Saturday, September 16, 2006

Μονμάρτρη (Μέρος 2ον)

Μονμάρτρη (διήγημα)

στον αναγνώστη μου jerome

μέρος 2 από 2

...Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω, μπήκα στην τρύπα του γέρου...
Είχε μια μυρωδιά τηγανίλας και συσσωρευμένης βρόμας χρόνων. Μου ήρθε να κάνω εμετό. Μπροστά μου υπήρχε το άθλιο ντιβάνι του κι η ασπρόμαυρη τηλεόραση, σβηστή. Το σπίτι ήταν γεμάτο από διάφορα πράγματα που έδειχναν και σχεδόν πάντα ήταν, σκουπίδια. Σακούλες, σακουλάκια, χαρτοκιβώτια, ταψιά, στοίβες εφημερίδες, κατσαρολικά, σπασμένα εξαρτήματα, παιχνίδια, πλαστικά, σιδερικά, μπουκάλια. Ένα πραγματικό χάος. Δεν θα κατάφερνα να βρω εύκολα το κομπόδεμά του. Είχα χρόνο όμως μέχρι τις πέντε. Άρχισα το ψάξιμο.
Ξεκίνησα απ’ το δωμάτιό του. Ξετύλιγα τα σακούλια, άνοιγα τα χαρτοκιβώτια και τα άδειαζα, μα ήταν τόσο πολλά που ήταν αδύνατον να βάζω στην άκρη ό,τι είχα ήδη ψάξει. Σε μια ώρα ήμουν ιδρωμένος, με μαύρα χέρια και κυριολεκτικά χωμένος μέχρι τους μηρούς στα κάθε λογής σκουπίδια του γέρου. Φράγκο ούτε για δείγμα. Κάθισα αποκαμωμένος στο ντιβάνι. Τότε μου ήρθε η σκέψη. Το στρώμα. Τόσες ιστορίες με τα λεφτά στο στρώμα. Γιατί όχι και τώρα; Βρήκα ένα μαχαίρι στη κουζίνα. Τράβηξα το λιγδιασμένο σεντόνι του γέρου κρατώντας τη μύτη μου. Με σιχασιά έσκισα το στρώμα. Τίποτα. Συνέχισα με μανία. Τίποτα. Μόνο άσπρα πούπουλα παντού. Το μοναδικό άσπρο πράγμα στη μαύρη τρύπα του γέρου.
Συνέχισα με την κουζίνα. Εδώ τα πράγματα ήταν χειρότερα. Υπήρχαν πολύ περισσότερα πράγματα και μεγάλες κλειστές κούτες. Πήρα βαθιά αναπνοή και βυθίστηκα στο χάος. Έσκιζα και άνοιγα τις κούτες. Μέσα είχαν κάθε λογής πράγματα. Φανέρωναν ότι ο γερός ήταν στο παρελθόν ρακοσυλλέκτης. Ένα σπασμένο παιδικό καροτσάκι, μια στενόμακρη ηλεκτρική σκούπα, ένα τιμόνι αυτοκινήτου, τσίγκινα κουτιά ουίσκι, φθαρμένα ντοσιέ αρχείου, ραγισμένα ποτήρια, σπασμένα βάζα. Όλα τυλιγμένα με εφημερίδες. Ατέλειωτες εφημερίδες. Τόνοι εφημερίδες.
Ήμουν πνιγμένος και βρόμικος ως το μεδούλι. Φράγκο πουθενά. Μετά έπιασα το μπάνιο. Στάθηκα απ’ έξω, αλλά δεν μπόρεσα να μπω μέσα. Ήταν ό,τι χειρότερο είχα δει. Όσο κι αν κρατούσα τη μύτη μου δεν κατάφερνα να σταματήσω την κολασμένη μυρωδιά που αναδυόταν από κει μέσα.
Κοίταξα το ρολόι μου. Πήγαινε μία. Με κυρίευσε το άγχος. Δεν θα προλάβαινα. Κι όμως ήταν εδώ, ήμουν σίγουρος ότι εδώ τα φύλαγε. Άφησα το μπάνιο και γύρισα πάλι στο δωμάτιο. Είχε μωσαϊκό για πάτωμα. Αφού ταλαιπωρήθηκα λίγο ακόμα με τις κούτες άρχισα να χτυπώ τους τοίχους. Πουθενά δεν ακουγόταν κούφιο. Σκαρφάλωσα σε μια ετοιμόρροπη καρέκλα κι έψαξα πάνω απ’ το παράθυρο και τις κουρτίνες. Τίποτα.
Επέστρεψα βιαστικά στην κουζίνα. Χτύπησα κι εκεί τους τοίχους. Στη μια πλευρά εξείχε μια μεγάλη χτιστή κουζίνα του περασμένου αιώνα. Άνοιξα τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του φούρνου. Ήταν γεμάτος σακούλες. Τις πέταξα έξω, δεν είχαν τίποτα αξίας. Ο φούρνος είχε να χρησιμοποιηθεί χρόνια. Ο γέρος μαγείρευε σ’ ένα κουζινάκι. Έβαλα το χέρι και έψαξα καλύτερα. Τίποτα. Η ώρα περνούσε.
Έκανα ένα τσιγάρο και αναζήτησα νερό. Αισθάνθηκα την ανάγκη να κλάψω. Ήταν δύο παρά πέντε. Θα έφευγα. Θα γύρναγα σπίτι μου και δε θα μιλούσα ποτέ σε κανένα γι’ αυτή την ιστορία. Θα προσπαθούσα να τη διαγράψω απ’ το μυαλό μου. Μόνο να μην ξανασυναντούσα το σκατόγερο.
Ήπια νερό απ’ τη βρύση του νεροχύτη. Μύριζε σαπίλα, αλλά κατέβασα πολλές γουλιές. Μετά μπήκα στο μπάνιο και το έψαξα όσο μπορούσα. Έκανα εμετό δυο φορές. Έπειτα έκλαψα κανονικά. Παρόλα αυτά δεν βρήκα ούτε ένα νόμισμα.
Επέστρεψα πάλι στο δωμάτιο. Μετά στην κουζίνα. Πατούσα και έσπαγα πιατικά κι έσκιζα εφημερίδες. Κλότσαγα κι αναποδογύριζα τις χαρτοκούτες. Η θάλασσα των σκουπιδιών αγκάλιαζε τα γόνατά μου καθώς περνούσα βιαστικά.
Στην κουζίνα πέταξα κάτω ό,τι υπήρχε στα λιγοστά ντουλάπια. Τίποτα. Απέναντί μου ήταν η παμπάλαια χτιστή κουζίνα. Η πόρτα του φούρνου ήταν ανοιχτή. Τον ξανάψαξα χωρίς αποτέλεσμα. Πάνω και κάτω απ’ το φούρνο υπήρχε από ένα σιδερένιο συρτάρι. Τα είχα ψάξει κι αυτά πριν. Άδειασα ό,τι είχαν και προσπάθησα να τα βγάλω. Το κάτω δεν έβγαινε. Το πάνω αντίθετα ήταν σπασμένο και βγήκε πολύ εύκολα. Το πέταξα κάτω και κοίταξα στη τρύπα. Ήταν θεοσκότεινα. Ήθελα ένα φακό. Στο νεροχύτη δίπλα μου υπήρχε ένα κερί και σπίρτα. Άναψα καθώς η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατότερα. Φώτισα την κρύπτη. Ήταν άδεια. Έβρισα και πλησίασα περισσότερο το κερί. Υπήρχαν μόνο τα τούβλα. Έβαλα μέσα το κερί και κόλλησα το πρόσωπό μου στην είσοδο. Μόνο τότε την είδα.
Ήταν μια μικρή οριζόντια σχισμή. Στο βάθος της τρύπας. Ανάμεσα από δύο τούβλα. Ήταν πολύ μικρή. Αλλά αρκετά μεγάλη ώστε να χωράει ένα νόμισμα. Σαν τρελός ψάχτηκα να βρω ένα. Ο γέρος μπορεί να είχε μια ολόκληρη χωματερή εκεί μέσα, εγώ δεν είχα βρει όμως ούτε ένα σεντίμ. Στο βάθος μιας τσέπης μου βρήκα ένα μισόφραγκο. Τέντωσα το χέρι μου κι έφτασα στη σχισμή. Έκανα ησυχία και κράτησα την αναπνοή μου. Έριξα μέσα το νόμισμα.
