Tuesday, February 22, 2011

Συγγραφή 8: Η απαγωγή του εκδότη

Πάλι εδώ φίλοι…
Κατά πόσο μπορεί μια σκηνή να αποτελέσει έναυσμα για την συγγραφή ενός ολόκληρου βιβλίου; Μπορεί ένας συγγραφέας να «χτίσει» μια ολόκληρη πολυσύνθετη πλοκή γύρω από μια σκηνή; Αυτό με απασχόλησε αμέσως μετά την κυκλοφορία του «Βοτανικού» όταν στρώθηκα να γράψω το επόμενο βιβλίο μου, κατά το 2003.
Ένας άντρας πηδάει από το πλοίο που κάνει τη γραμμή Πάτρα Μπρίντεζι όταν περνάνε έξω από το ακρωτήριο Λευκάτα (στη Λευκάδα) μέσα στη νύχτα. Δεν πρέπει μόνο να σωθεί, πρέπει και να κρυφτεί γιατί θα τον ψάξουν και θα τον κυνηγήσουν.
Αυτή ήταν η ιδέα. Ποιος είναι; Γιατί το κάνει; Θα τα καταφέρει; Και πώς; Γύρω απ’ αυτή την ιδέα άφησα τη φαντασία μου να οργιάσει και να σχεδιάσω την υπόθεση του «Η απαγωγή του εκδότη». Το βιβλίο βγήκε μεγάλο, 436 σελίδες, 90.000 λέξεις, εκεί που το αλκοόλ ήταν μόνο 23.000. Η συγγραφή είναι κατά πολύ άσκηση… στρώσιμο κώλου που λέμε… εκεί που στο αλκοόλ πάλευα με το πληκτρολόγιο τώρα οι λέξεις είχαν αρχίσει να κυλάνε, οι φράσεις να φτιάχνονται, και προσοχή δεν μιλώ για την ταχύτητα πληκτρολόγησης…
Η απαγωγή, όπως και όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία μου, είχε και έχει τους φανατικούς της φίλους, απαγωγάκηδες όπως τους λέω εγώ. Ο φίλος μου ο Μάνος είναι μάλλον ο πιο φανατικός αυτού του βιβλίου, αλλά κατά καιρούς μου γράφουν κι άλλοι. Στην απαγωγή συνέβη κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει ξανασυμβεί σε βιβλίο μου: Ο θάνατος ενός συγκεκριμένου ήρωα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους αναγνώστες. Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Α; Δεν έφταιγε, ήταν καλός, τον συμπαθούσαμε. Κι εγώ τον συμπαθούσα, αλλά δυστυχώς έπρεπε να πεθάνει. Κι όπως λέει κι ο μεγάλος μάστορας… «η μουσική που ακούω μέσα στο κεφάλι μου και μου υπαγορεύει την ιστορία μου υπαγόρεψε και το θάνατο του Χ πρωταγωνιστή. Αν εγώ κάνω του κεφαλιού μου και δεν τον σκοτώσω ποιος με βεβαιώνει ότι η μουσική θα συνεχίσει να έρχεται στο μυαλό μου;»
Η απαγωγή κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη και τώρα είναι εξαντλημένη. Στον Ιανό βρίσκονται δύο τελευταία αντίτυπα. Άγνωστη πια η μοίρα αυτού του βιβλίου… Όμως εγώ δεν απογοητεύομαι. Ποτέ. Ειδικά με αυτό το βιβλίο.
(ε μάλλον εδώ θα ’μαι…)

Sunday, February 20, 2011

Συγγραφή 7: Ο Βοτανικός. Το δεύτερο βιβλίο


Είμαι εδώ και συνεχίζω, τίποτα κακό δε συνέβη…
Μετά το «αλκοόλ» λοιπόν συνεχίζεται μια δύσκολη περίοδος που η συγγραφή μοιάζει με άλογο που δύσκολα εξημερώνεται και όλα γύρω σου νομίζεις ότι σε σαμποτάρουν. Από τον υπολογιστή και το πληκτρολόγιο μέχρι το word που σου σπάει τα νεύρα (αφού το ’μαθες ολομόναχος και με άπειρους πειραματισμούς).
Σειρά στα συγγραφικά progetti του μυαλού μου έχει ο Βοτανικός. Το γραπτό που άφησα έχοντας τελματώσει στο χτίσιμο της πλοκής. Διότι φυσικά δεν ήθελα να γράψω μόνο μια ληστεία, αλλά ένα αστυνομικό/θρίλερ που θα έχει υπόβαθρο, ήρωες, δεύτερες φωνές, μικρότερους ήρωες και φυσικά αυτό που θα γινόταν η σπεσιαλιτέ μου, λόγω ιδιαίτερης προσωπικής αγάπης: οι ανατροπές. Γράφω το Βοτανικό κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες (τα ’παμε, μην τα ξαναλέμε) και κυρίως μπαίνω για πρώτη φορά στον πυρετό της επίπονης συγγραφής, (ώρες και ώρες). Κι όλο αυτό διαρκεί δύο και μπορεί και περισσότερα χρόνια…
Και πάλι όμως η οργάνωση της πλοκής με δυσκολεύει. Και το βιβλίο κολλάει. Είναι τότε που αποφασίζω να επισκεφτώ ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής. Πάω αναγνωριστικά. Θυμίζω, είμαστε στο 2001 προς το 2002: έχω ήδη βγάλει ένα βιβλίο (δεν συμπληρώνω ποτέ ότι έγινε και ταινία, ντρέπομαι και επίσης κανείς δε με πιστεύει). Όταν φτάνω η έκπληξη: είμαστε πάνω από 80 άτομα που ενδιαφερόμαστε για την 15αδα. Δίπλα μου νεαρές φοιτήτριες, αλλά και τριαντάρηδες τύποι και τύπισσες που έχουν ύφος μεγάλης έπαρσης. Φορούν κασκόλ και καπέλα και κοιτάζουν τους πιο νέους με μίσος και απέχθεια. Συζητώ με μερικές πολύ νεαρές κοπέλες. Τι έχετε γράψει; (κάποιο διήγημα; Μια ιστοριούλα; Ένα ποίημα; Τίποτα μου απαντούν, ήρθαμε να δούμε, μας αρέσει η συγγραφή).
Μπαίνει ο «καθηγητής». Βγάζει ένα λόγο σχεδόν είκοσι λεπτών: «Εγώ… εγώ… εγώ… εγώ… εγώ… ξεκίνησα… δούλεψα… έφτασα… μαθητές μου ήταν οι… εγώ εγώ εγώ εγώ» κι έπειτα μας ζητάει να γράψουμε κάτι για μας και τη δουλειά μας. (ευτυχώς, διότι νόμιζα ότι θα γράφαμε γι’ αυτόν). Το κάνω και φεύγω. Στο σπίτι αποφασίζω να μη συμμετάσχω. Δεν το μετάνιωσα ούτε μια στιγμή. Αντιθέτως.
Το πολέμησα μόνος μου. Και βγήκε ό,τι βγήκε. Κι έπειτα έγραψα αυτά που έγραψα. Κακά, μέτρια ή καλά. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει για μένα ότι από το πυκνό δάσος βγήκα μόνος μου (τέλειωσα την πλοκή) κι ανέβηκα στην κορυφή του βουνού (τέλειωσα το βιβλίο).
Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού εγκρίθηκε από δύο μεγάλους εκδοτικούς οίκους, τη Νεφέλη και τον Καστανιώτη, δεν έκανε όμως, ίσως λόγω του άγνωστου ονόματός μου, ίσως λόγω της σκληρότητάς του σαν κείμενο, εμπορική καριέρα. Είναι όμως ταυτόχρονα ένα βιβλίο έτοιμο σενάριο για νουαρ ταινία. Κι είμαι σίγουρος πως το βιβλίο θα βρει την αναγνώριση που του ανήκει, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται αυτό. Ο φίλος μου ο Librofilo σίγουρα συμφωνεί μαζί μου…
Ίσως είμαι εδώ για να συνεχίσω…

Saturday, February 19, 2011

Παρουσίαση ΕΡΩΣ 13

Τη Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου στις 19.30 παρουσιάζεται στο Μετρόπολις (Πανεπιστημίου 54) η συλλογή διηγημάτων ΕΡΩΣ 13 (εκδόσεις Ψυχογιός).
Θα μιλήσουν οι: Γιώργος Γλυκοφρύδης, Στέφανος Δάνδολος, Κώστας Κατσουλάρης, Δημήτρης Μαμαλούκας και Άρης Σφακιανάκης.

