Κριτική Γιώργος Βέης
Η γυναίκα της στέπας
Γιώργος Βέης Με τις Μογγόλες, Μαρτυρίες, συνεκδοχές, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005, σελ. 242
Η στέπα. Απλώς υπάρχει. Τεράστια. Νομίζεις ότι κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να επιβιώσει μπροστά στην απεραντοσύνη της.
Έρημος Γκόμπι. Πρωτογενής μορφή γης. Ένας γίγαντας που κοιμάται. Απαλές, λιτές γραμμές, χάος. Όποιος δεν αντίκρισε έρημο στερείται εντυπώσεων για τη λέξη δέος. Αφιλόξενη; Ή απλώς: συνεχώς δική σου;
Στημένη σκηνή στη μέση της ερήμου. Απ’ έξω η αμμοθύελλα που τη δέρνει αλύπητα. Ολόγυρα οι αμμόλοφοι αλλάζουν μορφή, σχήμα, διάσταση. Η γεωγραφία του εδάφους που μεταβάλλεται διαρκώς ενώ εσύ κοιτάς την αμετάβλητη γεωγραφία ενός λευκού γυναικείου αμόλυντου προσώπου.
Είμαστε χαμένοι στην άλλη μεριά του πλανήτη, κάπου στην Ανατολή. Στα χέρια κρατάμε το βιβλίο του Γιώργου Βέη. Αρκεί.
Πίσω στη σκηνή: Κρυφές ματιές ανταλλάσσουν χάδια, σκληρό αλκοόλ κυλά στα στήθη, στη φωτιά ετοιμάζεται κρέας ως η μοναδική τροφή που δίνει δύναμη. Οι γυναίκες της Μογγολίας χαμογελούν και δε μιλούν. Πόσο όμως ν’ αντέξεις σιωπηλός; Έξω σκόνη. Άμμος. Αέρας που φυσάει μ’ ένα πρωτόγνωρο μένος. Καταρρακτώδης βροχή. Οι διαθέσεις του καιρού, αλλάζουν συνεχώς δοκιμάζοντας τις αντοχές των ψυχών. Όμως η στέπα δεν καταβάλει τη γυναίκα της Μογγολίας. Είναι προσαρμοστική και ζει τη στιγμή. Είναι διορατική, εύθυμη και αντιστέκεται καθώς αρκείται στα λίγα χαμογελώντας.
Άραγε όσοι ανήκουν στο λαό της στέπας είναι έξω απ’ όλα, κουκίδες στο τίποτα ή είναι μέσα στον κόσμο, μέσα στη φύση πιο πολύ από κάθε άλλον;
Ο συγγραφέας Γιώργος Βέης είναι ο ταξιδευτής. Περιπλανιέται στην Ανατολή με μόνο του εφόδιο τη διψασμένη ματιά του ποιητή. Ο συγγραφέας των κειμένων, των λέξεων, μας σπρώχνει στη φύση, στο αρχέγονο συναίσθημα του είναι. Να ονειρευτούμε την έρημο, τη στέπα, ξανά από την αρχή. Να ξαναπροσεγγίσουμε την έννοια του τοπίου, της αισθητικής.
Η ψυχή όμως του ταξιδευτή ξεφεύγει μακρύτερα. Ζει πέρα από τα όρια του χρόνου και τόπου, έχοντας μια ολόδική της διάσταση. Αναζητά με θέρμη και αγωνία την αιτία που ερωτευόμαστε ταξιδεύοντας. Ποιος είναι αυτός ο κρυφός μηχανισμός που ενεργοποιείται στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και ανυψώνει μια απλή ματιά, μια καθημερινή κίνηση τόσο ώστε να ριζώνει βαθιά μέσα μας και να μας συνοδεύει μια ζωή;
Αναρωτιέται ο συγγραφέας που ταξιδεύει: Τι είναι πιο εύκολο να μάθουμε, τα μυστικά μιας γυναίκας ή μιας χώρας;
Κι ένα γράμμα που μήνες μετά διασχίζει τον κόσμο φτάνοντας στο δικό μας μακρινό σύμπαν τι λειτουργία μπορεί να έχει; Αφύπνισης; Επιβεβαίωσης; Ονείρου; Ή απλής μελαγχολικής θύμησης μιας κοπέλας που την έλεγαν Ογιούν;
Τρίτο βιβλίο του Γιώργου Βέη για τα βάθη της ανατολής μετά από τα «Ασία, Ασία» και «Στην απαγορευμένη πόλη». Εδώ υπάρχει μια σειρά από κείμενα για το λαό της Μογγολίας. Οι γυναίκες της χώρας κλέβουν τον τίτλο και μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του συγγραφέα. Από το Ουλάν Μπατόρ και το Πεκίνο στις μοναδικές ατελείωτες εκτάσεις της στέπας όπου ζει ένας περήφανος λαός τόσο μυστηριώδης όσο και ανεξερεύνητος στη Δύση.
