Monday, September 18, 2006

Στο Σκουφάκι μ' αρέσει να γδύνομαι! (διήγημα Μέρος δεύτερον)

Στο σκουφάκι μ' αρέσει να γδύνομαι!
Μέρος δεύτερον 2 από 2

στους νέους συγγραφείς και τις κυρίες πειρασμούς


...σκέψεις που ποιος ξέρει αν ποτέ θα δουν το φως της δημοσιότητας…
"Κύριε Φτασμένε εδώ! Εδώ είμαι! Καλημέρα σας!» Μουρμουράει «Μμμμ.. ναι παιδί μου, γεια σου». Του τραβώ την καρέκλα και τον καθίζω απέναντι μου, μισοκρύβωντας την κολασμένη γκόμενα.
«Θα πάρετε κάτι κύριε Φτασμένε;»
«Μμμμμ.. ναι.. θα πάρω ένα τσάι… πίνω μόνο τσάι… γιατί… μμμμμ…στο καφέ ποιος ξέρει τι ρίχνουν… μμμμμ…»
Μια γυναικεία φωνή έσκισε τον αέρα.
«Πάντως αντικούκου, γέρο, αποκλείεται να ρίχνουν! Τσαγάκι λοιπόν;
Ίσως αν ο εγκέλαδος είχε ξυπνήσει ξαφνικά και μας είχε βάλει όλους μαζί με το Σκουφάκι στα υπόγεια της πολυκατοικίας να είχα μείνει πιο ψύχραιμος. Είχε σηκωθεί ο Πειρασμός, η Ηδονή, η Αμαρτία, είχε πει τα παραπάνω στον Φτασμένο κι είχε φύγει για μέσα. Για να του φέρει το τσάι; Ούτε κι εγώ ήξερα. Τα ‘χα χαμένα. Αλλά χαμένα τα ‘χε κι ο Φτασμένος.
«Τι είναι αυτό το αντικούκου ξέρετε;» Τι να ‘λεγα; «Όχι κύριε Φτασμένε, μη δίνετε σημασία, τις ξέρετε τώρα αυτές τις φευγάτες».
«Με είπε και γέρο!»
«Σοβαρά; Εγώ δεν άκουσα τίποτα. Τέλος πάντων, το βρήκατε εύκολα το καφέ;»
«Ναι, ναι αλλά μμμ… πολύ φασαρία βρε παιδί μου…» Στράβωσε τα μούτρα και βολεύτηκε όπως μπορούσε στη καρέκλα του. Μας πλησίασε η γκαρσόνα και πριν της μιλήσω με πρόλαβε:
«Το τσάι, σας το κερνάει η κοπέλα και επέμενε να το φέρει εκείνη. Θέλετε τίποτ’ άλλο;»
«Ναι, ένα Bushmills μ’ ένα πάγο». Μας καθάρισε το τραπέζι, μάζεψε τις άδειες μπύρες και μας άφησε μόνους. Ο Φτασμένος καθάρισε το λαιμό του αφήνοντας χαρακτηριστικούς ήχους που ανακάτεψαν το δικό μου στομάχι.
«Λοιπόν κύριε Νίκο;… ή κύριε Γιάννη; Ποιο είναι το σωστό;»
«Γιάννης. Γιάννης είναι το επώνυμο, κύριε Φτασμένε μου».
«Μάλιστα. Ας είναι. Αν και με τέτοιο όνομα… ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά. Λοιπόν ήρθα εδώ γιατί μου το ζήτησαν ως χάρη. Παρέλαβα το γραπτό σας και το κοίταξα… με καταλαβαίνετε;»
«Ναι, ναι βεβαίως!»
«… και μπορώ να πω ότι περιέργως για το νεαρό της ηλικίας σας έχει κάποιες αρετές καθώς επίσης και….»
«Έτοιμο το τσαγάκι σας!»
Σαν τις χειρότερες τύψεις, σαν τις πιο αηδιαστικές στιγμές που κάποια στιγμή καταφέρνουμε να τις ξεχάσουμε, καταχωνιάζοντας τις στα πιο απομονωμένα υπόγεια του μυαλού μας κι εκείνες για να μας εκδικηθούν αναβλύζουν τις πιο ακατάλληλες στιγμές, έτσι κι η γκόμενα από δίπλα. Μας έκοψε στο καλύτερο. Και όχι μόνο. Κρατούσε ένα φλιτζάνι γεμάτο αχνιστό νερό και πλησίαζε. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Δεν υπήρχε… δεν υπήρχε… το… το κίτρινο… το σκατάκι… το πωςτολένε… το φακελάκι του τσαγιού! Ήταν όμως αργά.
Με μια αεροπλανική φιγούρα το φλιτζάνι αποχαιρέτησε τα βελούδινα χέρια της, έκανε μια πτήση θανάτου και προσγειώθηκε στο γόνατό μου, συγκεκριμένα στο μπλε τζιν μου, κι έπειτα στο ξύλινο πάτωμα όπου και αποχαιρέτησε το μάταιο αυτό κόσμο σπάζοντας σε χίλια κομμάτια. Το καυτό νερό αγκάλιασε το δέρμα μου σαν μουγκρί και το έσφιξε τόσο μέχρι που…. μούγκρισα απ’ τον πόνο. Έλουσε δε, τα πόδια τόσο του Φτασμένου όσο και τις γόβες της υπαίτιας. Εκείνη γελούσε, κι ήταν το γέλιο ενός διακορευμένου αγγέλου στην κόλαση. Γελούσε και γύρω απ’ τα μαλλιά της διακρινόταν μια ανάλαφρη αύρα ζωής.
«Ω! Με συγχωρείτε, τι αδέξια! Ελάτε, πρέπει να το σκουπίσουμε, να το καθαρίσουμε!» Και πιάνοντας μου το χέρι, άρχισε να με τραβά. Το όλο σκηνικό άρχισε να παίρνει μια σουρεαλιστική χροιά καθώς είχε έρθει η γκαρσόνα και προσπαθούσε να μαζέψει τα σπασμένα κομμάτια, ο Φτασμένος αναμασούσε και δαγκωνόταν σιγομουρμουρίζοντας ίσως κατάρες, ίσως ξόρκια, εμένα το πόδι μου έκαιγε, τσουρούφλιζε, ΠΟΝΑΓΕ!, ήθελα να μάθω για το γραπτό μου κι εκείνη, η μοιραία ύπαρξη να με μαγνητίζει και να με παρασύρει, σαν σε όνειρο, προς τα μέσα. Διασχίσαμε την μπάρα κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς την τουαλέτα…
Μπροστά στο νεροχύτη όρμησε πάνω μου. Κόλλησε σαν βδέλλα ρουφώντας με μανία τα χείλη μου και τρίβοντας το κορμί της πάνω μου. Οπισθοχώρησα ανακτώντας μια ανάσα. Χαμογέλασα χαζά. Κι αυτό που είπα ήταν ακόμα πιο χαζό. «Ε, τι κάνεις;» Εκείνη ξαναπέρασε στην επίθεση.
«Σε θέλω μωρό μου, μ’ αρέσεις. Σε γουστάρω». Αδυνατούσα ν’ αρθρώσω λέξη γιατί με μια κίνηση είχε ρίξει το πουκάμισο στους ώμους κι είχε προτάξει το βαρύ στήθος της κατά πάνω μου. Το χάζεψα. Ήταν απειλητικό, επιθετικό, συγκλονιστικό. Το έφερε ακόμα πιο κοντά μου μέχρι που οι ρώγες ακούμπησαν το πουκάμισο μου. Ψέλλισα: «Μη, δεν πρέπει» και ταυτόχρονα σήκωσα τα χέρια ψηλά σαν να παραδινόμουν. Μισάνοιξε τα χείλη και είπε ηδονικά σαν την Μάγκυ παλιά, στα μηνύματα της Telestet:
«Πρέπει μωρό μου… γιατί εμένα στο Σκουφάκι μ’ αρέσει να γδύνομαι…» κι έκανε να μου ξαναορμήσει. Με κυρίευσε πανικός. Άρχισαν να χτυπούν οι σειρήνες των συναγερμών μου. Βγήκαν οι διάολοι (όρμα, βλήμα), βγήκε κι ο αγγελάκος μου (μη, μη, μη), να σου κι η στοιχειωμένη εικόνα του Φτασμένου (περιμένει!) μαζί κι όλη η αλυσίδα που θα με οδηγούσε στην καθιέρωση ως καλλιτέχνη. Έκανα να φύγω. Δεν ήθελε.
«Πού πας μωρό μου, θα περάσουμε καλά, θα δεις!» Νικάει το καλό (ή μήπως όχι;), δίνω μια και την απωθώ, τρέχω κι ανεβαίνω αγκομαχώντας τις σκάλες.
Προσπαθώ να συνέλθω, να επιστρέψω πίσω, να διασχίσω το κόσμο και να προσπαθήσω να σώσω ό,τι σώζεται απ’ τη συνάντηση μου με τον Φτασμένο. Τον βρίσκω να πιπιλάει σαν μωρό ένα καινούργιο τσάι που του ‘χουν φέρει. Με κοιτά περίεργα. «Λοιπόν παιδί μου, μμμ.. όλα εντάξει;»
«Μάλιστα, εεε με συγχωρείτε για…»
«Ναι, ναι καταλαβαίνω, ας το ξεχάσουμε, μμμμ…. όπως λοιπόν σου έλεγα διάβασα το χειρόγραφό σου με προσοχή…» Δεν συνέχισε τη φράση του γιατί το βλέμμα του ανήσυχο, εγκλωβίστηκε σε κάτι ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ταυτόχρονα ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου. Ξεχώρισα το άρωμα της. Μια στάλα ιδρώτα ξεκίνησε να κυλά απ’ το μέτωπο μου. Έστρεψα μόνο τις κόρες των ματιών μου τρέμοντας λες και κάποιος είχε ακουμπήσει ένα όπλο στο σβέρκο μου. Κρατούσε το ουίσκι μου. Μου το πάσαρε χαμογελώντας και χωρίς να δώσει συνέχεια επέστρεψε στη θέση της. Αμέσως στράφηκα στον Φτασμένο.
«Λοιπόν, πιστεύετε ότι μπορεί να εκδοθεί κύριε Φτασμένε;»
«Μμμμ… όπως όλοι οι νέοι. Βιάζεστε, βιάζεστε αγαπητέ μου…. Το μυαλό σας είναι μόνο στο αν θα εκδοθεί το γραπτό σας…. Ενώ.. πρέπει μμμ… να κοιτάτε να γράφετε καλά…»
«Μα ξέρετε… πέντε χρόνια δουλεύω αυτό το μυθιστόρημα, είμαι τριανταπέντε χρονών, πότε θα βγάλω το πρώτο μου βιβλίο; Και αν δεν … κάνω λάθος… κι εσείς… το πρώτο σας βιβλίο το “Αγριολούλουδο κι η Νεραντζιά” το βγάλατε στα είκοσί σας…» Η απάντηση μου τον έκανε να καγχάσει.
