Friday, June 23, 2006

ΦΙΑΤ 1970 (Σύντομη ιστορία)

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός τεύχος; 7-9/2004.
Ο Γιώργος Χρονάς ήταν από τους πρώτους που δημοσίευσε δουλειά μου και τον ευχαριστώ δημόσια γι' αυτό.




ΦΙΑΤ 1970




Οδηγώ νευρικά σ’ ένα στενό επαρχιακό δρόμο, απ’ τους αμέτρητους που έχει η Ελλάδα. Είναι αργά το απόγευμα και νιώθω το χρόνο να με πιέζει. Διασχίζω ατέλειωτες εκτάσεις με ελιές. Επιταχύνω ολοένα πιέζοντας λίγο περισσότερο το πεντάλ του γκαζιού και στις κλειστές στροφές ακούω τα λάστιχα να στριγκλίζουν ελαφρά. Δίνομαι όλο και περισσότερο στην οδήγηση. Μ’ έχει κυριεύσει μια αδικαιολόγητη ένταση. Προσπαθώ να ηρεμήσω. Απ’ τα ανοιχτά παράθυρα ακούγεται ο συνεχής ήχος των τζιτζικιών. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίζεται από απέναντι ένα ολοκόκκινο αμάξι. Το επόμενο δευτερόλεπτο περνάει απ’ αριστερά μου σα σίφουνας. Το μόνο που προλαβαίνω να δω φευγαλέα, είναι μια ξανθιά κοπέλα καθισμένη στη θέση του συνοδηγού να γελά κι ο αέρας να της παρασύρει τα μαλλιά. Άλλη μια ιστορία, άλλη μια ζωή που η μοίρα μας φέρνει τόσο κοντά για ελάχιστο χρόνο κι έπειτα μας απομακρύνει και πάλι, γυρίζοντάς μας στη λήθη και στην ανωνυμία.
Η προηγούμενη ένταση έχει εξαφανιστεί, νιώθω τώρα την οδήγηση να με μαγεύει και πιάνω τον εαυτό μου να οδηγεί με άνεση, δίχως περιττές κι απότομες κινήσεις. Την ηρεμία μου διαλύει μια έντονη εικόνα που πλημμυρίζει ξαφνικά το μυαλό μου. Είναι ένα κοινό άσπρο Φίατ μοντέλο του 1970. Είναι το αυτοκίνητο που σε ελάχιστα λεπτά θα περάσει δίπλα μου, απ’ το αντίθετο ρεύμα. Διακρίνω με κάθε λεπτομέρεια τους επιβαίνοντες. Είναι ένα ταπεινό ζευγάρι ηλικιωμένων. Ο γέρος φορά γυαλιά, η γυναίκα του μαντήλι στο κεφάλι. Είναι άνθρωποι του χωριού, έχουν φάει τη ζωή τους στα χωράφια. Τα μάτια τους είναι εντελώς ανέκφραστα. Κουβαλούν μαζί τους το δράμα του νεκρού παιδιού τους.
Η αρρώστια το έφαγε. Το γονάτισε. Το παιδί μας. Ο Παναγιώτης μας. Ο λεβέντης μας. Δυο μέτρα παλικάρι... τώρα θα ’χε παντρευτεί… Έχουμε τη μικρή αλλά…
Ο γεράκος αγόρασε τον Απρίλιο του 1970 το Φίατ καινούργιο. Θυμάται σα να ήταν χθες τη χαρά του παιδιού του όταν το έβαλε στην αυλή τους.
Το περικυκλώσαμε και το κοιτούσαμε με θαυμασμό, έπειτα μπήκαμε όλοι μέσα και πήγαμε μια μεγάλη βόλτα…