Ο συγγραφέας σεβάστηκε την ηρεμία της ερήμου, μιμήθηκε τη σοφία των απλών κοριτσιών της Μογγολίας δίνοντας ένα κείμενο που υπαγορεύεται σε κάθε του μορφή από τη λαχτάρα της ποίησης: άλλοτε πατώντας σταθερά στη γη υπακούοντας σε άτεγκτους κανόνες κι άλλοτε πετώντας ψηλά, ελεύθερα, όπως ένα μοναχικό γεράκι στην ατέλειωτη στέπα.
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή, 14-8-2005
Γιώργος Βέης Με τις Μογγόλες, Μαρτυρίες, συνεκδοχές, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005, σελ. 242
Η στέπα. Απλώς υπάρχει. Τεράστια. Νομίζεις ότι κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να επιβιώσει μπροστά στην απεραντοσύνη της.
Έρημος Γκόμπι. Πρωτογενής μορφή γης. Ένας γίγαντας που κοιμάται. Απαλές, λιτές γραμμές, χάος. Όποιος δεν αντίκρισε έρημο στερείται εντυπώσεων για τη λέξη δέος. Αφιλόξενη; Ή απλώς: συνεχώς δική σου;
Στημένη σκηνή στη μέση της ερήμου. Απ’ έξω η αμμοθύελλα που τη δέρνει αλύπητα. Ολόγυρα οι αμμόλοφοι αλλάζουν μορφή, σχήμα, διάσταση. Η γεωγραφία του εδάφους που μεταβάλλεται διαρκώς ενώ εσύ κοιτάς την αμετάβλητη γεωγραφία ενός λευκού γυναικείου αμόλυντου προσώπου.
Είμαστε χαμένοι στην άλλη μεριά του πλανήτη, κάπου στην Ανατολή. Στα χέρια κρατάμε το βιβλίο του Γιώργου Βέη. Αρκεί.
Πίσω στη σκηνή: Κρυφές ματιές ανταλλάσσουν χάδια, σκληρό αλκοόλ κυλά στα στήθη, στη φωτιά ετοιμάζεται κρέας ως η μοναδική τροφή που δίνει δύναμη. Οι γυναίκες της Μογγολίας χαμογελούν και δε μιλούν. Πόσο όμως ν’ αντέξεις σιωπηλός; Έξω σκόνη. Άμμος. Αέρας που φυσάει μ’ ένα πρωτόγνωρο μένος. Καταρρακτώδης βροχή. Οι διαθέσεις του καιρού, αλλάζουν συνεχώς δοκιμάζοντας τις αντοχές των ψυχών. Όμως η στέπα δεν καταβάλει τη γυναίκα της Μογγολίας. Είναι προσαρμοστική και ζει τη στιγμή. Είναι διορατική, εύθυμη και αντιστέκεται καθώς αρκείται στα λίγα χαμογελώντας.
Άραγε όσοι ανήκουν στο λαό της στέπας είναι έξω απ’ όλα, κουκίδες στο τίποτα ή είναι μέσα στον κόσμο, μέσα στη φύση πιο πολύ από κάθε άλλον;
Ο συγγραφέας Γιώργος Βέης είναι ο ταξιδευτής. Περιπλανιέται στην Ανατολή με μόνο του εφόδιο τη διψασμένη ματιά του ποιητή. Ο συγγραφέας των κειμένων, των λέξεων, μας σπρώχνει στη φύση, στο αρχέγονο συναίσθημα του είναι. Να ονειρευτούμε την έρημο, τη στέπα, ξανά από την αρχή. Να ξαναπροσεγγίσουμε την έννοια του τοπίου, της αισθητικής.