Κλανγκ.
Ο γλυκός ήχος που κάνει το νόμισμα όταν πέφτει πάνω σ’ ένα σωρό άλλα.
Είχα βρει την κρυψώνα. Χαμογέλασα και γύρισα προς την πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο. Ένιωσα τη καρδιά μου να σταματάει.
Ο γέρος στεκόταν εκεί και με κοιτούσε. Στα μάτια του υπήρχε μόνο μίσος.
Καθώς ορμούσε καταπάνω μου έφτασε στα αυτιά μου η πολεμική κραυγή του. Σκέφτηκα ότι δε συνέβαιναν αυτά. Ότι θα ξυπνούσα όπου να ‘ναι από έναν τρομερό εφιάλτη. Έπειτα με κύκλωσε η βρομερή μυρουδιά του. Και μετά άρχισε να με χτυπάει παντού. Τότε μόνο ο πόνος απ’ τα χτυπήματα κατάφερε να με κάνει να συνέλθω. Άρχισα να αμύνομαι καθώς άκουγα τις βρισιές και τις απειλές του. Συνέχιζε να με χτυπάει μ’ ό,τι έβρισκε μπροστά του και κάποια στιγμή τα μαύρα του δάχτυλα τυλίχτηκαν γύρω απ’ το λαιμό μου. Άρχισε να με σφίγγει μ’ όλη του τη δύναμη. Η σκέψη ότι μπορεί να με σκότωνε μέσα στη βρομερή φωλιά του μ’ έκανε να αντισταθώ σαν τρελός. Όρμησα πάνω του. Άρχισα να τον χτυπώ με μένος. Σε λίγο τον είχα ρίξει κάτω. Τον κλότσαγα όπου έβρισκα, του χτύπαγα τα κόκαλα στο μωσαϊκό, του μάτωσα το πρόσωπο και στο τέλος σταμάτησε να κουνιέται.
Έκανα λίγα λεπτά να συνέλθω. Ο γέρος ήταν χάμω, πάνω στα σκουπίδια του, αναίσθητος. Πονούσα σ’ όλο μου το κορμί. Πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε συνήλθε βογκώντας. Του όρμησα ξανά.
«Μη μου κάνετε κακό!» άρχισε να κλαψουρίζει καθώς μαζευόταν για να προστατευτεί.
«Πώς τα βγάζεις από κει μέσα;» του είπα. «ΛΕΓΕ!» ούρλιαξα. Έκανε πως δεν καταλαβαίνει. «Τα λεφτά σου! Αυτά που κρύβεις εκεί μέσα!» είπα και του έδειξα τη τρύπα πάνω απ’ το φούρνο. Ανάσαινε βαριά καθώς είχε στηρίξει την πλάτη του σε μια κούτα.
«Δεν ξέρω τι λέτε. Είμαι ένας φτωχός άνθρωπος». Πλησίασα και τον έπιασα απ’ τα πέτα του παλτού. Τα μάτια του άλλαξαν όψη μεμιάς. Απ’ το κλαμένο ύφος που είχαν, μεταμορφώθηκαν φανερώνοντας κακία και πονηριά. Πρόσεξα πως τα χέρια του είχαν χωθεί κάτω απ’ το παλτό του. Αστραπιαία έβγαλε το αριστερό και με γράπωσε. Την ίδια στιγμή το δεξί του κουβαλώντας μια λάμψη έσκισε τον αέρα μπροστά στο πρόσωπό μου. Έκανα πίσω ενστικτωδώς και το στιλέτο που κρατούσε τρύπησε τα ρούχα μου και καρφώθηκε στον ώμο μου.
