καλοσκεφτει ολα αυτα, η γκομεναρα σηκωνεται απο το τραπεζι, πλησιαζει προς το μερος τους και στεκεται αναμεσα τους κοιτωντας τον Φτασμενο επιδεικτικα!...αυτος χλωμιαζει, πρασινιζει, κιτρινιζει και ο Νικος Γιαννης έκπληκτος ακούει την γκομεναρα να λεει στον Φτασμενο: "ποιος ειναι αυτος, ο καινουριος σου γκομενος? για αυτο τοση ωρ τον καρφωνω και αυτος κανει το κοροιδο? ....σε πηδάει καλυτερα απο τον καλογερο στην Πατμο που για χαρη του με ξεφτιλισες? ε? ..."
.....και χωρις να διστασει στιγμη, η γκομεναρα, σκυβει μπροστα στον Νικο Γιαννη, του ξεκουμπωνει το παντελονι και αρχιζει να του κανει έναν προστυχο στοματικο έρωτα μπροστα στα έκπληκτα μάτια όλων.... μετα από μισο λεπτο και ενω όλοι έχουν πάθει εμφανώς σοκ, η γκομενάρα σηκώνεται, σκουπιζει επιδεικτικα τα χειλια της και απευθυνόμενη στον -κατάχλωμο πλεον- Φτασμενο λεει: "Αφου λοιπον εσυ δεν θελεις να με πηδας άλλο, θα πηδαω και γω τους γκομενους σου, παλιοαδερφαρα!"
....και γυρνωντας προς τους υπολοιπους εκπληκτους θαμωνες, η γκομενάρα σε έξαλλη κατασταση αναφωνει: "μάλιστα κυριοι, ο αξιοτιμος κυριος Φτασμενος δεν ειναι τιποτα άλλλο απο μια λουγκρα του κερατα, ένας πισωγλέντης, ένας τιποτενιος ντιγκινταγκας..... σας το λεω εγω, η Ερρικα Καρρα", και λέγοντας αυτα αποχωρει θριαμβευτικα απο το μαγαζι αφήνοντας τους ολους αποσβολωμενους.
Εκεινη τη στιγμη, ο Νικος Γιαννης, παρα το σοκ της στιγμης συνειδητοποιει δυο σημαντικα πραγματα: πρωτον οτι ο Φτασμενος, μην μπορωντας προφανως να αντεξει το σοκ του εξευτελισμου, εχει αφησει την τελευταια του πνοη επάνω στο τραπεζακι....και δευτερο, οτι έχασε τη μεγαλη εκδοτικη ευκαιρια της ζωης του, καθως η γκομεναρα ήταν η Ερρικα Καρρα, κορη του μεγαλυτερου εκδοτη της χωρας και διευθυντρια του ομώνυμου εκδοτικου οικου....
Εξαίρετο, Nuwanda, και δικαιώνει τον τίτλο του διηγήματος, που εγώ τον παρέβλεψα μέσα "στον συγγραφικό μου οίστρο" :ppppp.
Πάντως και οι δυο μας, βγάλαμε αδερφή τον ήρωα του Μαμαλούκα. Μάλλον είμαστε μικρόψυχοι wannabe συγγραφείς, που προσπαθούμε να απομυθοποιήσουμε τους φτασμένους.
(μήπως να άνοιγα κι ένα βλογ ψυχανάλυσης?)
:pppppp
Αγαπητη composition doll,
σας ευχαριστω αλλα κανεις δεν μπορει να σας ξεπερασει!
..μπα, εγω δεν εχω καμια συγγραφικη ματαιοδοξια, ουτε θελω να απομυθοποιησω τους φτασμενους, τους εχω απομυθοποιησει ήδη!
....δυστυχως τους ξέρω καλά ολους αυτους και γνωριζω πολύ καλα το ποσο τιποτενιοι, ψευτικοι και μικροψυχοι ειναι συνηθως!!