Η ψυχή όμως του ταξιδευτή ξεφεύγει μακρύτερα. Ζει πέρα από τα όρια του χρόνου και τόπου, έχοντας μια ολόδική της διάσταση. Αναζητά με θέρμη και αγωνία την αιτία που ερωτευόμαστε ταξιδεύοντας. Ποιος είναι αυτός ο κρυφός μηχανισμός που ενεργοποιείται στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και ανυψώνει μια απλή ματιά, μια καθημερινή κίνηση τόσο ώστε να ριζώνει βαθιά μέσα μας και να μας συνοδεύει μια ζωή;
Αναρωτιέται ο συγγραφέας που ταξιδεύει: Τι είναι πιο εύκολο να μάθουμε, τα μυστικά μιας γυναίκας ή μιας χώρας;
Κι ένα γράμμα που μήνες μετά διασχίζει τον κόσμο φτάνοντας στο δικό μας μακρινό σύμπαν τι λειτουργία μπορεί να έχει; Αφύπνισης; Επιβεβαίωσης; Ονείρου; Ή απλής μελαγχολικής θύμησης μιας κοπέλας που την έλεγαν Ογιούν;
Τρίτο βιβλίο του Γιώργου Βέη για τα βάθη της ανατολής μετά από τα «Ασία, Ασία» και «Στην απαγορευμένη πόλη». Εδώ υπάρχει μια σειρά από κείμενα για το λαό της Μογγολίας. Οι γυναίκες της χώρας κλέβουν τον τίτλο και μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του συγγραφέα. Από το Ουλάν Μπατόρ και το Πεκίνο στις μοναδικές ατελείωτες εκτάσεις της στέπας όπου ζει ένας περήφανος λαός τόσο μυστηριώδης όσο και ανεξερεύνητος στη Δύση.
Ο συγγραφέας σεβάστηκε την ηρεμία της ερήμου, μιμήθηκε τη σοφία των απλών κοριτσιών της Μογγολίας δίνοντας ένα κείμενο που υπαγορεύεται σε κάθε του μορφή από τη λαχτάρα της ποίησης: άλλοτε πατώντας σταθερά στη γη υπακούοντας σε άτεγκτους κανόνες κι άλλοτε πετώντας ψηλά, ελεύθερα, όπως ένα μοναχικό γεράκι στην ατέλειωτη στέπα.
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή, 14-8-2005
9 Comments:
η πιστή αναγνώστρια καταθέτει τα διαπιστευτήριά της και πάλι. Καλώς σε βρίσκω.
Με προβλημάτισε η κριτική σου με τον εξής τρόπο: συνήθως παρασύρομαι σε μια βιωματική, συναισθηματική προσέγγιση των βιβλίων για τα οποία γράφω, όπως θα έχεις καταλάβει. αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι θεμιτό στην κριτική βιβλίου. Προσπάθησα -πριν από λίγο το τελείωσα- να γράψω κάτι εντελώς αποστασιοποιημένη και χρησιμοποιώντας κριτήρια που μοιάζουν "τεχνοκρατικά", "αντικειμενικά", "δημοσιογραφικά", "αξιοκρατικά", δεν ξέρω πώς να τα ονομάσω ακριβώς, αλλά απέτυχα παταγωδώς. ακροβατώ συνεχώς ανάμεσα στην αίσθηση που μου αφήνει εμένα ένα βιβλίο, στο αποτύπωμά του πάνω μου -και μόνο γι' αυτό νιώθω να μπορώ να γράψω είναι η αλήθεια- και σ' αυτό που λέμε λογοτεχνική αξία και δεν είμαι σε θέση να την ορίσω θεωρητικά αυτή τη στιγμή. τελικά γράφω απλώς την άποψή μου, η οποία διαμορφώνεται απλώς από τα πολλαπλά και ποικίλα αναγνώσματά μου. κατά κάποιον τρόπο αισθάνθηκα σαν να με "νομιμοποιεί" -που θα 'λεγε και ο reader's diggest- να πράττω έτσι η δική σου κριτική.
να σου πω ότι μ' αρέσει που δίνεις εικόνες, αυτό προσπαθώ κι εγώ, να πάω λίγο παρακάτω με το κείμενό μου αυτό που αντίκρισα σε ένα βιβλίο. ζηλεύω τις κοφτές σου προτάσεις, γιατί αν και δημοσιογράφος εγώ, στη Φιλολογική γράφω δαιδαλώδεις προτάσεις παρασυρόμενη από ένα τόσο απολαυστικό -μόνο για μένα που γράφω εκείνη τη στιγμή- πάθος. Ωχ, δαιδάλους έπλεξα πάλι...
Αγαπητή Σταυρούλα γιατί μπερδεύεσαι ή προβληματίζεσαι;
Γράφεις την κριτική σου όπως σου βγαίνει. δεν είναι κακό να σε παρασύρει ένα βιβλίο, ούτε αν σου γεννήσει διάφορες εικόνες είναι κακό να τις περάσεις στο χαρτί. νομίζεις ότι στους συγγραφείς αρέσει να διαβάζουν κριτικές λες και γράφτηκαν από ρόμπότ ή κριτικές που να μοιάζουν με αποφάσεις κάποια δημόσιας υπηρεσίας;
(γιατί εγώ διαβάζω αρκετές τέτοιες ευτυχώς όχι για δικά μου βιβλία)
Δεν είναι η δουλειά μου να γράφω κριτικές, πολύ συχνά δυσκολεύομαι, αλλά σχεδόν παντα ακολουθώ την καρδιά μου.