Friday, February 04, 2011

Συγγραφή 6 (ή Ο δύσκολος δρόμος της επιστροφής και της συγγραφής)

Εδώ είμαι. Και σκέφτομαι ότι επιστρέφοντας στην Ελλάδα χάρισα 23 μήνες από τη ζωή μου στο Πολεμικό Ναυτικό. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, όχι τόσο λόγω της «στρατευμένης» ζωής, όσο του νόστου για την ανέμελη φοιτητική ζωή και του άγχους του «τι θα κάνω παρακάτω». Όμως ήταν ταυτόχρονα και μια επιστροφή στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά και στα πρώτα βήματα μιας πιο «πειθαρχημένης» προσπάθειας συγγραφής.
Όταν απολύθηκα σκέφτηκα ότι όπως το ΠΝ μου πήρε δυο χρόνια ζωής μπορούσε και να μου δώσει κάτι σε αντάλλαγμα. Κι αυτό ήταν εμπειρίες και εικόνες, πολλές εικόνες, όπως τις κατέγραψα εγώ που δε στερούμαι φαντασίας και (συγγραφικής) διαστροφής. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα γι’ αυτό που αργότερα θα γινόταν το πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα, το «Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού». Ένας ναύτης αποφασίζει να ληστέψει μια χρηματαποστολή του ΠΝ με λεία 3 δισεκατομμύρια δραχμές. Ξεκίνησα να το γράφω, αλλά συνάντησα δυσκολίες στο χτίσιμο της (ομολογουμένως δύσκολης) πλοκής. Κι έμεινε προσωρινά στο συρτάρι μου. Φαίνεται ότι τελικά ήταν γραμμένο στη μοίρα μου το πρώτο μου βιβλίο να είναι ένας φόρος τιμής στη νιότη μου και στην Ιταλία, όχι φυσικά τη φιγουρατζίδικη κι αστραφτερή, αλλά την γκρίζα, την αθέατη, αυτή που αργά ή γρήγορα γνωρίζει όποιος τη ζήσει από κοντά.
Έτσι γεννήθηκε το «Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα». Ένα βιβλίο που εξακολουθεί να πουλάει, να συζητιέται, να ιντριγκάρει, να μελαγχολεί, να έχει φανατικούς φίλους (σίγουρα κι εχθρούς) να «τρυπάει» (puntare) ευχάριστα ή δυσάρεστα συνειδήσεις και καρδιές, ένα βιβλίο μ’ έναν προβοκατόρικο τίτλο (ένα ομότιτλο γκρουπ στο facebook, άσχετο με μένα, αριθμεί 54.000 μέλη) και που όσο έγραφα καταλάβαινα ότι θα περάσει αυτά που ήθελα να πω και θα δείξει αυτά που ήθελα να δείξω στους κατάλληλους ανθρώπους. Και τι ευτυχία, τι ικανοποίηση, όταν βλέπεις το πρώτο σου βιβλίο να μεταφέρεται στον κινηματογράφο. Οι διάλογοι που έγραφες να ζωντανεύουν, κάποιες εικόνες που φαντάστηκες να κυλάνε μπροστά σου ολοζώντανες.
Από τότε άρχισα να πιστεύω ότι στο σύμπαν και στη μοίρα μας πρέπει να υπάρχει κάποια ισορροπία. Σ’ έναν απαισιόδοξο σαν κι εμένα κάποιος προβλέπει και σου κάνει μια τέτοια μεγάλη τονωτική ένεση ώστε να συνεχίσεις έναν ψυχοφθόρο και δύσκολο δρόμο όπως είναι αυτός της συγγραφής, ειδικά σε μια περίοδο όπου έχεις παντρευτεί το κορίτσι της νιότης σου κι έχεις κάνει και το πρώτο σου αγγελάκι, τη Μάουρα, που χαμογελάει συνεχώς και θέλει να ζήσει την κάθε στιγμή στον περίεργο αυτό κόσμο που ήρθε, ώστε δεν κοιμάται καθόλου (μα καθόλου) για τους πρώτους 17 μήνες της ζωής της.

(Λέτε να υπάρχω και σε λίγες μέρες;)