«Α! Μα ήταν άλλες εποχές τότε αγαπητέ μου! Τότε δεν υπήρχαν τόσοι εκδότες, τότε κάναμε θυσίες για να βγάλουμε τα βιβλία μας! Ούτε μπορείς να φανταστείς εγώ τι αγώνες έδωσα, τι προσπάθειες κατέβαλα για να…» Ο Φτασμένος είχε αποφασίσει να διηγηθεί όλα τα κατορθώματα του και συνέχιζε να περιαυτολογεί έχοντας πάρει ένα περισπούδαστο ύφος που απαιτούσε ύψιστο σεβασμό. Εμένα μου έφερνε νύστα και βαρεμάρα. Ήπια και λίγο απ’ το ουίσκι μου όταν ξαφνικά και χωρίς έντονα σημάδια προειδοποίησης μου ήρθε να κατουρήσω. Μέσα σε τρία λεπτά από έντονη ανάγκη πέρασα σε επιτακτική και λίγο μετά νόμιζα ότι θα μου έφευγαν. Ήταν αδύνατο να κρατηθώ. Εκείνος συνέχιζε τη μονότονη διάλεξη – θαυμασμό για το πρόσωπό του, τι είχε καταφέρει, πόσο είχε μοχθήσει κι άλλα σχετικά ρουφώντας το τσαγάκι του και βγάζοντας ατέλειωτα μμμμμ. Είχα μισοσηκωθεί απ’ την καρέκλα μου όταν άκουσα το «ψιτ». Ελαφρύ όσο ένα ολομέταξο φουλάρι, ναζιάρικο όσο το τρίψιμο της γάτας. Ξανακτυπούσε. Απευθυνόταν σε μένα και έγινε αντιληπτό μόνο από μένα. Γύρισα προς το μέρος της κι εκείνη μου ‘κλεισε το μάτι. Αν έμενα ένα λεπτό ακόμα θα τα ‘κανα πάνω μου. Ζήτησα συγνώμη και κατευθύνθηκα για την τουαλέτα. Κατέβηκα τα τρεμάμενα σκαλιά, άνοιξα την πόρτα κι ανακουφιζόμουν για τουλάχιστον δύο λεπτά. Βγαίνοντας με περίμενε. Δεν μιλούσε. Δοκίμασα να περάσω δίπλα της και μ’ αγκάλιασε κολλώντας τα χείλη της στα δικά μου. Γεύτηκα το λικέρ που έπινε, ίσως Cointreau, ίσως Grand Marnier. Δεν αντιστάθηκα στο φιλί, ούτε θυμάμαι πόσο κράτησε, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι όταν οδήγησε το χέρι μου πάνω στο στήθος της. Ήταν θεσπέσιο ακόμα και πάνω απ’ το φανελάκι. Σαν αστραπή είδα την εφιαλτική μορφή του Φτασμένου. Ταυτόχρονα το χέρι μου είχε βρει από μόνο του την δίοδο που οδηγούσε στον παράδεισο. Είχε τρυπώσει κάτω απ’ το ύφασμα και έσφιγγε τώρα ευχαριστημένο τη διψασμένη ρώγα. (Χέσε το Φτασμένο! Συγγραφέας; Θες πραγματικά να γίνεις συγγραφέας; Πήδα ρε μαλάκα! Πόσο μπορείς να περιμένεις για το βιβλίο σου; Ένα πήδημα είναι! Τίποτ’ άλλο! Όρμα ρε!) Οι σκέψεις έπνιγαν το μυαλό μου. Ένιωθα να μου ‘ρχεται εγκεφαλικό. Την έσπρωξα πίσω.
«Χριστέ μου, γιατί να τύχεις τώρα! Δεν μπορείς να περιμένεις λίγο; Η συνάντηση με τον γέρο είναι για μένα πολύ σημαντική. Παίζεται… παίζεται η καριέρα μου, η ζωή μου τέλος πάντων! Είναι σημαντικό!» Γελούσε ολόκληρη κι αυτό την έκανε πιο ποθητή. Η βραχνή φωνή της στριφογύρισε στ’ αυτιά μου που δεν πίστευαν τι άκουγαν: «Υπάρχει μωρό μου τίποτα πιο σημαντικό για σένα απ’ το ότι σε θέλω μέσα μου… τώρα!» και μ’ έπιασε εκεί που πιάνονται κι οι ποδοσφαιριστές στο τείχος. Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα της γυναικείας τουαλέτας και μια κοντή σαραβαλιασμένη σαραντάρα πετάχτηκε έξω. Μας κοίταξε σαν να ‘μαστε διεστραμμένοι παιδοσοδομιστές κι εγώ εκμεταλλεύτηκα τη σκηνή για να δραπετεύσω και ν’ ανέβω δύο δύο τα σκαλιά. Άντε πάλι το στενό, αναμαλλιασμένος, ζαλισμένος και παρ’ ολίγο βιασμένος. Από μακριά όσο πλησίαζα ξεχώριζε η φάτσα του Φτασμένου. Αυστηρή και αδυσώπητη, έτοιμη να με επιπλήξει, όπως ταιριάζει στο κύρος του. Έκατσα και όρμησα στο ποτό μου.
«Μα πόσο πίνεις βρε παιδί μου!»
«Μπα, σας φαίνεται, κύριε Φτασμένε μου, δυο μπιρίτσες κι ένα ουισκάκι… μα πέστε μου λοιπόν τι προτείνετε; Τι λέτε να κάνω;»
«Μα, για ποιο πράγμα, αγαπητέ μου;»
«Μα, για το χειρόγραφό μου!»
