Sunday, February 28, 2010

Ένα διήγημα της Λιλίκας Νάκου

ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ

Νίκο Ατζαμή τον λέγανε. Τον βρήκανε στο σταυροδρόμι, λίγο παρακάτω από την Εθνική Τράπεζα, πεσμένον καταγής να κλαίει. Το δεκανίκι του είχε πέσει μέσα στις λάσπες, και το πόδι του ήταν γυμνό, γιομάτο λάσπες. Θα ήταν ως έντεκα χρονώ. Μα είχε κείνη την ακαθόριστη ηλικία, το ακαθόριστο χρώμα μαλλιών και δέρματος που η πείνα ξέρει να δίνει. Ένα σκυλί δίπλα του τού έγλειφε το πόδι. Ο κόσμος, μαζωμένος τριγύρω, έδιωχνε το σκύλο και κοίταζε το παιδί με συμπόνια. Μα το αγόρι φώναζε που και που· «είναι δικό μου το σκυλί μην το βαράτε!». Και το σκυλί, όσο και να το’ διωχνε ο κόσμος, δεν έφευγε κοντά απ’ το παιδί.
Αυτά μάθαμε από μια κοπέλα πονόψυχη, που μας έφερε τον Ατζαμή στο νοσοκομείο μέσα σ’ ένα καροτσάκι… Ένα καροτσάκι της κακής ώρας – από κείνα που εφεύρε η ανάγκη και η φτώχεια και που τα ’βλεπες στους δρόμους της Αθήνας να κουβαλούνε σάκους, ανθρώπους, ακόμα και πεθαμένους…
Μέσα σ’ ένα τέτοιο λοιπόν καροτσάκι βάλανε τον Ατζαμή, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει, εξαντλημένος καθώς ήταν, με τις πληγές στα πόδια από την αβιταμίνωση. Μπροστά το καροτσάκι που το έσερνε ένας άλλος μικρός λούστρος, πίσω ο σκύλος και παρακάτω η κοπέλα, φτάσανε έτσι ένα ανοιξιάτικο πρωινό στο νοσοκομείο.
Η κοπέλα ήταν βιαστική γιατί δούλευε σ’ ένα γραφείο. Έβγαλε από την τσέπη της και πλήρωσε τριακόσες πενήντα δραχμές, ολόκληρη περιουσία τότε, για το καροτσάκι από την Ομόνοια στη Ριζάρειο. Ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό της γιατί σ’ όλο το δρόμο έτρεχε να προφτάσει τα παιδιά.
Είπε στην προϊσταμένη: «Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς και ν’ αφήσω έτσι στο πεζοδρόμιο το παιδί…». Σα να ’θελε να δικαιολογήσει την πράξη της. «Κανένας, είπε ακόμα, δεν το σήκωνε από χάμω. Καθόταν μόνο και το κοιτάζαν οι ανθρώποι. Κουνούσαν το κεφάλι και ύστερα τραβούσαν το δρόμο τους».
Και έπειτα χαμηλώνοντας τη φωνή είπε στην προϊσταμένη σαν σε ξαφνική εξομολόγηση: «Και ξέρετε, έκανε αυτό το παιδί με το χέρι του μια κίνηση τόσης απελπισίας και βαριεστημάρας μαζί… Μια κίνηση τέτοια, σαν κι αυτή που ’κανε με το χέρι του πριν να πεθάνει ο πατέρας μου! Και μ’ έπιασε κάτι εδώ στην καρδιά».
Αυτά είπε η νέα. Λιλίκα, θυμάμαι, τη λέγανε. Έδινε καθώς μας είπε μαθήματα πιάνου. Κι είχε χάσει απόψε ένα μάθημα για να κουβαλήσει τον Ατζαμή στο νοσοκομείο.
Φαινόταν πως τον είχε κιόλας αγαπήσει και πως ήθελε να τον πάρει στην προστασία της. Ίσως η καρδιά της πλημμύριζε από τρυφερότητα και αγάπη. Ήταν τόσο νέα ακόμα.
