Thursday, April 08, 2010

Η κριτική του Γιώργου Βέη για τη Μοναξιά της ασφάλτου

Οι πληθωρικοί δαίμονες
Δημήτρης Μαμαλούκας
Η μοναξιά της ασφάλτου

εκδόσεις Λιβάνη 2008, σ. 339, 17 ευρώ
«Ακούμπησε το κεφάλι του στο απαλό μαξιλάρι. Ολα είναι παρελθόν τώρα. Ο Πετράρχης, όπως το Κακό, αλλάζει χώρες, τόπους, στιγμές. Η βρόμικη Πόλη δεν τον προσέχει. Ανοιγοκλείνει τεμπέλικα τα μάτια σαρώνοντας ψυχές και όνειρα».
(Από το βιβλίο, σελ. 332 )
Οι κομψές αποδόσεις των κλιμακώσεων της συμπεριφοράς των χαρακτήρων, οι συχνές ανατροπές της δράσης μέσα σε ένα αρκούντως αληθοφανές αστικό περιβάλλον, οι έντονες εικονοφιλικές εμπεδώσεις αλλά και οι λεγόμενες τρίπλες της αφήγησης μού κράτησαν κι εδώ, όπως ακριβώς και στο αμέσως προηγούμενο, τέταρτο κατά σειρά, μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα, εννοώ τη Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα (Καστανιώτης, 2007), αδιάπτωτο το ενδιαφέρον. Η ειδικότερη τεχνική επεξεργασία σε όλο το πλάτος της Μοναξιάς της ασφάλτου επιβεβαιώνει άλλη μια φορά την ομολογούμενη ικανότητα του συγγραφέα να προικίζει τους ήρωες και αντι-ήρωές του με πειστική σωματική υπόσταση και ψυχική κατά περίπτωση επάρκεια.
Το οικογενειακό ρομάντζο τού σαφώς μη υποδειγματικού υπαστυνόμου Τσίκη και της συζύγου του, της ηθικά κατά πολύ υγιέστερης Στέλλας, μετατρέπεται σε μία ακόμη τραγωδία, από αυτές που οιονεί αυτομάτως προκαλεί και αναπόφευκτα συντηρεί το μεγάλο χωνευτήρι των υπάρξεων, η νοσηρή Μητρόπολη, η οποία εδώ όλως τυχαίως καλείται Αθήνα. Η νεαρή Δέσποινα συνιστά αρχετυπικό μέλος της αστικής κυψέλης, το οποίο υπακούοντας στην εσωτερική της πετροκαλαμήθρα, για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη, αντιστέκεται όσο μπορεί στην καθημερινή σήψη. Ο μετανάστης από το μαρτυρικό Αφγανιστάν, ονόματι Αμίρ, ο οποίος δεν έχει κανένα λόγο να μας κρύψει ότι διψάει κυριολεκτικά για εκδίκηση στον βωμό του κατ' αυτόν πατρικού χρέους, συμβολοποιεί με τη σειρά του τον απανταχού φυγάδα-ξένο, τον εκασταχού εκάστοτε αποφασισμένο για όλα, πεφωτισμένο ή αδαή έπηλυ, ο οποίος θέλει να υποκαταστήσει επί ματαίω τη μητρική γη με την πολλά υποσχόμενη Χαναάν, δηλαδή τους φασματικούς ή πληθωρικά βασανιστικούς, πάντα μακρινούς, σχεδόν απάνθρωπους τόπους των Λύκων- Αλλων. Ο Αμίρ ανήκει εν ολίγοις στα άχθη αρούρης, τα οποία, παρά τις πράγματι φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλουν, δεν μπορούν να αποσείσουν τα μαρτύρια ενός παρόντος, το οποίο κατ' ουσίαν δεν θέλει με κανέναν τρόπο να τους περιέχει. Ο Ξένος του Καμύ συνιστά το εξόφθαλμο αειθαλές πρότυπο, το οποίο όμως δεν καταδυναστεύει τις επιμέρους κειμενικές εφαρμογές. Κοντολογίς, φρονώ ότι ο Δημήτρης Μαμαλούκας σκιαγραφεί εδώ έναν από τους αρτιότερους πρωταγωνιστές της προσωπικής του σκηνής, χωρίς να παρωδεί τα ινδάλματά του.