«Α, ναι, ναι, μου διέφυγε, αλλά βλέπετε κι εσείς δεν έχετε καθίσει και καθόλου, όλο φεύγετε».
«Έχετε δίκιο ξέρετε… μ’ έπιασε λίγο… λίγο κόψιμο… κάτι θα με πείραξε».
«Είναι κι αυτή η αναιδεστάτη. Να, ξανάρχεται. Μα τη γνωρίζετε επιτέλους;»
«Εγώ; Όχι φυσικά! Πρώτη φορά τη βλέπω!» Την ξανάβλεπα και τώρα. Επέστρεφε. Παραπατούσε και λίγο. Ερχόταν να ολοκληρώσει τη πανωλεθρία μου. Τελευταία ελπίδα: να την αγνοήσω πλήρως. Να γυρίσω στην κουβέντα μου με τον Φτασμένο. Ήπια το υπόλοιπο ποτό και παρήγγειλα άλλο. Στράφηκα στον Φτασμένο που όλη αυτή την ώρα μιλούσε:
«….πέραν αυτού, αγαπητέ μου εγώ δεν μπορώ να επηρεάσω περαιτέρω τους εκδότες. Συμφωνείτε;» Τι να ‘λεγα κι εγώ; Συμφώνησα
«Μήπως έχετε τίποτα άλλο να προτείνετε;» Όχι δεν είχα. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά κι η καρδιά μου (ή ό,τι άλλο ήταν αυτό) μ’ είχε κάνει να γυρίσω προς το μέρος εκείνης. Συνάντησα τη ματιά της κι έμεινα εκεί μαγνητισμένος αφήνοντας αναπάντητη την ερώτηση του Φτασμένου.
«Μα, με προσέχετε νεαρέ μου;» Εκείνη μου ‘κλεινε πάλι το μάτι και σηκωνόταν για πού αλλού; Για τη τουαλέτα. Την ίδια στιγμή έφτανε και το ουίσκι μου. Το άρπαξα και το ‘πια με τη μία. Ο Φτασμένος είχε γουρλώσει τα μάτια. Δεν ήξερε αν έπρεπε να με βρίσει ή να με λυπηθεί. Σφίχτηκα, κράτησα την αναπνοή μου ώσπου κοκκίνισα. Του είπα βογκώντας: «Ξέρετε δεν νιώθω και πολύ καλά».
«Ε, αυτό φαίνεται νεαρέ μου, μην πίνετε άλλο! Ό,τι και να έχετε το επιβαρύνετε!»
«Ώχχχ… ώχχ.. κόψιμο, κόψιμο έχω… πρέπει να τρέξω επειγόντως στην τουαλέτα… μη φύγετε δεν θ’ αργήσω!» Και να ‘μαι ξανά να διασχίζω το μεγάλο φαράγγι από κόσμο μπροστά απ’ την μπάρα. Μες στο χαμό πέφτω πάνω στον κολλητό μου τον Σπύρο, μόνιμο σαββατιάτικο θαμώνα του μπαρ. Μου πασάρει ένα σφηνάκι, το κατεβάζω και συνεχίζω. Εκείνη την έχει στήσει στο βάθος, δίπλα στο τηλέφωνο. Φτάνω κοντά της και μαζί κατεβαίνουμε τα σκαλιά της αμαρτίας.
Έσβησα κάθε έγνοια απ’ το μυαλό μου κι αφιερώθηκα στη γλυκιά καταστροφή μου. Ενώσαμε τα χείλη μας κι άρχισα να παρασύρομαι στη δίνη μιας απροσδιόριστης αίσθησης που γεννιόταν απ’ τα σφιχταγκαλιασμένα κορμιά μας. Δεν θυμάμαι που είχαμε γείρει, θυμάμαι όμως τη γεύση του στήθους της, μια αλμύρα που όσο τη δοκίμαζες τόσο σε γέμιζε ηδονή και σε ‘κανε να θέλεις κι άλλο, κι άλλο. Άκουγα την πλάτη της να χτυπά σε μια ξύλινη πόρτα κι ένιωθα τη λάβρα του χυμώδους κορμιού της να με καίει παντού όπου την έγλειφα και τη χάιδευα. Χαμήλωσε μπροστά μου και μ’ έκανε να χαθώ σε μια υγρή σκοτεινή σπηλιά. Παραληρούσα αγκομαχώντας καθώς με πηγαινοέφερνε στη μαγική είσοδο τυλίγοντας με, με τη γλώσσα της μέχρι που τα βογκητά μου συντονίστηκαν και αυξήθηκαν. Σταμάτησε και μου γύρισε την πλάτη σκύβοντας ελαφρά. Όρμησα σαν μαινόμενος ταύρος καθώς στο μυαλό μου είχε γυρίσει η εικόνα του γεροφτασμένου προκαλώντας μου αηδία αλλά και απίστευτη καύλα να ξεσκίσω μια για πάντα τη γκόμενα, τον Φτασμένο, την (ανύπαρκτη) καριέρα μου κι όλη την ένταση και το άγχος της ημέρας. Μπήκα με δυσκολία. Η κραυγή που έφυγε απ’ τα σωθικά της, σπρωγμένη απ’ το πράμα μου μέσα της, έκανε τ’ αυτιά μου να κουδουνίσουν σαν χαρμόσυνες καμπάνες. Λυγμοί και βογκητά ακολούθησαν μαζί με ακατάληπτα λόγια. Δεν ήμουν καλύτερα: έβραζα μέσα στο στενό πηγάδι της κόλασης καθώς χτυπούσα πάνω της με δυνατές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Έσκυψα και χούφτωσα τα στήθη της· έστριψε το κεφάλι και φιληθήκαμε άγρια καθώς οι ρυθμοί αυξάνονταν ολοένα. Η κορύφωση πλησίαζε. Αισθάνθηκα το κύμα του οργασμού να ξεκινά χαμηλά απ’ τα πόδια μου και ν’ ανεβαίνει ορμητικό σαν ανεξέλεγκτο ποτάμι που γυρεύει διαφυγή. Τέλειωσα μέσα σε μια ουράνια αίσθηση πληρότητας ζαλισμένος απ’ το ιρλανδέζικο νερό που καίει και το μεθυστικό αμαρτωλό κορμί που μόλις μου είχε δοθεί. Ξεφυσούσαμε λαχανιασμένοι. Προσπαθούσα να συμμαζευτώ. Δεν ήθελε να φύγω.