Του είπε: «Κάτσε εδώ, Νίκο, και αύριο που θα έρθω να σε δω, θα σου φέρω παστέλια… κοίτα να συνέρθεις, να φας, να δυναμώσεις, και, άμα γίνεις καλά, θα σου βρω δουλειά, να γίνεις μια μέρα ένας καλός και τίμιος άνθρωπος. Θέλεις; Να μη μάθεις να γυρίζεις και να ζητιανεύεις στους δρόμους».
Ο Νίκος Ατζαμής άκουγε όλα τούτα τα λόγια, κουνούσε το κεφάλι, μα τα μάτια του τα είχε γυρισμένα κατά την πόρτα. Ήταν θυμάμαι, καθισμένος εκεί στον μπάγκο, στον προθάλαμο του νοσοκομείου.
Θέλεις να φύγεις; τον ρώτησε η δεσποινίς Λιλίκα, που πρόσεξε τη ματιά του. Πού να πας; Έμαθες να τριγυρίζεις στους δρόμους;
Όχι, είπε ο Ατζαμής. Δε θέλω να φύγω. Μα, να, έχω το σκύλο μου έξω.
Το σκύλο σου; είπε ένας νοσοκόμος περνώντας από κει, που κοντοστάθηκε σαν άκουσε την συζήτηση της κοπέλας και του παιδιού. Έννοια σου και θα σου τον συγυρίσουνε καλά οι μαυραγορίτες. Θα τον πουλήσουνε για αρνάκι του γάλακτος… Και αντί να φάει θα φαγωθεί…
Όλοι γελάσανε με την εξυπνάδα του νοσοκόμου. Τα αστεία ήταν του γούστου της εποχής. Μα ο Νίκος Ατζαμής δε γέλασε καθόλου. Έσκυψε μονάχα περισσότερο το κεφάλι και τα μάτια του. Δεν ξέρω πως τα έκανε και φανήκανε τριγύρω του ένα σωρό μικρές ζάρες, σαν να ήτανε γεροντάκι. Ναι, δε γέλασε. Έμεινε μάλιστα πολύ σκεφτικός και πάλι κοίταξε κατά την πόρτα.
Ένας γιατρός μπήκε εκείνη την ώρα, κοίταξε το Νίκο, κι αμέσως κατάλαβε μα μια ματιά τι είχε.
«Πελάγρα», είπε.
Αρρώστια κι αυτή της εποχής που ζούμε. Πονάει πρώτα το δέρμα, σκάει και ύστερα ανοίγει πληγές. Άμα όμως φάει κανείς αμέσως αυγά, γάλα, λάδι, γιατρεύεται και κλείνουνε οι πληγές. Μα ποιος είχε να φάει αυγά, γάλα, λάδι, - λάδι από τα δέντρα μας, - και πού να τα βρει ο δύστυχος ο Ατζαμής; Ήταν κι αυτός από τον Πειραιά. Κι ό,τι ρίχνει ο Πειραιάς στην Αθήνα, είπαμε, είναι δέκα φορές χειρότερο στην πείνα, στην αθλιότητα.
Η προϊσταμένη ξανάρχισε το συνηθισμένο της ερωτηματολόγιο:
- Γονείς
- Τους έχασα.
- Αδέρφια;
- Κανέναν.
- Σπίτι;
- Κοιμόμουν σε μια παράγκα μισογκρεμισμένη με το σκύλο μου, που μου κράταγε ζέστη και συντροφιά.
- Καλά λοιπόν, λέει η προϊσταμένη, τι άλλο να τον ρωτήσει ακόμη. Κάτσε εκεί… τώρα θα ’ρθουν να σε κουρέψουνε, να σου κάμουνε μπάνιο, ύστερα θα σε πάνε πάνω στο κρεβάτι, κ’ εκεί θα φας.
- Καθαρός καθαρός του λέει η δεσποινίς Λιλίκα. Και κοίτα να μη φύγεις από δω, για να κλείσουν οι πληγές σου. Τ’ ακούς αυτά που σου λέω;
- Καλά, είπε ο Ατζαμής και κούνησε το κεφάλι. Μα πάλι η ματιά του πήγε κατά την πόρτα.