Λοιπόν μου φαίνεται πως θα γελάει ο κόσμος. Εγώ –υποτίθεται- είμαι ο συγγραφέας (τρομάρα μου) εσείς δίνετε ρέστα με τα σενάριά σας. (και να φανταστείς ότι αμφότεροι τη φτύνουν τη συγγραφή. Πτου, τι άδικος κόσμος…)
Αγαπητέ Nuwanda η εξέλιξη σας είναι πράγματι εξαιρετική και οφείλω να σας ζητήσω συγνώμη που δε σας είχα συμπεριλάβει στην αρχική λίστα των πιθανών διαγωνιζομένων.
Μου φαίνεται ότι έχετε επηρεαστεί λίγο από την απαγωγή του εκδότη! (κόρη διευθύντρια εκδοτικού οίκου) αλλά οι σκηνές σας είναι συγκλονιστικές.
(φοβάμαι ότι η δική μου συνέχεια θα απογοητέψει, ήδη είναι στην τρίτη θέση).
Εννοείται πως τον ήρωά μου μπορείτε να τον κάνετε ό,τι θέλετε.
τώρα θα γράψει κι ο λιμπρόφιλο και θα μας στείλει όλους
θα παίξω κι εγώ:
Η πανέμορφη κοπέλα είναι αποκύημα της φαντασίας του Νίκου Γιάννη και αποφασίζει να εντάξει το χαρακτήρα της στο μυθιστόρημα που δίνει στο Φτασμένο για ανάγνωση ο Νίκος Γιάννης μετά από μια εβδομάδα. Γράφει πυρετωδώς όλη την εβδομάδα, αλλάζει την υπόθεση και στο επόμενο ραντεβού το πηγαίνει το αλλαγμένο βιβλίο στο Φτασμένο. Εκείνος εντυπωσιάζεται, του το εκδίδει και την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, ο Νίκος Γιάννης βλέπει τη λεγάμενη να κάθεται στην πρώτη σειρά των καλεσμένων στην παρουσίαση.Κάγκελο αυτός! Εκείνη είναι ή πιο "φτασμένη" κριτικός λογοτεχνίας που δουλεύει στη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας. Τον πλησιάζει και του ζητά συνέντευξη. Τι να κάνει ο κακομοίρης, δέχεται...Πάει την επόμενη μέρα στη συνέντευξη και έχει να αντιμετωπίσει εκτός από τη φλογερή παρουσία της και τα επικριτικά της πυρά για το βιβλίο του. Δεν ξέρει τι να κάνει και πώς να αντιδράσει ο δύστυχος.Ψελλίζει κάτι μισερές απόψεις και δικαιολογίες για τη γραφή του και φεύγει απογοητευμένος,τη μισεί μέχρι που διαβάζει δημοσιευμένη τη συνέντευξη: λέει τα καλύτερα γι' αυτόν και το βιβλίο του η άτιμη. Δεν ξέρει τι να κάνει να τη μισήσει ή να τη λατρέψει. Επιλέγει το δεύτερο και κάθεται και γράφει ένα μυθιστόρημα που πρωταγωνιστεί για δεύτερη φορά ερήμην της η θεά.Στη δεύτερη παρουσίαση του επόμενου βιβλίου, νάτη πάλι μπροστά του να χαριεντίζεται με ένα συνάδελφό του. Τη μισεί για δεύτερη φορά ο τύπος και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Τον πλησιάζει αυτή και του ξαναζητά συνέντευξη. Εκείνος αρνείται ενοχλημένος. Αυτή γράφει τη χειρότερη κριτική που θα μπορούσε να υπάρξει για το επίμαχο βιβλίο και τον διαγράφει από το λογοτεχνικό χάρτη της χώρας. Ο Φτασμένος αρνείται να του εκδώσει άλλη δουλειά και ο Νίκος Γιάννης βυθίζεται στη λογοτεχνική λήθη.Αλλά τον τρώει το σαράκι της θεάς και θέλει να την σκοτώσει. Αρχίζει μανιωδώς να πηγαίνει σε όλες τις εκδηλώσεις για βιβλία μήπως και την ξαναπετύχει. Τίποτα αυτή άφαντη. Αυτός τρώει όλη του τη ζωή σχεδιάζοντας την εκδίκησή του, γερνάει με αυτό το νοσηρό καημό, καθώς δεν μπορεί να την εντοπίσει πάλι. Γέρος πια στο γηροκομείο που κατέληξε άτεκνος, μόνος κι ανήμπορος, βρίσκει μια γριούλα καλόβολη και συμπαθητική που πάσχει από αμνησία και την ερωτεύεται. Ζούνε κανένα τρίμηνο έτσι ήσυχα και γλυκά, χωρίς να ξέρει τίποτα γι' αυτή ούτε το όνομά της ούτε το δημόσιο ελεεινό ίδρυμα το ήξερε. Μια μέρα που τον βλέπει να κρατάει το πρώτο του βιβλίο στα χέρια του, θυμάται ποια είναι -η θεά του εννοείται- και του ξερνάει την αλήθεια.Εκείνος μια νύχτα την πνίγει με ένα μαξιλάρι στον ύπνο της και μετά αυτοκτονεί, αφού λυπάται που έχασε δυο φορές τη γυναίκα που στοίχειωσε τη ζωή του
Μάλιστα. καλώς τη Σταυρούλα.
διαγωνισμό ξέφρενης φαντασίας είχαμε βρε παιδιά; Η Σταυρούλα πάντως στον συγκεκριμένο τομέα πέρασε πρωτη ξεπερνώντας ακόμη και την CD.
τώρα, να μην επαναλαμβάνομαι συνεχώς...
Θα περιμένουμε και την nothing is... και βλέπουμε.
Ευχαριστώ για τα λινκς...
Εγώ όπως σωστά προέβλεψε η CD έχω σοκαριστεί και παρακολουθώ άλαλος...Καλά τα πάτε πάντως,η δε προσέγγιση του Nuwanda ταιριάζει περισσότερο στο HUSTLER παρά στο Playboy.
Μήτσο, θα παίξω κι εγώ, ανατρεπτικά όμως: μα τόσες φορές πήγαινα σ' αυτό το καφέ, ε, μα, ποτέ δεν μου προέκυψε -εκεί- κάτι τέτοιο... Θα σε ξαναδιαβάσω και θα ξαναπάω! (ci sentiamo, bene?)
Καλώς τον Βασίλη!
Μα δεν ξέρεις τελικά τι προέκυψε. εκτός κι αν εννοείς τη σούπερ γκόμενα. σ' αυτό ε΄χεις δίκιο, αλλά κάτσε να διαβάσεις τη συνεχεια.
όταν λες θα παίξεις πρέπει να γράψεις τη συνέχεια (μικρή όμως έτσι;)
Σταυρούλα παρακαλώ δεν ήταν τίποτα.
Λιμπρόφιλε grande amico το ξέρω ότι μας παρακολουθείς και καίγεσαι να μπεις στο παιχνίδι. μήπως είσαι η nothing?
gamoto, pnigome sti dulia tora! Ehi endiaferon, tha prospathiso argotera, bene?!
Come vuoi. Hai tempo fino al Lunedi note. Saluti
να σκεφτείτε τώρα διαβάζω τι έγραψα κι εγώ...είχα τόση δουλειά, μόλις απομαγνητοφώνησα και έγραψα τη συνέντευξη με το Σωτήρη Δημηρίου, απολαυστικός άνθρωπος και μετά από γράψιμο 2.000 λέξεων, μπήκα να δω τι αηδίες ξεφούρνισα βιαστικά το μεσημέρι, καλά χάρη στην ανάγκη και οι θεοί πείθονται που λένε.λοιπόν πρέπει να γράφω με πανικό μου φαίνεται, το ήρεμο καταστρέφει την πλοκή μου και δεν θα εκδοθώ ποτέ...Δημήτρη, πιάσε το όπλο και σημάδευε στον κρόταφο, λοιπόν.΄Άντε περιμένω να διαβάσω αύριο πρωί, τι θα γράψει ο Silio και μετά τη συνέχεια. Καλή συνέχεια
Λιμπρόφιλε, φίλτατε, μπήτε στο παιχνίδι και γράψτε μας τη δική σας εκδοχή.
Σε αντάλλαγμα, υπόσχομαι να κάνω αφιέρωμα στο αγαπημένο σας έγκλημα και να μην αφήνω σεξουαλικά υπονοούμενα στα σχόλιά μου για ένα μήνα!
:ppppp
..........να ‘μαι και εγώ
.....Του σφίγγει το χέρι θερμά με όση ενέργεια του έχει απομείνει και όση ευγνωμοσύνη αισθανόταν για την τιμή που του έκανε ο Γιώργος Φτασμένος να τον συναντήσει. Πέρασαν λίγα λεπτά λέγοντας τα τυπικά και έχοντας ξεχάσει στιγμιαία την φιλήδονη γυναίκα που σαν άλλη Εύα του πρότεινε το Μήλο της απόλαυσης. Πανω λοιπον στην κουβεντα και μετα την ερωτηση του μεγαλοσυγγραφεα για το τι θα ηθελε να κανει ,εκεινος χανει τον ειρμό του και απαντα με το μυαλο του (ευτυχως πριν το στόμα του): , «να την γδυσω και να ....».
Τοτε ειναι που χανει εντελως την συγγεντρωση του στην κουβεντα και την αναζητα με το βλεμμα του, που τωρα ειχε γινει απροκαλυπτα αδιακριτο. Ματαια προσπαθουσε να διατηρησει την ηρεμια του ,ενω εκεινη καταλαβαινοντας τα κινητρα του , δινει στον σερβιτορο ενα μικρο χαρτακι. Ο Νικος Γιαννης παρακολουθωντας ολη την σκηνη και βλεποντας τον σερβιτορο να κατευθυνεται προς το μερος του, αισθανοταν τους σφιγμους του να ανεβαινουν επικίνδυνα. Οταν πια ο σερβιτορος του εδωσε το χαρτακι, αυτο εγραφε: «ειστε πολυ γοητευτικος αλλα και πολυ ταραγμενος! Ισως μπορω να βοηθησω....Ακολουθηστε με!»
Την τελευταια στιγμη την βλεπει να κατευθυνεται στην τουαλετα του καφε. Δικαιολογησε οσο πιο φυσικα μπορουσε την , τελικα, φανερη ταραχη του, με το να ζητησει να παει στην τουαλετα. Δεν σκεφτόταν πλεον. Τον οδηγουσε το ενστικτο του και η επιθυμια!
Μολις εκλεισε πισω την πορτα της τουαλετας ,την βρηκε να τον περιμενει εκει .Δεν καταλαβε ποτε βρεθηκε σχεδον χωρις ρουχα, το μονο που ένοιωθε ηταν τα χερια της να τον χαιδευουν και την ζεστη της ανασα στον λαιμο του. Ηταν ετοιμος να προχωρησει οταν ξαφνικά του λεει : «Συγνωμη, πρεπει να φυγω....». Και πριν καλα καλα το καταλαβει βρισκεται μονος προσπαθωντας να ηρεμησει και να ντυθει. Για δευτερολεπτα νομιζει πως ολα ηταν γεννημα της φαντασιας του, αλλα βγαινοντας , την βλεπει να καθεται στο τραπεζι τους και να μιλα με τον Γιωργο Φτασμενο .Οταν εφτασε στο τραπεζι καταχλωμος, του εξηγησαν τι ειχε συμβει. Ηταν ενα διεστραμμενο τεχνασμα, που εκανε παντα στους νεους συγγραφεις, απο αυτα που συχνα πυκνα γενναει η αρρωστημενη φαντασια των λογοτεχνων, με σκοπο να τεσταρει την αυτοπειθαρχια και το παθος του για το γραψιμο. Το μονο που στριφογυριζε στο μυαλο του μεχρι να φτασει σπιτι του ηταν τα τελευταια λογια του Γιωργου Φτασμενου: « Αγαπητε μου, αναμεσα στο παθος για την γυναικα και το παθος για το βιβλιο, ’σεις διαλεξατε το πρωτο. Και σας κατεστρεψε!»
ΤΕΛΟΣ
@ mamaloukas
Εγω και ο librofilο εχουμε μεγαλη αποσταση να δυανυσουμε (δυστυχως για μενα!) για να ταυτιστουμε.Μονο ενας συγγραφεας με μεγαλη φαντασια θα μορουσε να σκεφτει κατι τετοιο! :) :) :)
Κλαπ κλαπ κλαπ, για την εκδοχή της nothing is impossible!!!
Προσωπικά την προτιμώ από όλες!!!
Εντυπωσιακή πράγματι η εκδοχή της nothing is impossible girl.
τηρώ σιγή ιχθύος για τη συνέχεια.
@ CD μη μου πιέζετε τον Librofilo και δεν μας ξαναεπισκεφτεί
@ Nothing is impossible girl Εντάξει αγαπητή μου ήταν απλώς ένα παίγνιο, άλλωστε δεν είναι του χαρακτήρα του Λιμπρόφιλο να εμφανίζεται με ψευδώνυμου του ψευδωνύμου.
@Σταυρούλα αν δεν σε ικανοποιεί η εκδοχή σου διόρθωσέ την ή στείλε άλλη.
Ανακοινώνω ότι θα δώσω και βραβεία (όσκαρ φυσικά, τι; μόνο ο Λιμπόφιλο θα δίνει;)
Λοιπόν μένει μόνο η εκδοχή του Βασίλη εκτός κι αν έχουμε καμία έκπληξη
σας ευχαριστώ όλους.
Προτείνω το βραβείο να είναι μπύρες στο "Σκουφάκι". Εσείς θα πληρώσετε τη μπύρα του νικητή/νικήτριας, και οι υπόλοιποι τις δικές μας!
Ε?
Μέσα! (ή ουίσκι όποιος θέλει)
θα δώσω διάφορα βραβεία (καλύτερου σεναρίου, κι άλλα που θα σκεφτώ τώρα)για τα κεράσματα θα τα βρούμε.
καλησπερα σε ολους!
....εγω θα προτεινα, την εκδοχη που θα επικρατησει, να παμε ολοι μαζι και να την αναπαραστησουμε στο Σκουφακι!! :)
..ελπιζω να μην ειναι η δικια μου!!! :))))))
Εγώ, πάλι, μόνο αν είναι η δικιά σου συμφωνώ με την πρόταση!
:ppppppppppp
Όσο και να με προκαλείτε,δεν τσιμπάω.Είμαι όμως μέσα γιά τα ποτά...Μπορεί να δώσω και χορηγία...
Πάντως γιά την ώρα προηγείται η nothing is impossible girl (μακράν).
librofilo, μην επηρρεαζετε την επιτροπη!!! :)))))
CD, καμμια ιδεα για το πως θα μοιραστουν οι ρολοι? :)))))
Λιμπρόφιλε, άντε καλά. Θα σας κατατάξουμε στους μεγάλους χορηγούς!
Νuwanda, αν κερδίσει η nothing is impossible girl, o ρόλος της πρωταγωνίστριας είναι δικός μου. Κάπως θα πρέπει να παρηγορηθώ κι εγώ!
:ppppp
Αχ κύριε Μαμαλούκα μου, συντηρητικούλη σας βρίσκω. Αυτό το γράψατε για το Playboy ή για τη "Ζωή του Παιδιού"; No wonder why δημοσιεύουν τα δικά μου διηγήματα στα οποία οι ηρωίδες ξεσκίζο.. ερρρ εννοώ ξέρετε τί.