Τον πέταξα πίσω ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο. Στάθηκα στα πόδια μου καθώς το στιλέτο παρέμενε καρφωμένο πάνω μου. Αισθανόμουν το αίμα να κυλά σε όλο μου το μπράτσο. Όρμησα ξανά πάνω του με κλοτσιές και μπουνιές. Τον χτύπαγα συνεχώς όπου έβρισκα. Φώναζε βοήθεια, λυπηθείτε με, όχι άλλο.
Κάποια στιγμή σταμάτησα, αλλά μόνο επειδή η κούραση με γονάτισε. Ξεφυσούσα κι εκείνος μυξόκλαιγε μαζεμένος πάνω στις εφημερίδες του. Τον γύρισα ώστε να με κοιτάξει. Αίμα έτρεχε απ’ τη μύτη και τα χείλια του. Το ένα του μάτι είχε ήδη κλείσει αποκτώντας ένα μπλαβί χρώμα.
«Αν δεν μου πεις πώς τα παίρνεις από κει μέσα θα σε σκοτώσω!»
Ο ώμος μου έκαιγε. Το στιλέτο είχε πέσει όταν τον χτυπούσα. Το αίμα είχε φτάσει στην παλάμη μου. Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι αριστερά δεξιά ότι δεν ξέρει τίποτα. Δε θα μου έλεγε. Θα προτιμούσε να πεθάνει. Άρχισα να ψάχνω το στιλέτο. Είχε χαθεί ανάμεσα στα σκουπίδια. Ένιωθα το χτυπημένο χέρι μου να αχρηστεύεται σιγά σιγά. Έπρεπε να δέσω την πληγή. Έβγαλα το πουλόβερ και την μπλούζα μου προσπαθώντας να βρω κάποιο κουρέλι. Έβρισκα οτιδήποτε άλλο γύρω μου εκτός από πανί. Σήκωνα τα κιβώτια και πετούσα τις εφημερίδες όταν έπεσα πάνω σ’ ένα μεγάλο σφυρί. Δίπλα του υπήρχε ένα κομμάτι μπλε ύφασμα. Έπλυνα την πληγή και το τύλιξα γύρω της. Με την άκρη του ματιού μου κοιτούσα τον γέρο. Βογκούσε μουρμουρίζοντας ποιος ξέρει τι. Άναψα τσιγάρο σηκώνοντας από κάτω το σφυρί. Με κοίταξε τρομαγμένος.
«Θέλω τα λεφτά σου» του είπα. «Ξέρω ότι είναι εκεί. Δώστα μου αλλιώς …» Δεν ολοκλήρωσα τη φράση μου. Τον έπιασα και τον έσυρα μέχρι το κάτω συρτάρι. Άρχισε να φωνάζει. Τράβηξα έξω το συρτάρι και με μια κλοτσιά το έσπασα. Το πέταξα μακριά και του έβαλα το κεφάλι στην τρύπα.
«Είναι εδώ κάτω; Από δω τα παίρνεις;» Δε μίλησε. Τότε έχασα το μυαλό μου. Έκανα κάτι που δε φανταζόμουν τον εαυτό μου ικανό να κάνει. Σήκωσα το σφυρί και το κατέβασα πάνω σ’ ένα δάχτυλό του. Το έλιωσα πάνω στο μωσαϊκό. Η κραυγή του μου πόνεσε τ’ αυτιά. «Θα σε σκοτώσω» επανέλαβα.
Φτύνοντας αίμα ψέλλισε «δεν μπορείς να τα πάρεις». Άρχισε να βήχει και συνέχισε με δυσκολία «Δε βγαίνουν… Είναι πίσω απ’ τον τοίχο. Πρέπει να γκρεμιστεί η κουζίνα… μη με χτυπάς άλλο…»
«Θα τη ρίξω παλιόγερε, θα τη ρίξω όλη».