Συλλογίζεται το σκυλί του, σκέφτηκα εγώ και, περνώντας ύστερα από το διάδρομο του πρώτου πατώματος, είδα πραγματικά ένα σκυλί άσπρο, ένα σκυλί του δρόμου, μπροστά στην πόρτα να περιμένει. Περίμενε σαν άνθρωπος. Γύριζε μάλιστα το κεφάλι του ανήσυχο, με τα μάτια έξυπνα, να δει ποιος έμπαινε και ποιός έβγαινε. Και σαν άνοιγε η πόρτα, έκανε να χωθεί μέσα. Μα αμέσως το διώχνανε και γύριζε πίσω… κι όλο αυτό γινότανε…
Σίγουρα, σκέφτηκα, θα’ ναι το σκυλί του Ατζαμή. Ο σύντροφος που περάσανε μαζί το χειμώνα… Το φοβερό αυτό κι ασυνήθιστο για την Αθήνα χειμώνα, με τόσο κρύο. Οι δυο τους, σκέφθηκα, το παιδί κι ο σκύλος αγκαλιασμένοι, θα περάσανε τις άγριες νύχτες μέσα στην γκρεμισμένη παράγκα, που από παντού θα έμπαινε το κρύο και ο άνεμος. Και έβλεπα το τοπίο, έξω από τον Πειραιά, το τοπίο όπως το ξέρω, γυμνό, άχαρο, και μακριά κάτι ξερούς λόφους όλο πέτρα και κάτι φάμπρικες ερειπωμένες – και πολύ πιο μακριά, κατά τον Άγιο Γιώργη, τη θάλασσα, που θα βούιζε κι αυτή μέσα στη νύχτα και την ερημιά. Και τα δυο αυτά εγκαταλειμμένα πλάσματα του Θεού, μέσα σε μια μισογκρεμισμένη παράγκα, μέσα στο σκοτάδι, θα τα έδερνε ο βοριάς, κ’ εκείνα θα κρατιόταν αγκαλιασμένα σφιχτά, για να μην κρυώνουνε και να μην φοβούνται μέσα στη νύχτα. Δυο πλάσματα του Θεού: ένας Νίκος αλητάκι, κι ένας σκύλος του δρόμου.
Κάθησε πολλήν ώρα εκεί το σκυλί και περίμενε. Σαν ξαναπέρασα από το διάδρομο είχα πάει για κάποια δουλειά στην άλλη πτέρυγα του νοσοκομείου το είδα πάλι να στέκεται στην ίδια θέση. Περίμενε. Δεν έφευγε.
Θα περίμενε πολύ ακόμα ίσως το σκυλί. Θα περίμενε, μα ύστερα θα απελπιζόταν. Δεν θα έβλεπε να έρχεται το αφεντικό του. Θα πείναγε και θα έφευγε. Θα τριγύριζε με κατεβασμένη ουρά από δρόμο σε δρόμο, ώσπου κι αυτό κάποιο πρωί, μοναχό εγκαταλειμμένο, δίχως καμιά ελπίδα, θα κουλουριαζόταν σε κάποια γωνιά και θα ψόφαγε. Τέτοια θα ήταν η μοίρα του – όπως τέτοια είναι η μοίρα πολλών σκυλιών και πολλών ανθρώπων. Να ψοφάνε μοναχοί και εγκαταλειμμένοι σε μια γωνιά. Πόσα σκυλιά και πόσους ανθρώπους δεν είδαμε τούτον το χειμώνα να πεθαίνουνε έτσι στις γωνιές των δρόμων. Και τα μάτια των σκυλιών ήταν τόσο καρτερικά καθώς προσμένανε το θάνατο… μόνο που θα τρέμανε λίγο από το κρύο τα σκέλια τους. Και δίπλα τους στο δρόμο κυλούσε το μεγάλο ποτάμι των ανθρώπων, που, ανήσυχοι, με ζωγραφισμένη την αγωνία στα πρόσωπα, τρέχανε, κυνηγούσανε να βρούνε κάτι να αγοράσουνε να φάνε, αυτοί και τα παιδιά τους, πριν κουλουριαστούνε σε μια γωνιά, προσμένοντας το θάνατο.