άλλωστε η κριτική που κάνεις σ' ένα βιβλίο είναι κάτι παντελώς δικό σου. δεν χρειάζεται ούτε εξηγήσεις να δώσεις ούτε να αισθάνεσαι τύψεις.
μια φορά όμως δεν ακολούθησα την καρδιά μου κι έγραψα πράγματα για τα οποία αργότερα μετάνιωσα. ήταν στο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου Η συγχώρεση. προσεχώς θα τα πούμε.
φιλιά.
Συγχωρεμένος τότε, αφού επρόκειτο για Συγχώρεση
Ρε φίλε, (είμαι ο el-bard, αλλά γράφω από άλλο κομπιούτερ, και -όπως πάντα- δεν μπορώ να θυμηθώ το password, για να μπω επωνύμως) πολύ ωραία η παρουσίαση του βιβλίου. Έχει προσωπικό ύφος, πέρα από το πληροφοριακό υλικό που δίνει. Το οποίο υλικό (καλό,ε;;; Πρώτη φορά ξεκινώ πρόταση έτσι...), το οποίο υλικό, λοιπόν, χωρίς να είναι εξαντλητικό, δίνει τα καίρια σημεία του βιβλίου που πρόσεξες και σου έκαναν εντύπωση.
Κι όσο γι' αυτά που γράφει η φίλη (και αναγνώστριά μας) scalidi είναι σωστά και αποτελούν προβληματισμούς για όσους θέλουν και γράφουν κριτικές.
Μου αρέσει να βλέπω το ύφος και του κριτικού σε μια παρουσίαση βιβλίου. Μια καλή κριτική πρέπει, για μένα, να είναι ένα αυτοτελές κείμενο που και μόνο του να στέκεται, κάτι σαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι επίπλου, μια πολυθρόνα ας πούμε, που δεν έχει ανάγκη από τον ασορτί καναπέ της για να σταθεί στο χώρο. Το κριτικό κείμενο να μπορεί να σταθεί και χωρίς το original κείμενο που παρουσιάζει.
Αυτά!
Ωραίο, ελ-βαρδ, αυτό που λες για πολυθρόνες και καναπέδες. το θέμα είναι να μη γίνεται η κριτική απλησίαστο και ακατανόητο μουσειακό είδος, μόνο και μόνο για να νιώσει ο δημιουργός της διανοούμενος και πολύ σπουδαίος, τόσο που δεν τον καταλαβαίνει κανένας...
Είμαι υπέρ μιας κριτικής που γίνεται από μόνη της λογοτεχνία, που έχει βάρος και αξία τόσα όσα και ένα λογοτεχνικό έργο. Παράδειγμα οι κριτικές του Σεφέρη για το έργο του Μακρυγιάννη και του Τ.S.Eliot, η κριτική του Ελύτη για τον Παπαδιαμάντη κλ.π. Ξέρω...ξέρω, θα μου πείτε αυτές δεν είναι ακριβώς κριτικές. Συμφωνώ. Φτιάχτε, ετοιμάστε τις δικές σας.
Την καλησπέρα μου.
Συμφωνώ κι εγώ, ελ βαρδ μου, αλλά πρόσεξε τι μεγέθη αναφέρεις! Από Νόμπελ και πάνω...
Κι εγώ συμφωνώ με όλα σχεδόν. φυσικά και η κριτική πρέπει να έχει το χαρακτήρα της και φυσικά δεν πρέπει να είναι ένα απρόσωπο κείμενο.
Αλλά μου φαίνεται 'οτι κινούμαστε λίγο στη σφαίρα του φανταστικού
ας διάβαζαν όλοι οι κριτικοί πρώτα τα βιβλία που κρίνουν κι εγώ θα μουν ευχαριστημένος
περισσότερα στο μπλογκ του reader όπου συμμετέχει η Scalidi
El bard διάβασα χτες το πόσο κάνει στο μπλογκ σου και σου άφησα ποστ.
χαιρετισμούς
Εξαιρετικό κείμενο που "στέκεται" και μόνο του. Τώρα...γιατί το ανακάλυψα τόσο αργά?...Ε, ο λόγος προφανής. Δες στο μπλογκ μου και θα καταλάβεις.
Κι ο Βέης ... τόσο αγαπημένος.
Τα σέβη μου!
Post a Comment
<< Home