Monday, February 02, 2009

Κάθισε στο μικροσκοπικό του τραπεζάκι, το σκουληφαγωμένο και κουτσό κι άρχισε να χτυπάει με μανία τα πλήκτρα. Σύντομα ο ήχος τον ζάλισε, ίσως και να του έφερε νύστα. Δεν κοίταζε τι έγραφε. Είχε μπει στη μέθη της γραφής, όπως την έλεγε. Να τα ρίξω στο χαρτί, να τα ρίξω στο χαρτί, έλεγε μέσα του. Και μετά βλέπουμε, μετά τα διορθώνουμε.
Το κρύο τον χτυπούσε παντού. Το αισθανόταν στην πλάτη, στα δάχτυλα των ποδιών, στα δάχτυλα των χεριών, αυτά που χτυπούσαν τα πλήκτρα με μανία. Ο λαιμός του έκαιγε, κάθε τόσο σκούπιζε τη μύτη του με χαρτομάντιλα που καταδέχτηκε να πάρει από έναν κουρελή σε κάποιο φανάρι.
Ταυτόχρονα πεινούσε, η κοιλιά του διαμαρτυρόταν συνεχώς. Περίμενε της έλεγε, περίμενε. Κι έπειτα, εντελώς απροειδοποίητα, ήρθε εκείνη η σκέψη που νόμιζε ότι θα τον σκοτώσει: αυτό το βιβλίο δε θα το τελειώσεις ποτέ. Κι αυτόματα έχασε τον ειρμό των σκέψεών του. Και τα δάχτυλά του σταμάτησαν απότομα. Κι οι λέξεις έμοιαζαν ξένες, εκείνο το γραμμένο κομμάτι πάνω στο λευκό φύλο έμοιαζε –πέρα από τα πολλά ορθογραφικά λάθη- ακατανόητο, βλακώδες, μια παπαριά και μισή όπως είπε από μέσα του. Κι ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι, την πλάτη του να μυρμηγκιάζει, έναν πονοκέφαλο να μεγαλώνει ταχύτατα και μια αίσθηση κενού, μια απελπισία καλύτερα, να τον καταλαμβάνει αστραπιαία. Κρύο δεν ένιωθε πια. Ένιωθε μόνο ένα κενό, ένα απίστευτο κενό λες και κάποιος του πήρε όλες τις σκέψεις απ’ το μυαλό, ένα ολόκληρο βιβλίο είχε εκεί μέσα, όχι μόνο ένα κεφάλαιο, ένα ολόκληρο βιβλίο χάθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, εξαφανίστηκε. Κι ούτε μπορούσε να κάνει μια σκέψη, ούτε μπορούσε να βρει μιαν άκρη, να ξαναπιάσει από κάπου. Κι όσο κοίταγε το γαμημένο κομμάτι του φαινόταν ότι το είχε γράψει κάποιος άλλος. Ένας τύπος, ένα βρομιάρης ξένος που τρύπωσε στο σπίτι του, σ’ εκείνο το φτωχοκάλυβο που ούτε θέρμανση είχε, κι άρχισε να του πειράζει τα γραπτά του, να ανακατεύει τα χειρόγραφά του, τις σημειώσεις του, το βιβλίο του. Αυτό για το οποίο ένιωθε ότι ζούσε, για το μοναδικό λόγο που τον κρατούσε σ’ αυτή τη γαμημένη τη ζωή.
Την κράταγε την μπουνιά τόσην ώρα, αλλά δεν μπόρεσε να την κρατήσει άλλο. Την αμόλησε στο τραπεζάκι κι η γραφομηχανή του, ένα ασήκωτο κτήνος, πετάχτηκε είκοσι πόντους ψηλά. Σκέφτηκε πως αν κάποιος τον κοίταγε τώρα, ίσως έβλεπε τα μάτια του να ’ναι κόκκινα. Σαν του διαβόλου.
Κρατήθηκε και δεν έσπασε τίποτα, άλλωστε δεν είχε τι άλλο να σπάσει. Ηρέμησε μετά από δέκα λεπτά. Περίμενε την αναπνοή του να ξαναπιάσει έναν λογικό ρυθμό και χωρίς να κοιτάει τη γραφομηχανή φόρεσε το βαρύ παλτό του. Γάντια, σκούφο, κασκόλ και σε λίγο βρισκόταν στους χιονισμένους δρόμους. Ό,τι λεφτά είχε κρατήσει για το βραδινό του, σάντουιτς από την καντίνα, θα τα σκότωνε στο μπαρ της γειτονιάς σε δύο μπέρμπον.
Προχώρησε σχεδόν με κλειστά μάτια. Αντάλλαξε ένα βλέμμα μόνο μ’ έναν άνθρωπο, έναν μαύρο που κουβαλούσε ένα τεράστιο μπόγο.
Μέσα σε είκοσι λεπτά είχε πιει τα μπέρμπον. Ξαναντύθηκε με ήρεμες κινήσεις δίπλα στην εξώπορτα του μαγαζιού κι όταν βγήκε έξω και ξαναπερπάτησε στα χιονισμένα πεζοδρόμια ήξερε ότι το βιβλίο του θα του ξαναρχόταν στο μυαλό, εκείνος που τον βασάνιζε θα του το ξαναέστελνε στο νου…
Μ’ αυτή τη σκέψη επέστρεψε σπίτι και ξανακάθισε μπροστά στη γραφομηχανή. Λίγο αργότερα δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο παρά ο ήχος από τα πλήκτρα που ανεβοκατέβαιναν…

Labels: