Κριτική Πιερ Μερό Θηλαστικά
Πιερ Μερό, Θηλαστικά, μυθιστόρημα, μτφ. Εύα Καραϊτίδη, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2005, σελ. 248.
Η Γαλλία ανέκαθεν ήταν μια ανεξάντλητη πηγή παραγωγής λογοτεχνικών βιβλίων, και σχεδόν πάντα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη χάραξη νέων δρόμων και κατευθύνσεων, ειδικά στην πεζογραφία, στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Φέτος είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε και στη γλώσσα μας δύο ξεχωριστά όσο και ασυνήθιστα βιβλία, το Μικρή πραγματεία περί αμεριμνησίας του Denis Grozdanovitch (εκδόσεις Πόλις) και το Θηλαστικά του Πιερ Μερό.
Ο Μερό υπογράφει ένα βιβλίο που η λέξη μυθιστόρημα αδυνατεί να περιγράψει ολοκληρωτικά. Πρόκειται για ένα γραπτό με πολλαπλές όψεις που άλλοτε μοιάζει με αυτοβιογραφία, συχνά σαν μαρτυρία, σπάνια σαν δοκίμιο και καμιά φορά ταξιδεύει στα πελάγη μιας φανταστικής ιστορίας, λες κι ο συγγραφέας έγραφε υπακούοντας μόνο στις εσωτερικές του ανάγκες καταπατώντας κάθε σοβαροφανή κανόνα για δέσιμο, πλοκή και συνοχή, υποτίθεται, ενός σωστού βιβλίου.
Αλήθεια, μπροστά στην πολυφορεμένη πια γνώμη μερικών ειδικών ότι κάποιοι άπειροι συγγραφείς στα πρώτα τους βιβλία απλώς περιγράφουν τον εαυτό τους, ο Μερό τούς βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα. Διότι στο βιβλίο του μπορεί να αναφέρεται στον εαυτό του και με την ίδια άνεση, και αληθοφάνεια, πάντα μέσα από την γραφή, να αποποιείται τα πάντα. Μπορεί ο αναγνώστης να κατευθύνεται από το βιογραφικό και να το βλέπει να παίρνει σάρκα και οστά μέσα στις πυκνογραμμένες σελίδες και λίγο μετά όλα να ανατρέπονται ή να μοιάζουν φανταστικά, όπως συχνά είναι τα όνειρα.
Όμως αυτή είναι μόνο μία ικανότητα στησίματος του βιβλίου, και δεν είναι η μεγαλύτερη αρετή του Μερό. Η αληθινή αξία του γραπτού είναι οι τοποθετήσεις του συγγραφέα πάνω στη ζωή γενικά και στις πολλές πλευρές της που δοκιμάζουν και ορίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και ειδικότερα τον δυτικοευρωπαίο.
Ο Μερό ντύνει τον ήρωά του (ή ντύνεται ο ίδιος) με το πρόσωπο ενός θείου του και περιγράφει τις περιπέτειές του. Ο θείος είναι αλκοολικός, ευκαιρία λοιπόν για την πρώτη ξεγυμνωμένη αλήθεια. Σπάνιες σε βαρύτητα σελίδες γύρω απ’ την ψυχολογία του πότη και του μικρόκοσμου της νύχτας. Ευαίσθητα τα όρια από τη στιγμή της ευφορίας στην, χωρίς γυρισμό, σκοτεινή χώρα του αλκοολισμού. Ο θείος κυριεύεται συχνά από την ψευδαίσθηση της ασφάλειας του ποτού και την κάλπικη ζεστασιά των μπαρ. Κάθε πρωί όμως, όταν φεύγει η νύχτα και το οινόπνευμα ξεθυμαίνει, είναι η αλήθεια κι η ήττα εκείνες που τον ξυπνούν μέσα σε άγνωστες βρόμικες τρώγλες δίπλα σε ξένα, τελειωμένα κορμιά.
Ο θείος δεν έχει μια σταθερή δουλειά. Αφού νιώσει για μερικά χρόνια στο πετσί του την ανεργία, -που τρέφει τον κοινωνικό ρατσισμό, γεννάει απελπισία και πλήττει όλες τις τάξεις κι όλα τα επαγγέλματα-, αλλάζει διάφορα επαγγέλματα γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την εργασιακή εκμετάλλευση. Εδώ η γραφή του Μερό είναι κάτι παραπάνω από καυστική. Η απλότητα των μηνυμάτων δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να προσπεράσεις. Σε χτυπάει κατευθείαν, σαν μαχαιριά στην καρδιά.
Ακολουθεί μια εργασία στα βάθη ενός σύγχρονου εκδοτικού οίκου. Καμιά φορά τα φανταχτερά και ζεστά εξώφυλλα των βιβλίων κρύβουν έναν αλλόκοτο κόσμο, τόσο σκληρό και απρόσωπο όσο των αδηφάγων πολυεθνικών. Έπειτα μια θέση καθηγητή γυμνασίου σ’ ένα φτωχό προάστιο του Παρισιού, θέμα εντελώς επίκαιρο λόγω των πρόσφατων γεγονότων, όπου ο συγγραφέας περιγράφει την σχεδόν ανεξήγητη ατμόσφαιρα βίας που κυριαρχεί, όπως και τον άνισο αγώνα των καθηγητών, μάχη πραγματική για να επιβιώσουν απέναντι στους οργισμένους μαθητές.
Ο Μερό δεν κρύβεται. Ποτέ. Έτσι θεωρεί ότι είναι τα θηλαστικά, οι άνθρωποι, οι μοντέρνοι Ευρωπαίοι και αναλόγως τα περιγράφει. Να πάσχουν από έλλειψη επικοινωνίας, να παραπαίουν στο θέμα του έρωτα, να είναι γεμάτοι συμπλέγματα, ψυχώσεις, αδυναμίες και να βρίσκουν καταφύγιο στη ψυχανάλυση, τον κρυφό τους έρωτα, ειδικά των Γάλλων.
Ο Μερό δεν ξεγυμνώνει απλώς. Γδέρνει το δέρμα της σύγχρονης συμπεριφοράς και δίνει μερικές αλήθειες ζωντανές, ακλόνητες όσο και τραγικές.
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 29 Ιανουαρίου 2006.