Οσον αφορά το έτερο ζεύγος, το οποίο υποστασιοποιεί ο ημιπαράφρων, αρκούντως διαστροφικός, δίβουλος και αυτοκτονικός Πετράρχης και η αναλόγως μοιραία Μιράντα (= η καταραμένη «Θαυμαστή»), θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι με την εξωστρέφειά του συμπυκνώνει ό,τι συνήθως οι δαίμονες της λόγιας ή της δημώδους λογοτεχνικής παράδοσης ή ακόμη ενίοτε και οι εφιάλτες των ονείρων μας δεν διστάζουν να μας διδάσκουν. Ο συγγραφέας διά των ορθών επαναλήψεων επιτυγχάνει να προσδώσει ικανό βάθος στην όλη ανάλυση των δύο αυτών προσώπων, τα οποία αν και δεν θα λέγαμε ότι είναι συνήθη ή τυποποιημένα, καταφέρνουν να μας πείσουν, και μάλιστα σχετικά γρήγορα, ότι δεν αποκλείεται να ζούνε κάπου εδώ κοντά μας. Η εμβέλεια της παραστατικής ικανότητας του Δημήτρη Μαμαλούκα πιστοποιείται κι εδώ: οι όποιες αξίες της ζωής προσανατολίζουν ακόμη τις συνειδήσεις των μικροαστών, οι οποίοι αντιστέκονται στον βαθμό που το Κακό υποχωρεί κατά τι (και μάλιστα για άγνωστους λόγους). Ισως, θα μπορούσε να διαπιστώσει ένας αρκετά ψύχραιμος μελετητής της μυθιστορηματικής οικονομίας, για να επιτρέψει στον καταπονημένο αντίπαλό του, με άλλα λόγια στο διαλεκτικά αναγκαίο Αγαθό, να υπάρχει ακόμη, να υφίσταται παρά τις όποιες αντιξοότητες, προκειμένου να συνεχιστεί αενάως το γελοίο, σύμφωνα με ορισμένους φιλοσόφους, παιχνίδι του κόσμου. Σ' αυτή την καθόλα μανιχαϊκή αντιπαράθεση, η στοργική μητέρα Στέλλα, η καθωσπρέπει, εργατική Δήμητρα και εν μέρει η αινιγματική, κάποτε αμφίθυμη Μιράντα αναλαμβάνουν προφανώς τους ρόλους των από μηχανής Αγγέλων Προστατών ή Τιμωρών, οι οποίοι εκόντες άκοντες προσγειώθηκαν στον πλανήτη μας για να κερδίσουν το προ πολλού χαμένο έδαφος, το οποίο τώρα κατέχουν οι σκοτεινές δυνάμεις του Εωσφόρου. Περιττό να τονίσω ότι στην προκειμένη περίπτωση ο τελευταίος ενσαρκώνεται πλήρως στη μορφή του απρόβλεπτου και επαΐοντος περί τον τρόμο προαναφερθέντος Πετράρχη.
Τα εν λόγω υποκείμενα εννοείται ότι αποτελούν αυτοτελείς μυθιστορηματικές μονάδες, οι οποίες κεχωρισμένως θα μπορούσαν να μας αφηγηθούν άνετα, σε ξεχωριστό βιβλίο, το ατομικό τους πάθος. Και θα είχαν ομολογουμένως πολλά να εξομολογηθούν. Η πληρότητά τους άλλωστε, από μυθοπλαστικής σκοπιάς, είναι εγνωσμένη, οι συγκρουσιακές συνθήκες πείθουν, οι δε εναλλαγές της δράσης θα μπορούσαν να διαμοιραστούν ισομερώς, προκειμένου να παραχθούν καταλλήλως τα τελικά, καθόλα ανεξάρτητα κείμενα. Ενσωματώνοντας όμως εντέχνως όλες αυτές τις ιστορίες σε μία και μόνον, ο επαρκής συγγραφέας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υποστηρίζει εμπράκτως την υπόθεση της μεικτής ή παράλληλης μυθιστορίας προς όφελος της κειμενικής εμπειρίας. Η συνάντηση των ηρώων στο δίχτυ του πεπρωμένου, προς τη μέση του παρόντος έργου, αν και αναμενόμενη, προκαλεί εντούτοις τον απαραίτητο αναγνωστικό σπινθήρα. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θα έλεγα ότι, εν συνόλω, παραπέμπει συχνά-πυκνά στο ειδικότερο εκείνο κλίμα, όπου τα διαρκή εγκλήματα και η αναλγησία των «συντρόφων» του βίου διαμορφώνουν το καθημερινό γίγνεσθαι. Ας παραθέσω πρόχειρα τα εξής συναφή για τις ανάγκες των εποπτικών συγκρίσεων: «Κύριε επιθεωρητά, θα σας το πω ως εξής: Αν έχεις υπηρετήσει εδώ τόσον καιρό όσο εγώ, ανακαλύπτεις ότι κανένας δεν σου φαίνεται για το ένα ή το άλλο. Ή, με άλλα λόγια, οποιοσδήποτε μπορεί να σου φαίνεται γι' αντεροβγάλτης. Με παρακολουθείτε;» (ιδέτε Τζούλιαν Μπαρνς, Αρθουρ και Τζορτζ, μετάφραση: Αλεξάνδρα Κονταξάκη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2000).