«Τι έχεις τέλος πάντων μ’ αυτό τον κωλόγερο;»
«Ό,τι και να σου πω δεν πρόκειται να καταλάβεις. Ήταν υπέροχο αλλά πρέπει να φύγω». Δεν περίμενα απάντησή της κι άρχισα να τρέχω για πίσω χαμογελώντας ηλίθια. Αγώνας πάλι για να φτάσω στο τραπέζι και Ω! του θαύματος ο Φτασμένος δεν είχε φύγει! Με περίμενε! Όμως ίσως να ’ταν καλύτερα αν είχε φύγει. Η έκφρασή του τα έλεγε όλα. Χαμήλωσα τα μάτια και κάθισα.
«Α! Γυρίσατε; Πώς πάει το κόψιμό σας;» Τα διπλανά τραπέζια είχαν ξεκωλιαστεί στα γέλια.
«Εεεε… λίγο καλύτερα…»
«Μα μην ψεύδεστε επιτέλους! Για ποιόν με περάσατε κύριε Νίκο ή κύριε Γιάννη, πώς σας λένε. Μην ψεύδεστε άλλο! Ήρθα μέχρι την πόρτα της τουαλέτας κι άκουσα τι κόψιμο είχατε. Σας συνόδευε κι αυτή η απερίγραπτη δεσποινίς, αυτή που έχυσε το τσάι, και φώναζε σαν αρνί που το σφάζουνε το Πάσχα!»
«Ναι ρε ντακότα! Τρέχει τίποτα; Τραβάς κάνα ζόρι άμα πηδιέμαι εγώ με το παιδί ρε μόμολο;» Ήταν Εκείνη· εκτός εαυτού. Όλα είχαν τελειώσει. Έβαλα τα χέρια στο πρόσωπο, έσκυψα το κεφάλι κι έμεινα εκεί.
«Δεν μιλώ μαζί σας δεσποινίς μου. Σε κάθε περίπτωση συμμορφωθείτε διότι…»
«Τσου ρε λάκη που ‘χει να σου κάνει κούκου απ’ τον πόλεμο!» Μέσα απ’ τα δάχτυλά μου κρυφοκοίταξα αν έχω ποτό. Δεν είχα· δεν υπήρχαν καν ποτήρια. Ξανακρύφτηκα. Η καρέκλα του Φτασμένου σύρθηκε με θόρυβο προς τα πίσω κι εκείνος σηκώθηκε.
«Όσο για σας αγαπητέ μου, μπορείτε να μαντέψετε την τύχη του γραπτού σας! ΣΤΑΧΤΗ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ ΜΟΥ!!» Άφριζε, είχε κοκκινίσει (φοβήθηκα μη μου μείνει), όλο το μπαρ γελούσε με μας, η γκόμενα ετοιμαζόταν να του τα ξαναχώσει. Τότε, ούτε ξέρω πώς μου συνέβη, άρχισα να γελάω. Άρχισε ως μοιρολατρικό χαμόγελο απελπισίας που γεννιέται αυθόρμητα στη θέα μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, συνεχίστηκε σαν ελαφρύ γελάκι και εξελίχτηκε σ’ ένα σπαρταριστό, κακαριστό υπεργέλιο μέχρι δακρύων. Χτυπιόμουν στην καρέκλα. Ένα γέλιο νευρικό, παρατεταμένο, ρυθμικό, διαβολικό. Όποιος στο μπαρ δεν είχε γελάσει προηγμένως θα γελούσε σίγουρα με το δικό μου γέλιο. Πράγματι σε ελάχιστο χρόνο όλο το μαγαζί γελούσε κι εγώ με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι, έτοιμος να κατουρηθώ, να δίνω το ρυθμό. Η γκόμενα γελούσε κι αυτή ενώ ο Φτασμένος, σκασμένος απ’ το κακό του, αποχωρούσε μουρμουρώντας απ’ το μαγαζί κι απ’ τη ζωή μου για πάντα. Έμεινα έτσι γελώντας νευρικά για λίγο ακόμα. Όταν συνήλθα η γκόμενα δεν φαινόταν πουθενά. Δεν έμαθα ποτέ τ’ όνομα της, ούτε την ξαναείδα. Παρήγγειλα άλλο ένα ποτό αλλά δεν μπόρεσα να τ’ αγγίξω. Σηκώθηκα κι έφυγα και μόνο όταν έφτασα σπίτι συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει να πληρώσω. Όσο για το μυθιστόρημα μου η μόνη μου ελπίδα να το δω στα βιβλιοπωλεία είναι αν φτιάξω ο ίδιος έναν εκδοτικό οίκο. Έχω βρει ήδη το όνομα: «ΑΦΤΑΣΤΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ».