Επειδή λόγω επαγγέλματος έχω αρκετή πείρα στο συνάφι συγγραφείς παύλα δημοσιογράφοι, έχω βαρεθεί να βλέπω άντρες που σκέφτονται με το πουλί τους γιατί ξέρετε τί τους μένει για να απαυτό.Το μυαλό τους,βρε κουτό! Μόνο στο μυαλό τους το κάνουν!!
Λοιπόν, λέω ο ήρωας να γράψει στα τέτοια του την γκόμενα γιατί έτσι κι αλλιώς για να ασχολείται εκείνη μ'εναν looser σαν κι αυτόν θα είναι μάλλον τραβεστί και να κοιτάξει να προωθήσει το βιβλίο του.
Νομίζω πως το παιχνίδι χοντραίνει.
Υποδέχομαι με τιμές αρχηγού κράτους την Ελένη. Μεγάλη τιμή μας κάνετε αγαπητή μου. Σχετικά με τις παρατηρήσεις σας τώρα.
Ω, να είναι κούφια εκείνη η ώρα που θα σκεφτώ και μόνο να αναμετρηθώ συγγραφικά μαζί σας στον τομέα της αέναης μάχης των δύο φύλων και ειδικότερα στην κορύφωσή της: στον έρωτα.
Να είστε ανεκτική απέναντι στα κουτά, συγγραφάκια και μη. Αυτά ξέρουν αυτά γράφουν. Αφήστε με δικαιολογηθώ για να δείξω την ταπεινοφροσύνη μου και μην τη θεωρήσετε αναίδεια. Όντως για το πλειμπόι το έγραψα (ομολογώ) και όχι για το Αθήνα Λας Βέγκας (συλλεκτικό έτσι Nuwanda;) ούτε για το ιταλικό Le ore. Κι άλλωστε αγαπητή μου δε διαβάσατε ακόμα τη συνέχεια να δείτε μήπως εκεί φυλάω το σεξ για να το ρίξω στον ανυποψίαστο αναγνώστη.
Δυστυχώς κι εγώ συναναστρέφομαι συγγραφείς παύλα δημοσιογράφους αλλά δεν μπορώ να διακρίνω αυτά που ένα έμπειρο γυναικείο μάτι μπορεί να ξεχωρίσει. Κι άλλωστε ξέρετε, όταν μιλάνε μεταξύ τους οι άντρες για σεξ είναι απογοήτευση, έτσι δεν είναι;
Τέλος πάντων μακρηγορώ και δεν είναι του εαυτού μου.
Η συνέχειά σας, αν και διανθισμένη με προσωπικά αποφθέγματα και πρόωρα συμπεράσματα, γίνεται δεκτή.
Με αγάπη και σέβας.
το παιχνίδι λήγει σήμερα στις 2100 για να ρίξουμε και κανένα ποστ. ταυτόχρονα θα ανακοινώσω και τα βραβεία. ο Λιμπρόφιλο προσφέρθηκε για χορηγός μπας και του δώσουμε κανένα τιμητικό αλλά δε μασάμε.
ΔΕΝ ΘΑ ΔΩΣΕΤΕ ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟΝ ΧΟΡΗΓΟ????Τα 2 LAGAVULIN της χορηγίας τι θα τα κάνω τώρα??
ε καλά να το ξανασκεφτούμε βρε παιδί μου, κάτι θα γίνει...
O κ. Λιμπροφίλο το θέλει το χαστουκάκι του. Θα το αναλάβω εγώ, μην σας μέλει.
άμαν! το παιχνίδι έχει χοντρύνει σας λέω.
...προβλεψη λιγο πριν την απονομη: εκτιμω οτι θα ειναι κατι σαν τα βραβεια Αριων, ολοι θα παρουν απο ενα!! :)))
....αγαπητε Δημητρη, βεβαιως τοσο το Αθηνα - Λας Βεγκας οσο και το Λονδινο 2000 ηταν βασικα σχολικα εγχειριδια της εποχης μας (ενω στις ελευθερες ωρες διαβαζαμε Μοντατορε και Ταρατατα!!!)
Post a Comment
<< Home