Το Φιατάκι γερνάει μαζί τους. Τους έχει αφήσει άπειρες φορές. Και τι δεν έχει πάθει. Είναι η τρίτη μηχανή που έχουν βάλει. Οι άλλες δύο κόλλησαν. Μα και τα ηλεκτρικά του δεν είναι καλύτερα. Οι μπαταρίες να χάνουν, ν’ αδειάζουν, τα παγωμένα πρωινά να μη παίρνει με τίποτα. Αυτά θυμάται ο γεράκος, μα το αγαπά όπως είναι. Δεν θέλει να τ’ αλλάξει αλλά ούτε και το προσέχει όπως πρώτα. Δε φροντίζει τις σκουριές, δεν τον ενοχλούν, δεν τις κοιτά καν. Όμως θυμάται όταν είχαν αλλάξει τις πόρτες…
Ζούσε ο Παναγιώτης μου, εκείνος το πήγε…το πρόσεξε…κούκλα το είχε...
Για το γέρο πολλά έχουν αλλάξει, ακόμα κι ο δρόμος του χωριού του, ο χιλιοπερασμένος του φαίνεται δύσκολος, εχθρικός. Ο ίδιος δρόμος που νέος τον πέρναγε καβάλα στο μοτοσακό του.
Τώρα…
Αντί να προσέχει, αφαιρείται. Δεν τον πολυνοιάζει πια.
Τι άλλο να πάθουμε;
Σκύβει πάνω απ’ το τιμόνι. Τ’ αδύναμα ροζιασμένα του χέρια σφίγγουν το σκληρό πλαστικό χωρίς νεύρο, σχεδόν με φόβο. Τα γυαλιά του κυλούν στη μύτη του, ιδρώνει και νιώθει τα μάτια του πολύ κουρασμένα. Παίρνει τις στροφές με κόπο, πατάει κάθε φορά φρένο, άλλοτε τρέχει υπερβολικά, άλλοτε σέρνεται. Συχνά του κολλάνε από πίσω διάφοροι. Σπάνια τους αντιλαμβάνεται, (ακόμα και το φευγαλέο κοίταγμα του καθρέφτη έχει γίνει πια κουραστικό.) Του ανάβουν τα μεγάλα, του κορνάρουν κι όταν τον προσπερνούν τον βρίζουν ή κουνούν ειρωνικά το κεφάλι. Σχεδόν ποτέ δεν αντιδρά, παρά σφίγγει πιο δυνατά το τιμόνι κι ακούει τα φθαρμένα αμορτισέρ να κλαίνε… Μαζί με τη γυναίκα του. Αυτήν που έκανε το κλάμα καθημερινή δουλειά. Της ερχόταν παντού: στο σπίτι, στην αυλή, στην αγορά, στο φούρνο, στο κοιμητήριο. Χρόνια τώρα, δεν περνούσε μέρα που να μην τρέξουν τα μάτια της. Όταν την έβλεπε να κλείνεται στη κάμαρή τους, ήξερε. Όταν έμενε ώρες στο μπάνιο, ήξερε. Στρέφεται και την κοιτάζει· εκείνη του ανταποδίδει το βλέμμα. Δεν μιλάνε κι εκείνος γυρίζει τη ματιά του στο δρόμο. Εκείνη στριφογυρίζει στο στενό κάθισμα. Κρατιέται απ’ τη χειρολαβή πάνω απ’ το παράθυρό της. Αυτή που ’χε κοπεί χρόνια πριν…
Θα σου βάλω εγώ μάνα μια καινούργια, να πιάνεσαι, να σε πηγαίνω και καμιά βόλτα άμα πάρω το δίπλωμα, θα δεις…
Κι έβαλε. Κι εκείνη κρατιόταν. Και πήγαν βόλτες. Πολλές. Αλλά όχι αρκετές.
Γιατί να φύγεις παιδί μου;
Μέσα στο βουητό της μηχανής δεν καταλαβαίνει ότι τους προσπερνά ταχύτατα ένα ταξί. Τρομάζει.
Πώς τρέχουν έτσι;…
Το ταξί έχει εξαφανιστεί. Ο δρόμος είναι και πάλι έρημος. Κλείνει τα μάτια.
Ό,τι μπορούσαμε κάναμε… Ό,τι οικονομίες είχαμε… και πού δε πήγαμε… Αθήνα… Λονδίνο… Δεν γινόταν τίποτα… Ο Παναγιώτης μας…