Πήρα το σφυρί και με το γερό μου χέρι άρχισα να χτυπώ τη χτιστή κουζίνα απ’ το πλάι. Τα χτυπήματα αντηχούσαν εκκωφαντικά. Τα τούβλα διαλύονταν και πέφτανε στα πόδια μου. Τρανταζόμουν ολόκληρος με κάθε χτύπημα και το λαβωμένο χέρι μου με τρέλαινε στον πόνο. Προσπαθούσα ν’ ανοίξω τρύπα, αλλά τα τοιχώματα ήταν παχιά. Είχα ρίξει άλλες δυο σφυριές όταν ένιωσα τα χέρια του γέρου να πιάνουν τα πόδια μου και να τα τραβάνε με απίστευτη δύναμη. Έχασα την ισορροπία μου και πέφτοντας μπροστά χτύπησα δυνατά το κεφάλι μου εκεί ακριβώς όπου έριχνα τις σφυριές. Τα σπασμένα τούβλα έκοψαν το μέτωπό μου κι όταν έπεσα κάτω είχα γεμίσει αίματα. Τα δάχτυλα του γέρου ταξίδευαν ήδη απάνω μου. Η φωνή του ακουγόταν σαν ψίθυρος απ’ την Κόλαση.
«Δε θα μου τα πάρεις…»
Ανοίγοντας τα μάτια και σκουπίζοντάς τα απ’ τα αίματα, είδα μπροστά μου το σφυρί. Έκανα να σηκώσω το γερό χέρι για να το αρπάξω, αλλά ο γέρος με κρατούσε ακίνητο. Είχε ήδη σκαρφαλώσει πάνω μου κι ένιωθα το βάρος του να με πλακώνει. Δοκίμασα το πονεμένο μου χέρι. Υπάκουσε με αφόρητους πόνους. Έφτασα το σφυρί. Τα δάχτυλά μου ακούμπησαν την ξύλινη λαβή, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να το σηκώσουν. Ένιωθα τώρα την καυτή ανάσα του γέρου στο λαιμό μου. Δε μου βρόμαγε πια. Μυρίζαμε το ίδιο. Έσφιξα τα δόντια και σήκωσα το σφυρί. Το κατέβασα πάνω του στα τυφλά. Ο γέρος βόγκηξε και χαλάρωσε τη λαβή του. Ελευθέρωσα το καλό μου χέρι κι έπιασα μ’ αυτό το σφυρί. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά δεν τα κατάφερα. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν άλλο. Σωριάστηκα δίπλα του καθώς μου φάνηκε ότι γελούσε. Σήκωσα το σφυρί και χτύπησα τη βάση του φούρνου. Ούρλιαξε σαν να χτυπούσα εκείνον. Σύρθηκε πλησιάζοντας κι άλλο ενώ εγώ ξαναχτυπούσα διαλύοντας άλλο ένα τούβλο. Τότε έβαλε το χέρι του εκεί όπου χτυπούσα.
«Δε θα μου τα πάρεις…» ψέλλισε.
Κατέβασα το σφυρί και του διέλυσα δυο δάχτυλα. Βόγκηξε, αλλά άφησε εκεί το σακατεμένο του χέρι. Ξαναχτύπησα. Το τράβηξε πίσω. Ξαναχτύπησα τα ματωμένα τούβλα. Ορκίζομαι ότι άκουσα νομίσματα να κουδουνίζουν από πίσω. Το άκουσε κι εκείνος γιατί σύρθηκε κι έβαλε το άλλο χέρι του εκεί όπου άνοιγα τρύπα. Κατέβασα ξανά το σφυρί μ’ όση δύναμη μου είχε απομείνει.
Πριν το κατεβάσω ξανά μας βρήκαν οι αστυνομικοί που είχαν σπάσει την πόρτα. Όταν τους είδε χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια πεθαίνοντας.
Δε θα του έπαιρνα τα λεφτά του.

