«Σ' αυτή την αφιλόξενη Μητρόπολη όλοι κινούνται πάνω στη σκληρή γκριζόμαυρη άσφαλτο, όπως ο Πετράρχης, ο Τσίκης, ο Αμίρ, η Δέσποινα κι η Μιράντα, τα κυριότερα πρόσωπα αυτής της ιστορίας.
Η μοίρα θα τους πλέξει για πάντα στο μεγάλο, αιώνιο ιστό της. Ή έστω μέχρι το τέλος αυτού του γραπτού».
Εξηγείται ξεκάθαρα στο «Αντί προλόγου» ο συγγραφέας. Δίνοντάς μας εξ αρχής τα πρόσωπα, αλλά και τους μεγάλους πρωταγωνιστές: τη βρώμικη, ποταπή, μισητή Πόλη, τη μοναχική γκρίζα Ασφαλτο όπου όλα συμβαίνουν «παραμορφωμένα», «αλλοιωμένα», ενίοτε ως και «εφιαλτικά», και το Τυχαίο. Το Τυχαίο που επαναφέρει το παρελθόν ωσεί παρόν, αμείλικτο και καθοριστικό για το μέλλον.
Οι πληγές των ηρώωνΤο Τυχαίο, εξάλλου, έπαιζε τον βασικό ρόλο παντού. Και στο «Οπου υπάρχει αλκοόλ...» όπου οι ήρωες κινούνταν κυριολεκτικά δίχως πυξίδα, και «Στο Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» όπου το στραβοπάτημα, η κακοτυχιά, θα σταθεί το κομβικό σημείο για τη μεγάλη δράση. Αλλά και στην «Απαγωγή του Εκδότη» και στη «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» τη δράση σηματοδοτούν και τροφοδοτούν οι παράλληλες ιστορίες-συναντήσεις.
«Στη Μοναξιά της Ασφάλτου» οι ήρωες ξεκινούν κυριολεκτικά μόνοι. Μοναχικές ζωές και παράλληλες διαδρομές «στη βρώμικη Πόλη».
Ο Πετράρχης, «ένας άνθρωπος βυθισμένος στη μοναξιά» που, πριν ξεχυθεί στους δρόμους με την κατάμαυρη Μάστανγκ του 68 ρίχνει την παλιά τράπουλα Ταρό τρέμοντας για το τι θα του φέρει. Διότι η τράπουλα που ανήκε στη μητέρα του, δεν λέει ψέματα ποτέ.
Ο Τσίκης, αναμφισβήτητα «ο κακός μπάτσος». Ρυπαρός όσο κι η Πόλη, που αν δεν πει τρεις κουβέντες δίχως βρισιά, μπορεί και να... μελαγχολήσει.
Ο Αμίν, ο Αφγανός λαθρομετανάστης που έχει στρώσει για να κοιμηθεί στο μωσαϊκό χαρτόνια και ο δεκαεφτάχρονος γιος του ο Σαχ, τον οποίο καταπίνει ευθύς εξ αρχής, η άσπλαχνα σκληρή Πόλη.
Η Δέσποινα που κάθε πρωί κάνοντας ακριβώς τις ίδιες κινήσεις - βοηθώ και συνοδεύω στην τουαλέτα τη γιαγιά, περπατώ μές στην πρωινή ψύχρα για το βενζινάδικο όπου δουλεύω- χρειάζεται να κοιταχτεί στον καθρέφτη για να σιγουρευτεί ότι είναι ακόμα η ίδια.
Και η Μιράντα που, απ το γκαράζ της βίλας του Παλαιού Ψυχικού αγαπά τον Πετράρχη με πάθος αν και δεν τον πολυκαταλαβαίνει.
Οπως και η Στέλλα του Τσίκη, που είναι κλεισμένη στο σπίτι τους με ένα μωρό, κι αυτή δεν πολυκαταλαβαίνει.
Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο Δημήτρης Μαμαλούκας, σκιαγραφεί αυτήν ακριβώς την απόλυτη μοναξιά, σμιλεύει ευκρινώς τις ψυχές, τα πρόσωπα και τις συνήθειες, τις κρυφές πληγές των ηρώων.
Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος συχνά με την απληστία του Τσίκη, με την παθολογία του Πετράρχη και την απεγνωσμένη ανάγκη του Αμίν να εκδικηθεί για τον άδικο χαμό του Σαχ του γιου του.
Στη συνέχεια, θα δει τους μοναχικούς δρόμους να διασταυρώνονται και να εφάπτονται τραγικά, να ενώνονται οι μοίρες του Αμίν με τον Τσίκη, της Στέλλας με τον Πετράρχη, της Δέσποινας με τον Αμίν και το μωρό της Στέλλας, της Μιράντας με το αλλόκοτο του Πετράρχη. Στη μοναχική άσφαλτο που, όμως, ευνοεί τις συναντήσεις και τις συγκρούσεις.
Ο καθένας θα φτάσει στη δική του μοιραία συνάντηση με όλο του το ανεξιχνίαστο σκοτεινό παρελθόν, η Δέσποινα με το «χάθηκε» του αδελφού που την τυραννά μια ζωή, ο Πετράρχης με το «έφυγε» και «μ άφησε» της πανέμορφης, σκοτεινής του μητέρας, ο Τσίκης με τα δικά του κρίματα και η Στέλλα με τη Μιράντα -ως τα μοιραία θηλυκά- επειδή «έτυχε» να μοιάζουν ή να βρεθούν στον ακατάλληλο τόπο την ακατάλληλη ώρα.
Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει μια δράση καταιγιστική που οδηγεί όπως συνηθίζει ο συγγραφέας για ακόμα μία φορά σε ένα ανοιχτό φινάλε.
Οι άσοι στο μανίκι και τα συγγραφικά ευρήματα, και σ' αυτό το βιβλίο πολλά: οι ροκ στίχοι που συνοδεύουν στις μοναχικές διαδρομές τον Πετράρχη. Το παιχνίδι με τα ονόματα και με την τράπουλα στην οποία η «Μοναξιά», ο «
Θάνατος», η «
Τύχη», κάθε φορά, φαίνεται να αποφασίζει. Το πάθος με τα αυτοκίνητα του συγγραφέα πρωτίστως που το δανείζει με τη σειρά του στον Πετράρχη. Οι παράλληλες διαδρομές, που είναι αυτές που αποφασίζουν και καθορίζουν. Το τελευταίο κεφάλαιο, που είναι και πάλι έκπληξη, όπως και σε κάθε βιβλίο. Δένει τους ήρωες, και επί τω προκειμένω, και τα βιβλία.
Το αποτέλεσμα: ένα απολύτως ατμοσφαιρικό βιβλίο, καταιγιστικής δράσης, με πολυσύνθετους, αντιφατικούς και άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Με εκπλήξεις κι ανατροπές, κι απ την αρχή έως το τέλος με τον Τόπο και τον Χρόνο να διαλύει, παραμορφώνει, δεσπόζει, καθορίζει. Με «το αστέρι του αυτοκινητόδρομου» πιο μπερδεμένο κι αναγκεμένο και θολωμένο από ποτέ. Η αποθέωση, τελικά, Μοναξιάς και Τυχαίου. Με πανταχού παρόν το Παρελθόν, ανοιχτή πληγή, μοίρα για όλους.
Ευχαριστώ πολύ την κ. Ελένη Γκίκα