Friday, March 13, 2009
Sunday, March 01, 2009
Κουράστηκα σήμερα, είπες…
Κι εγώ σου είπα: προχώρα, μη σταματάς, άλλο λίγο και φτάσαμε. Με τσακίζει αυτή η απόσταση, συνέχισες. Κι εγώ βάδιζα δίπλα στη σκόνη πάνω στο πλατύ, έρημο και ατελείωτο πεζοδρόμιο. Σαν να σταμάτησε η ζωή μου εδώ. Αυτό σκέφτηκα ξαφνικά εκείνο το μεσημέρι. Σαν να σταμάτησε η ζωή μου. Πόσο περίεργα έμοιαζαν όλα. Εσύ μιλούσες μα δε σε άκουγα πια. Προχωρούσαμε δίπλα δίπλα θαρρείς σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλην ζωή. Κι αν το σκεφτείς καλά, αυτό ήταν… μιαν άλλη ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο… στον οποίον δεν ανήκαμε, δε θα ανήκαμε ποτέ… αλλά τότε δεν το ξέραμε, ίσως πιστεύαμε ότι χτίζουμε κάτι διαφορετικό… ότι ζούσαμε μια περιπέτεια… ότι πρωταγωνιστούσαμε σε μια ταινία… ότι κάμερες μας ακολουθούσαν κρυφά και τραβούσαν τα πάντα… και κάποια στιγμή όλα θα τελείωναν κι εμείς θα γινόμασταν δεκτοί με ενθουσιασμό πίσω… και μια ταινία, μια υπαρξιακή οδύσσεια ή μια φτηνή περιπετειούλα θα είχε δημιουργηθεί γύρω απ’ τη σύντομη ζωή μας, γύρω από την αξιοθρήνητη δράση μας.
Αλήθεια, εκεί σμιλεύτηκε τόσος πόνος και τόσο άγχος, τόση μοναξιά που έφτασε για όλο το υπόλοιπο της ζωής σου… εκεί συμπιέστηκε τόση ενέργεια, τόση νιότη που γέννησε ένα ατέλειωτο spleen ικανό να τροφοδοτήσει άπειρες σκέψεις, προβληματισμούς, σενάρια και όνειρα που θα σε συνοδεύουν μέχρι να σταματήσει η καρδιά σου.
Κι όλο και βαδίζαμε βυθισμένοι σ’ ένα μεσημέρι αποκλεισμένο από τα πάντα… κι εσύ έλεγες ότι εδώ χάνουμε, εδώ χανόμαστε κι εγώ σαν υπνωτισμένος προχωρούσα και σου έλεγα μην κάνεις έτσι… είναι μια πορεία, άλλη μια πορεία… θα περάσει… περπάτα… περπάτα και μη σκέφτεσαι… άλλη μια Κυριακή είναι…
Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν η μοναδική Κυριακή που μας χάρισε η ζωή… και τη σπατάλησα περπατώντας σ’ άδειους, αφιλόξενους δρόμους.
Κι εγώ σου είπα: προχώρα, μη σταματάς, άλλο λίγο και φτάσαμε. Με τσακίζει αυτή η απόσταση, συνέχισες. Κι εγώ βάδιζα δίπλα στη σκόνη πάνω στο πλατύ, έρημο και ατελείωτο πεζοδρόμιο. Σαν να σταμάτησε η ζωή μου εδώ. Αυτό σκέφτηκα ξαφνικά εκείνο το μεσημέρι. Σαν να σταμάτησε η ζωή μου. Πόσο περίεργα έμοιαζαν όλα. Εσύ μιλούσες μα δε σε άκουγα πια. Προχωρούσαμε δίπλα δίπλα θαρρείς σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλην ζωή. Κι αν το σκεφτείς καλά, αυτό ήταν… μιαν άλλη ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο… στον οποίον δεν ανήκαμε, δε θα ανήκαμε ποτέ… αλλά τότε δεν το ξέραμε, ίσως πιστεύαμε ότι χτίζουμε κάτι διαφορετικό… ότι ζούσαμε μια περιπέτεια… ότι πρωταγωνιστούσαμε σε μια ταινία… ότι κάμερες μας ακολουθούσαν κρυφά και τραβούσαν τα πάντα… και κάποια στιγμή όλα θα τελείωναν κι εμείς θα γινόμασταν δεκτοί με ενθουσιασμό πίσω… και μια ταινία, μια υπαρξιακή οδύσσεια ή μια φτηνή περιπετειούλα θα είχε δημιουργηθεί γύρω απ’ τη σύντομη ζωή μας, γύρω από την αξιοθρήνητη δράση μας.
Αλήθεια, εκεί σμιλεύτηκε τόσος πόνος και τόσο άγχος, τόση μοναξιά που έφτασε για όλο το υπόλοιπο της ζωής σου… εκεί συμπιέστηκε τόση ενέργεια, τόση νιότη που γέννησε ένα ατέλειωτο spleen ικανό να τροφοδοτήσει άπειρες σκέψεις, προβληματισμούς, σενάρια και όνειρα που θα σε συνοδεύουν μέχρι να σταματήσει η καρδιά σου.
Κι όλο και βαδίζαμε βυθισμένοι σ’ ένα μεσημέρι αποκλεισμένο από τα πάντα… κι εσύ έλεγες ότι εδώ χάνουμε, εδώ χανόμαστε κι εγώ σαν υπνωτισμένος προχωρούσα και σου έλεγα μην κάνεις έτσι… είναι μια πορεία, άλλη μια πορεία… θα περάσει… περπάτα… περπάτα και μη σκέφτεσαι… άλλη μια Κυριακή είναι…
Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν η μοναδική Κυριακή που μας χάρισε η ζωή… και τη σπατάλησα περπατώντας σ’ άδειους, αφιλόξενους δρόμους.
Labels: συγγραφή