FIN
© Δ. Μαμαλούκας. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Labels:

11 Comments:

Blogger NinaC said...

Εξαιρετική περιγραφή! Βρέθηκα εκεί, στην τρώγλη του γερο-ζητιάνου, την είδα, τη μύρισα!

Και το τέλος δεν ήταν προβλέψιμο.

Ευχαριστώ για την απόλαυση!

16/9/06 1:27 AM  
Blogger mamaloukas said...

Εγώ ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.

16/9/06 10:30 AM  
Anonymous Anonymous said...

Προσπαθουσα να μαντεψω τη συνεχεια μετα το πρωτο μερος:
Σκεφτομουνα οτι δεν θα εβρισκε τα λεφτα αλλα θα ανακαλυπτε μια κρυπτη οπου τα βραδυα μαζι με συνεργους του θα οργανωναν και θα εφτιαχναν καποιους μηχανισμους high tech κτλ.Γι'αυτο αφηνε την τηλεοραση ανοιχτη ολο το βραδυ!!!
Μαλλον γι'αυτο δεν ειμαι συγγραφεας :)
Ειναι πολυ ζωντανο και εχει απιστευτο ρυθμο.Ειναι απ' αυτα που κανουν την καρδια σου να χτυπαει γρηγορα απο την αγωνια!Πολυ καλο!
Την επομενη φορα που θα μας γραψετε κατι σε μερη,νομιζω πως θα ηταν ενδιαφερον, οποιος εχει χρονο, να μαντευει και να γραφει την συνεχεια!Ηθελα να το κανω αλλα με προλαβατε.
Υ.Γ Αν ο χαρακτηρας του ηρωα εχει κατι απο αυτον του συγγραφεα, μαλλον πρεπει να προσεχω τα σχολια μου! :))

16/9/06 2:58 PM  
Blogger Librofilo said...

Είναι εξαιρετικό.Στην δομή θυμίζει Ντοστογιέφσκη αλλά στην συνέχεια έχει κάτι από Traven (Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε..).Θεωρώ ότι σου πάει το διήγημα και δεν καταλαβαίνω την ανασφάλεια σου για τις ικανότητές σου σ'αυτό.Πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσεις να το σκέφτεσαι περισσότερο.Ελπίζω να δούμε και άλλα δείγματα της δουλειάς σου στο blog σου.Φιλικά lf

16/9/06 3:49 PM  
Blogger mamaloukas said...

Ευχαριστώ αγαπητoί μου συνεργάτες.
librofilo δεν κατέθεσα τα λεφτά γιατί ο λογαριασμός που μου έδωσες δεν βγαίνει το όνομά σου.
Composition Doll και
Nothing is impossible girl
οι καταθέσεις στους δικούς σας λογαριασμούς έγιναν κανονικά. ευχαριστώ για τη συνεργασία.
(ωχ αυτό δεν είναι email!)

16/9/06 4:18 PM  
Blogger mamaloukas said...

Στα σοβαρά τώρα
Ευχαριστώ το κοινό (έχω και το 50-50) μου για τα καλά του λόγια.

Nothing is impossible girl
Η πρότασή σας μου άρεσε και αν θέλετε το κάνουμε στο επόμενο διήγημα αρκεί να μην καθυστερήσει πολύ η δημοσίευση του β΄ μέρους. Όλοι οι χαρακτήρες έχουν κάτι απ’ τον δημιουργό τους, αλλά στη περίπτωσή μας δεν κινδυνεύετε. (Άλλωστε δεν ξέρω τίποτα για σας). Σε κάθε περίπτωση όμως Nothing is impossible!

librofilo
Ο Τρέιβεν είναι αγαπημένος μου και σίγουρα έχει επηρεάσει πολύ τη γραφή μου. Θεωρώ το διήγημα πολύ δυσκολότερο από το μυθιστόρημα και δε θεωρώ τον εαυτό μου διηγηματογράφο. (έχω ολοκληρώσει πολύ λίγα διηγήματα τα οποία θεωρώ από μέτρια έως καλά και ακόμα λιγότερα ικανά να εκδοθούν κάποτε ως βιβλίο. Αυτό είναι ένα από αυτά).

