Συγγραφή 8: Η απαγωγή του εκδότη
Πάλι εδώ φίλοι…
Κατά πόσο μπορεί μια σκηνή να αποτελέσει έναυσμα για την συγγραφή ενός ολόκληρου βιβλίου; Μπορεί ένας συγγραφέας να «χτίσει» μια ολόκληρη πολυσύνθετη πλοκή γύρω από μια σκηνή; Αυτό με απασχόλησε αμέσως μετά την κυκλοφορία του «Βοτανικού» όταν στρώθηκα να γράψω το επόμενο βιβλίο μου, κατά το 2003.
Ένας άντρας πηδάει από το πλοίο που κάνει τη γραμμή Πάτρα Μπρίντεζι όταν περνάνε έξω από το ακρωτήριο Λευκάτα (στη Λευκάδα) μέσα στη νύχτα. Δεν πρέπει μόνο να σωθεί, πρέπει και να κρυφτεί γιατί θα τον ψάξουν και θα τον κυνηγήσουν.
Αυτή ήταν η ιδέα. Ποιος είναι; Γιατί το κάνει; Θα τα καταφέρει; Και πώς; Γύρω απ’ αυτή την ιδέα άφησα τη φαντασία μου να οργιάσει και να σχεδιάσω την υπόθεση του «Η απαγωγή του εκδότη». Το βιβλίο βγήκε μεγάλο, 436 σελίδες, 90.000 λέξεις, εκεί που το αλκοόλ ήταν μόνο 23.000. Η συγγραφή είναι κατά πολύ άσκηση… στρώσιμο κώλου που λέμε… εκεί που στο αλκοόλ πάλευα με το πληκτρολόγιο τώρα οι λέξεις είχαν αρχίσει να κυλάνε, οι φράσεις να φτιάχνονται, και προσοχή δεν μιλώ για την ταχύτητα πληκτρολόγησης…
Η απαγωγή, όπως και όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία μου, είχε και έχει τους φανατικούς της φίλους, απαγωγάκηδες όπως τους λέω εγώ. Ο φίλος μου ο Μάνος είναι μάλλον ο πιο φανατικός αυτού του βιβλίου, αλλά κατά καιρούς μου γράφουν κι άλλοι. Στην απαγωγή συνέβη κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει ξανασυμβεί σε βιβλίο μου: Ο θάνατος ενός συγκεκριμένου ήρωα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους αναγνώστες. Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Α; Δεν έφταιγε, ήταν καλός, τον συμπαθούσαμε. Κι εγώ τον συμπαθούσα, αλλά δυστυχώς έπρεπε να πεθάνει. Κι όπως λέει κι ο μεγάλος μάστορας… «η μουσική που ακούω μέσα στο κεφάλι μου και μου υπαγορεύει την ιστορία μου υπαγόρεψε και το θάνατο του Χ πρωταγωνιστή. Αν εγώ κάνω του κεφαλιού μου και δεν τον σκοτώσω ποιος με βεβαιώνει ότι η μουσική θα συνεχίσει να έρχεται στο μυαλό μου;»
Η απαγωγή κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη και τώρα είναι εξαντλημένη. Στον Ιανό βρίσκονται δύο τελευταία αντίτυπα. Άγνωστη πια η μοίρα αυτού του βιβλίου… Όμως εγώ δεν απογοητεύομαι. Ποτέ. Ειδικά με αυτό το βιβλίο.
(ε μάλλον εδώ θα ’μαι…)
Κατά πόσο μπορεί μια σκηνή να αποτελέσει έναυσμα για την συγγραφή ενός ολόκληρου βιβλίου; Μπορεί ένας συγγραφέας να «χτίσει» μια ολόκληρη πολυσύνθετη πλοκή γύρω από μια σκηνή; Αυτό με απασχόλησε αμέσως μετά την κυκλοφορία του «Βοτανικού» όταν στρώθηκα να γράψω το επόμενο βιβλίο μου, κατά το 2003.
Ένας άντρας πηδάει από το πλοίο που κάνει τη γραμμή Πάτρα Μπρίντεζι όταν περνάνε έξω από το ακρωτήριο Λευκάτα (στη Λευκάδα) μέσα στη νύχτα. Δεν πρέπει μόνο να σωθεί, πρέπει και να κρυφτεί γιατί θα τον ψάξουν και θα τον κυνηγήσουν.
Αυτή ήταν η ιδέα. Ποιος είναι; Γιατί το κάνει; Θα τα καταφέρει; Και πώς; Γύρω απ’ αυτή την ιδέα άφησα τη φαντασία μου να οργιάσει και να σχεδιάσω την υπόθεση του «Η απαγωγή του εκδότη». Το βιβλίο βγήκε μεγάλο, 436 σελίδες, 90.000 λέξεις, εκεί που το αλκοόλ ήταν μόνο 23.000. Η συγγραφή είναι κατά πολύ άσκηση… στρώσιμο κώλου που λέμε… εκεί που στο αλκοόλ πάλευα με το πληκτρολόγιο τώρα οι λέξεις είχαν αρχίσει να κυλάνε, οι φράσεις να φτιάχνονται, και προσοχή δεν μιλώ για την ταχύτητα πληκτρολόγησης…
Η απαγωγή, όπως και όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία μου, είχε και έχει τους φανατικούς της φίλους, απαγωγάκηδες όπως τους λέω εγώ. Ο φίλος μου ο Μάνος είναι μάλλον ο πιο φανατικός αυτού του βιβλίου, αλλά κατά καιρούς μου γράφουν κι άλλοι. Στην απαγωγή συνέβη κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει ξανασυμβεί σε βιβλίο μου: Ο θάνατος ενός συγκεκριμένου ήρωα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους αναγνώστες. Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Α; Δεν έφταιγε, ήταν καλός, τον συμπαθούσαμε. Κι εγώ τον συμπαθούσα, αλλά δυστυχώς έπρεπε να πεθάνει. Κι όπως λέει κι ο μεγάλος μάστορας… «η μουσική που ακούω μέσα στο κεφάλι μου και μου υπαγορεύει την ιστορία μου υπαγόρεψε και το θάνατο του Χ πρωταγωνιστή. Αν εγώ κάνω του κεφαλιού μου και δεν τον σκοτώσω ποιος με βεβαιώνει ότι η μουσική θα συνεχίσει να έρχεται στο μυαλό μου;»
Η απαγωγή κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη και τώρα είναι εξαντλημένη. Στον Ιανό βρίσκονται δύο τελευταία αντίτυπα. Άγνωστη πια η μοίρα αυτού του βιβλίου… Όμως εγώ δεν απογοητεύομαι. Ποτέ. Ειδικά με αυτό το βιβλίο.
(ε μάλλον εδώ θα ’μαι…)