Γυρίζει δεξιά και χαζεύει τους κάμπους βαθιά κάτω, τα ατέλειωτα χρυσά χωράφια, τη ζέστη που μαζεύεται από πάνω τους, τα φτωχά κτίσματα, το κόσμο τους ολόκληρο, το κόσμο που δεν θέλει πια, που της φαίνεται μικρός, λειψός, άχρηστος. Αναστενάζει βαθιά και προσπαθεί να κρύψει τη ματιά της αλλού… κοιτάει πίσω, κοιτάει το πίσω κάθισμα. Οι σούστες έχουν χαλάσει εντελώς, όποιος πάει να κάτσει βουλιάζει τελείως, σχεδόν δε φτάνει να δει έξω. Εκείνη δεν το προσέχει, για εκείνη το πίσω κάθισμα είναι άδειο, τόσο άδειο. Υπάρχει μόνο μία πλαστική σακούλα με ψώνια πίσω αριστερά. Εκεί που καθόταν η μικρή…
Δεν έχουμε κάνει παιδιά μαμά. Ναι, ακόμα. Μη με πιέζεις. Δεν καταλαβαίνεις…
Την έφαγε η πρωτεύουσα κι αυτή… οι δουλειές… Τι δουλειές είναι αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ;
Δεν έχουμε χρόνο μαμά… δεν έχουμε χρόνο… δεν καταλαβαίνεις…
Ανηφόρα και το Φιατάκι ζορίζεται, μουγκρίζει, ακολουθεί όμως το δρόμο.
Έρχομαι από απέναντι, σε ελάχιστο θα διασταυρωθούμε. Βλέπω καθαρά το γεράκο πίσω απ’ το τιμόνι. Ταυτόχρονα νιώθω τα μάτια της γυναίκας του να καρφώνονται πάνω μου με μια απίστευτη δύναμη. Νιώθω τους χτύπους της καρδιάς της να πολλαπλασιάζονται, νιώθω το στήθος της να σφίγγεται…
Παναγιώτη… πόσο μοιάζει Θεέ μου.. πόσο μοιάζει …
Τώρα πια αυτό το Φίατ του 1970 δεν είναι παρά ένα λευκό σημαδάκι στο καθρεφτάκι μου. Εκείνοι κοντεύουν για το σπίτι τους κι εγώ νιώθω την επόμενη ιστορία κρυμμένη μέσα σ’ ένα αμάξι που έρχεται. Δεν θ’ αργήσω να το συναντήσω…


F I N

Labels:

5 Comments:

Blogger scalidi said...

εδώ είμαι και πάλι. είτε φιατάκι είτε άλφα ρομέο, τα κείμενά σου είναι ωραία σε όποιο και για όποιο και με όποιο "όχημα" γράφονται, λογοτεχνικό ή μη

26/6/06 12:17 PM  
Blogger mamaloukas said...

Γεια σου Σταυρούλα

σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια

26/6/06 1:37 PM  
Blogger el-bard said...

Όμορφο κείμενο. Ευαίσθητο. Σου δίνει στο λαιμό αυτή τη γλύκα της πίκρας που έχουν τα πραγματικά όμορφα κείμενα.

26/6/06 10:03 PM  
Anonymous Anonymous said...

Where did you find it? Interesting read » »

21/2/07 6:28 AM  
Anonymous Anonymous said...

I have been looking for sites like this for a long time. Thank you! Vulcan hart freezer Fabric sports banners Camper awning lights Vintage chopard watch ladies

25/4/07 8:32 PM  

Post a Comment

<< Home