Τώρα τι θα λέγατε για ένα χιουμοριστικό – ερωτικό διήγημα που γράφτηκε για το Playboy αλλά δεν μπήκε ποτέ (απ’ όσο ξέρω);

16/9/06 4:56 PM  
Blogger NinaC said...

"Τώρα τι θα λέγατε για ένα χιουμοριστικό – ερωτικό διήγημα"

Θα λέγαμε "ναι". Και μπορούμε να παίξουμε και το παιχνίδι του πιθανού τέλους.

Θα κερδίσει αυτός που θα "τελειώσει" καλύτερα!

:ppppppppppppp

16/9/06 6:37 PM  
Blogger mamaloukas said...

ok σήμερα αργά το βράδυ ανεβάζω το α μέρος.
λήξη διαγωνισμού
βραδυ Δευτέρας (εκτός κι αν ζητηθεί παράταση χρόνου)

Ο συγγραφφέας εγγυάται(τώρα σωθήκατε) ότι το διήγημα έχει ολοκληρωθεί κι ότι δε θα πειράξει το διήγημα υπέρ κάποιου από τους διαγωνιζόμενους

πιθανοί διαγωνιζόμενοι:
composition doll (σίγουρη)
librofilo
nothing is impossible girl
scalidi (αν και θα μπει την Κυριακή στο δίκτυο)
κι όποιος άλλος πιστός-ή προσέλθει

16/9/06 7:07 PM  
Blogger Librofilo said...

Σ'ευχαριστώ για την πρόταση,αλλά δυστυχώς έχω ελάχιστη φαντασία γιά τέτοια πράγματα.Τελείως ξενέρωμα σου λέω...
Διαφωνώ κάθετα με την ανασφάλειά σου ως διηγηματογράφου.Γιά δοκίμασε λίγο παραπάνω.Έχω καταλάβει ότι σ'ενδιαφέρει ιδιαίτερα η πλοκή οπότε το διήγημα είναι "ταμάμ" για την περίπτωσή σου.Θα δεις ότι σιγά-σιγά θα αποφεύγεις τα "πλατιάσματα" και θα δυναμώσεις τον μυθιστορηματικό σου λόγο.Με αγάπη τα λέω αυτά,μη παρεξηγείς το "δασκαλίστικο" του ύφους.By the way,ο αριθμός λογαριασμού δεν έβγαινε,γιατί χθες τον έκλεισα...Εάν επιμένεις προτιμώ μετρητοίς.

16/9/06 7:18 PM  
Blogger mamaloukas said...

οκ αγαπητέ Λιμπρόφιλε, το ήξερα ότι δε θα ήθελες να συμμετάσχεις. ευχαριστώ για τις συμβουλές σου, θα τις συζητήσουμε με μέιλ. Να ξέρεις πως δεν παρεξηγώ εύκολα, αλλά εσένα δεν σε παρεξηγώ ποτέ.
Μετρητοίς ε; Καμιά έκπτωση θα κάνεις; (θα γράφω και καλά λόγια στα ποστ σου)

16/9/06 8:08 PM  
Anonymous Anonymous said...

Καλά με τρέλανε το τέλος. Τίποτα από αυτά που σκέφτηκα με τη νοσηρή μου φαντασία. Κι αυτό είναι το κέρδος για τον αναγνώστη: να τον υπερβαίνει το ανάγνωσμα όπως τον υπερβαίνει πάντα η πραγματικότητα. Ε, είναι πολύ καλό. Τι να πω; Έχω μείνει απλώς! Και συμφωνώ με τις "συμβουλές" του λιβροφίλου. Ξέρεις κάτι; Σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι αλήθεια, ότι είναι πραγματικό, ότι θα μπορούσε να έχει συμβεί. Τι άλλο θέλεις; Λίγο πιο γρήγορο το ήθελα στο πρώτο μέρος στην αρχή, αλλά διαβάζοντας τη συνέχεια κατάλαβα ότι είχε μέτρο σωστό τελικά.

17/9/06 2:31 PM  

Post a Comment

<< Home