FIN

ΒΡΑΒΕΙΑ
Βραβείο καλύτερης συνέχειας αυθεντικού διηγήματος:
(δηλαδή η συνέχεια που έμεινε πιο πιστή στο διήγημα)
Απονέμεται στους Nothing is impossible girl και Nuwanda.
Η πρώτη προέβλεψε ότι οι πρωταγωνιστές θα πήγαιναν στην τουαλέτα κι ο δεύτερος ότι θα έρθουν σε ερωτική επαφή.

Βραβείο καλύτερης συνέχειας ανεξαρτήτως πλοκής αυθεντικού διηγήματος:
Nothing is impossible girl
Πολύ έξυπνη η πλοκή που φαντάστηκε. Ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας προτίμησε το μ… απ’ το συγγραφιλίκι κι έτσι ο Φτασμένος κατάλαβε ότι δεν άξιζε. Έχω όμως και αντιρρήσεις:
1) Κι ο Φτασμένος σκλάβος του μ… είναι αφού τον τύλιξε η 30χρονη γραμματέας του. (βέβαια αυτός είναι φτασμένος πια)
2) Δεν τον είχα τον Φτασμένο να κόπτεται τόσο για τον ήρωα ώστε να του ετοιμάζει και τεστ.

Βραβείο πιο ξέφρενης φαντασίας: Scalidi
Νόμιζα ότι θα το έπαιρνε η Composition doll αλλά η Σταυρούλα έδωσε ρέστα κυριολεκτικά αγγίζοντας τη στρατόσφαιρα του απίθανου.

Βραβείο εξυπνότερης πλοκής: Nothing is impossible girl
Η πλοκή της, πέραν της εξαιρετικής, ταιριάζει περισσότερο με τη φόρμα του διηγήματος αντίθετα με τις πλοκές των Scalidi και Composition doll. Ο Νuwanda έρχεται δεύτερος σε απόσταση αναπνοής.