Από την άποψη αυτή, ο Δημιουργός του κόσμου μοιάζει προς στιγμή να μην είναι παρά ένας κατώτερος, επικινδύνως άπειρος θεός, όπως άλλωστε πρέσβευαν συχνά με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής οι παλαιοί, πλην όμως πάντα επίκαιροι μύστες της Γνώσης. Παρά πάσα πρόβλεψη, λοιπόν, η τάξη των πραγμάτων επιτρέπει σε ανθρωπάρια ή υπανθρώπους, όπως ακριβώς είναι ο πληθωρικός μέσα στην ανομία του, κινηματογραφικός όσο πρέπει και άλλο τόσο βδελυρός Τσίκης, όχι μόνο να συνυπάρχουν με εμφανώς αρτιότερους ανθρώπινους τύπους, αλλά να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη και την πορεία των τελευταίων ώς τον θάνατο ακόμη. Η παρατεταμένη διασάλευση της ροής του Νόμου απαιτεί την άμεση διόρθωσή της. Η αντοχή του ανθρώπου να υφίσταται την επίθεση του επικίνδυνου, επώνυμου ή ανώνυμου εχθρού του έχει ξεπεράσει τα προβλεπόμενα μέτρα. Ο Πετράρχης, ο οποίος δεν αποκλείεται να επανεμφανιστεί σε κάποιο από τα αναμενόμενα μυθιστορήματα του φίλεργου Δημήτρη Μαμαλούκα, δεν παρέχει σημεία συμμόρφωσης με τα όσα επιτάσσουν το φυσικό δίκαιο ή η εθιμική αρμονία. Το εντόνως ζοφερό αυτό κλίμα δείχνει, δυστυχώς, να είναι μη αναστρέψιμο. Πρόκειται για την ανάλογη προοπτική, την οποία παρέχει η παλαιότερη θέση του υπερευαίσθητου εκείνου πομποδέκτη, του Μάνου Χατζιδάκι, που πρόσεχε όσο ελάχιστοι τις ετυμηγορίες στη μεγάλη αγορά: «Προχθές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας». Εκτός αν σε εύθετο χρόνο ευοδωθούν όλες οι προσδοκίες επί τα βελτίω των κατονομαζομένων αμνών της Μοναξιάς της ασφάλτου.
Βέβαια η μουσική, αυτή η αυθόρμητη επίκληση της Ποίησης και των συναινετικών συμφραζομένων της, η οποία ακούγεται ασίγαστη και νοσταλγική από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να θυμίζει τον απολεσθέντα παράδεισο, όλη εκείνη την επικράτεια των αδίκως χαμένων ευκαιριών του βίου. Ο,τι δηλαδή δεν πραγματώθηκε λόγω των εγγενών αβελτηριών των χρηστών της ζωής, αλλά και της κατάρας του Κάιν, για να χρησιμοποιήσω άλλον ένα εμβληματικό θεολογικό όρο, υπάρχει και δρα πνευματικώς σε πείσμα των ολέθριων συγκυριών, ακυρώνοντας τρόπον τινά κι έστω για λίγο τη θλίψη και τη μιζέρια. Τα δε κατονομαζόμενα πολυτελή αυτοκίνητα, τα οποία διασχίζουν τις νύχτες τις εθνικές οδούς, με τον παρορμητικό Πετράρχη πάντα στο τιμόνι τους, ανακαλούν με τη σειρά τους, εμμέσως πλην ευδιακρίτως, τα άρματα επώνυμων και ανώνυμων μυθικών δράκων, τους οποίους διέπλασε η δημιουργική φαντασία των λαών.
Διαβάζοντας τη Μοναξιά της ασφάλτου, όχι ως ανιχνευτικό-αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο εξ ορισμού υποτίθεται ότι είναι, αλλά ως ένα ακόμη χρονικό της διαπάλης του Σκότους με το Φως, ικανά μόρια των οποίων, ως γνωστόν, στοιχειώνουν το είναι, αντιλαμβάνομαι ότι ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, συνομιλεί νοερώς με το τμήμα εκείνο της λογοτεχνίας, η οποία δεν υποτιμά ούτε σνομπάρει τη λεγόμενη παραδοσιακή θεματολογία και τους καθιερωμένους τροπισμούς της, αλλά συνεχίζει να αναζητεί όλο και αποτελεσματικότερες εμπεδώσεις τους, ανανεώνοντας τα ειδολογικά μοτίβα και τις θεσμοθετημένες στρατηγικές των αφηγηματικών στρατηγικών.
Γιώργος Βέης
Δημοσιεύτηκε την 1-4-2010 στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας. Ο σύνδεσμος εδώ.

Ευχαριστώ θερμά

0 Comments:

Post a Comment

<< Home