Βραβείο πιο διεστραμμένης πλοκής: Nuwanda
Διότι φαντάστηκε ένα blow job στα φανερά εν μέσω των υπόλοιπων θαμώνων που μου θύμισε άλμπουμ του Manara.
Σόρι για τους υπόλοιπους που μπορεί να είχατε φανταστεί χειρότερα, αλλά ο Nuwanda το έγραψε κιόλας.

Βραβείο καλύτερης μη συμμετοχής: Librofilo
Ναι, ανάμεσα στους υπόλοιπους 2500 μπλόγκερ που δεν έπαιξαν ο Λιμπρόφιλο ήταν ο καλύτερος διότι παρακολούθησε από κοντά το παιχνίδι, έκανε και λίγες παρεμβάσεις, και θυσιάστηκε για σπόνσορας.

Έπαινος χειρότερης και πιο προβλέψιμης πλοκής: Τιμητικά στον Mamaloukas
Να πάρει και αυτός κάτι μπας και πάθει τίποτα και το κλείσει το μπλογκ.

Και όχι, δεν πήραν όλοι από ένα!

Labels:

16 Comments:

Anonymous Anonymous said...

...κατ' αρχην διαφωνω οτι η πλοκη του δικου σου κειμενου Δημητρη ηταν προβλεψιμη - ποιος μπορουσε να φανταστει οτι ο συγγραφεας θα πηγαινε τρεις φορες στην τουαλετα μεχρι να την καταφερει? :)))

...ειναι εντυπωσιακο πάντωςωτο ποσο κοντα ήταν η σκεψη η δικη μου, η δικη σου και της nothing - μαλλον μοιραζομαστε ολοι την ιδια διαστροφη!!!

ηταν πολυ ωραιο παιχνιδι, εγω προσωπικα σε ευχαριστω για το fun και περιμενω το επομενο - με δυο προτασεις:

1. την αλλη φορα μην δωσεις κανενα κομματι του κειμενου - μονο τον τιτλο
2. να ποσταρουν ολοι το κειμενο τους την ιδια ωρα ωστε να μην επηρεαζει ο ένας τον άλλο, ειτε θετικα, ειτε αρνητικα...

μπραβο σε ολους!!...ποτε οι μπύρες στο Σκουφακι?

18/9/06 10:59 PM  
Blogger mamaloukas said...

Σ' ευχαριστώ Nuwanda


Μόνο με τον τίτλο τα κομμάτια θα είναι πολύ διαφορετικα΄μεταξύ τους.
Να ποστάρουν την ίδια ώρα πρακτικώς όσο και τεχνικώς δύσκολο το βλέπω.

Οι μπίρες very soon θα μας πει ο σπόνσορας

18/9/06 11:26 PM  
Blogger NinaC said...

Εξαίρετα, εξαίρετα!!!! Και η αυθεντική συνέχεια και η απονομή!

Πολύ το διεσκέδασα, να το επαναλάβουμε!

(το παίζω, τάχα μου, χαρούμενη και υπεράνω που δεν κέρδισα τίποτα... μπορώ να ελπίζω, τουλάχιστον, στο ρόλο της πρωταγωνίστριας κατά την αναπαράσταση???)

:ppppp

18/9/06 11:30 PM  
Blogger mamaloukas said...

Αγαπητή Composition doll
θα παρηγορηθείτε καθόλου αν σας ομολογήσω ότι σας σκεφτόμουν όταν μοίραζα την απονομή;
έλεγα μήπως στεναχωρηθείτε που δεν κερδίσατε κανενα βραβείο. αλλά στάθηκα βράχος (που λέει κι ο ποιητής) κι έκανα την πιο δίκαιη για μένα απονομή(κλάμα πόλυ τώρα)

Παρηγορηθείτε πάντως που έχω το μπλογκ σας σε περίοπτη θέση (και τον Λιμπρόφιλο καλά τον έχω, οι αγάπες δεν κρύβονται)

όσο για την πρωταγονίστρια, μάς σοκάρετε!
ποιον θα λέγατε για πρωταγονιστή;

Να το επαναλάβουμε, θα ψάξω στα συρτάρια μου για σκουριασμένα διηγήματα.

18/9/06 11:42 PM  
Blogger NinaC said...

Δεν μπορώ να σκεφτώ για τον πρωταγωνιστή τώρα (κλαίω γοερά και κάνω μούτρα, συγχρόνως).

Μάλλον το casting θα γίνει επί τόπου.

:p

19/9/06 12:01 AM  
Blogger ellinida said...

Χμμμ καιρό λοιπόν είχα να διασκεδάσω τόσο ! Το ανεβάζω στο ανεμολόγιο εφ'όσον έχω την άδεια του συγγραφέως λοιπόν !
Καλημέρα . :)))

19/9/06 4:30 AM  
Blogger mamaloukas said...

πω πω γίναμε διεθνώς ρεζίλι...

19/9/06 9:22 AM  
Anonymous Anonymous said...

Καλημέρα,

Χθες είδα την απονομή(και κατά savoir-vivre έπρεπε τότε να απαντήσω, ευτυχώς δεν παρακολουθεί η μαμά μου!) όμως λόγω ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν μπόρεσα να παραστώ! Έτσι δεν λενε στα ΑΡΙΩΝ;:)
Θέλω λοιπόν να σας ευχαριστήσω:
καταρχήν για τα βραβεία! Είναι τα πρώτα που λαμβάνω και φυσικά απονεμημένα από έναν συγγραφέα έχουν άλλη αίγλη!
Κατά δεύτερον, ευχαριστώ που ανταποκριθήκατε με χιούμορ και μοιραστήκατε τον παιδικό μου ενθουσιασμό επιβεβαιώνοντας ότι αξία στην ζωή
έχει και το παιχνίδι. Αλίμονο σ’άυτους που εξαγοράζουν την παιδικότητα και τον αυθορμητισμό για λίγο κύρος και ματαιοδοξία!
Βεβαίως ο συναγωνισμός ήταν μεγάλος: Ένας cool συγγραφέας , μια super alternative artist-blogger!, μια blogger με συγγραφικό παρελθόν.......για να μην θυμηθώ την επιβλητική «απουσία» του librofilo.
Η «τύχη του αρχάριου» όμως με βοήθησε, η θετική μου/σας διάθεση, και φυσικά..... ποιος θα μπορούσε να προσπεράσει αδιάφορα τον δημιουργικό ενθουσιασμό ενός υποσχόμενου μεγάλου έρωτα!( nuwanda ακούω τις πονηρές σκέψεις σου! :))))
οσο για το 2ο μερος υπάρχουν όντως διαβολικές συμπτωσεις εμπνευσης μεταξυ των διαγωνιζομένων!

Αrrivederla!

19/9/06 12:19 PM  
Anonymous Anonymous said...

xa xa xa xa xa! Μου φτιάξατε τη μέρα, βρε παιδιά. Αν και προτιμούσα να μην πάρω βραβείο, τώρα έχω να ψάχνω για ρούχα για την απονομή, να γράψω λόγο...Πουφ! Γιατί δεν το δημοσίευσαν, βρε Δημήτρη; Είχε τόσο πλάκα.Εκείνο που έχω να πω είναι ότι την παράσταση την έκλεψε ο librofilo δια της αστραφτερής απουσίας του. Αδικία! Ενίσταμαι, κ. πρόεδρε. Δεν έγραψε και πήρε και βραβείο τιμητικό...

19/9/06 1:25 PM  
Blogger Librofilo said...

Ο σπόνσορας δεν καθορίζει που και πότε,απλά πληρώνει.Its your party αγαπητέ.Τα συγχαρητήρια μου στους συμμετέχοντες,ήταν όλοι ευρηματικότατοι.

19/9/06 3:26 PM  
Anonymous Anonymous said...

Άσχετο, Την Πέμπτη 28/9 έχει στον Ιανό 8μ.μ. συζήτηση για το αστυνομικό μυθιστόρημα η Νεφέλη. Μπορεί κάποιος από σας να θέλει να πάει. Εγώ θα πάω

19/9/06 4:03 PM  
Blogger Librofilo said...

Μάλλον θα είμαι εκεί.

19/9/06 4:10 PM  
Blogger mamaloukas said...

Ιανό: εμένα με κάλεσαν. Μεγάλη η χάρη μου. (αν δείτε να κάνω παρέμβαση ό,τι και να πω χειροκροτάτε έτσι;)
να πού θα συναντηθούμε.
βραβείο στον Λιμπρόφιλο;
σας είπα οι αγάπες δεν κρύβονται
nothing is impossible girl
όλο μας παιδεύετε. να και τα ιταλικά στο παιχνίδι, τα κάλα σας λόγια, η σχέση με τον Λιμπρόφιλο... τι άλλο να πω;
ποια απ' τις υπόλοιπες δύο είναι η μπλογκερ με συγγραφικό παρελθόν;
Compo?

19/9/06 6:59 PM  
Blogger Librofilo said...

Συγγνώμη έχω σχέση εγώ με την nothing-is-impossible girl και δεν το ξέρω?Αγαπητέ Δημήτρη τι υπονοείτε?

19/9/06 9:17 PM  
Blogger mamaloukas said...

δεν υποννοώ τίποτα παραπάνω από αυτό: τι σχέση έχετε κι όλο αλληλοαναφέρεστε.
λέει ο λαός: ο ... και ο βήχας δεν κρύβονται!
Πολλά μυστήρια τελικά στον ιστό των μπλόγκερ, θα βγω με ψευδώνυμο μου φαίνεται και θα γίνουμε κ...

19/9/06 9:26 PM  
Blogger NinaC said...

"ποια απ' τις υπόλοιπες δύο είναι η μπλογκερ με συγγραφικό παρελθόν;
Compo?"

Mα για ποια με περνάτε, τέλος πάντων???? :p

Τον Ιανό δεν τον χάνω, εκτός απροόπτου. Μαρτινίδης, Μάρκαρης ΚΑΙ Μαμαλούκας κι εγώ να λείπω?? Jamais!

20/9/06 12:07 AM  

Post a Comment

<< Home