Ο σκύλος του Ατζαμή, αν έζησε ως τώρα και δεν ψόφησε μαζί με τους άλλους σκύλους της Αθήνας και του Πειραιά, ήταν γιατί είχε αφεντικό το αλητάκι και μοιραζότανε μαζί του την καθημερινή μπουκιά. Μα τώρα ποιος θα έδινε κάτι στο σκυλί του Ατζαμή να φάει;
Αυτά ίσως όλα να συλλογιζόταν ο Νίκος ο Ατζαμής, την ώρα που τον κουρεύανε και τον ετοιμάζανε για μπάνιο. Αυτά θα γύριζε μέσα στο κεφάλι του.
-… Τι θέλω εγώ εδώ μέσα στα χνώτα, στις φωνές και στα κλάματα των παιδιών, που λούζουνε; Τι γυρεύω μέσα σε τούτο το ταβατούρι και μέσα στους ξένους ανθρώπους με τις ψαλίδες και τα σαπούνια στα χέρια; Και το βράδυ ποιόνε θα ’χω να με ζεσταίνει; Ο Μπούμπης τι θα γίνει μοναχός; Κι αν γυρίσει πίσω ξανά ο Εγγλέζος που μου ’δωσε το Μπούμπη και μου τον ζητήσει; Τι να του πω; Τόσο ψωμί έφαγα κοντά του… του καθάριζα τα παπούτσια, είχα το κασελάκι μου ακόμα, δε μου το είχαν κλέψει… όταν έφευγε μου άφησε το σκύλο, εγώ του είπα «Ωλ ράϊτ γιές! Έννοια σου και φεύγα! Εγώ θα τον κρατώ το σκύλο σου, γιατί τα ζωντανά τ’ αγαπώ…».
Κι είχανε τέλεια συνεννοηθεί ο Εγγλέζος και το παιδί, και ας μην ξέρανε καμιά γλώσσα να πούνε.
Αυτά όλα ξαναθυμόταν ο Νίκος ο Ατζαμής, εκεί καθώς τον κουρεύανε, με την ψιλή μάλιστα μηχανή. Άσε κιόλας που πονούσε στο κούρεμα, γιατί είχε πληγές στο κεφάλι και έμπηζε φωνές.
Μα κι αυτοί στο Άσυλο, τι ανάποδα που κάνανε τις δουλειές. Αντί πρώτα να του δώσουνε να φάει, τον καθήσανε και τον κουρέψανε. Αγρίεψε λοιπόν κι ο Ατζαμής, φοβήθηκε, είχε και την έγνοια του σκύλου του και παραμόνευε τώρα σα ζουλάπι, να βρει τη στιγμή που θα μπορούσε να το σκάσει. Ανάθεμα σ’ αυτήν, συλλογιζότανε, που τον ξεγέλασε και τον έφερε ως εδώ. Και μια στιγμούλα που ήταν όλοι γύρω απασχολημένοι και κανείς δεν τον πρόσεχε, ο Ατζαμής κούτσα κούτσα τους ξέφυγε από τα μάτια.
Μια και δυο με το δεκανίκι του κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά με φόβο και χτυποκάρδι μην τον δούνε, βγήκε στο χωλ του νοσοκομείου που ήτανε γιομάτο κόσμο. Όλοι σπρώχνανε, όλοι φωνάζανε, όλοι παρακαλούσανε για μια θέση και ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο… Μέσα σ’ αυτή την αναμπουμπούλα ποιος να προσέξει τον Ατζαμή; «… να ευκαιρία ωραία για να το σκάσω και να βγω έξω από δω πέρα…» σκέφτηκε ο Ατζαμής.
Ο θυρωρός μόνο στην πόρτα του φώναξε:
- Ρε συ που πας; Δε σε κρατήσανε μέσα;
«Όχι» έκανε με το κεφάλι ο Ατζαμής κι αμέσως γλίστρησε έξω από την ανοιχτή πόρτα του νοσοκομείου στη μεγάλη λεωφόρο.
Πως βρήκε τώρα, θα πείτε, τη δύναμη να περπατήσει ο Ατζαμής, που πριν δεν την είχε, όταν τον κουβάλησε η δεσποινίς Λιλίκα με το καροτσάκι; Ε, αυτά είναι μυστήρια που μάθαμε να τα ξεδιαλύνουμε όσοι καταγινόμαστε μα τα αλητάκια. Εκτός που είναι παμπόνηρα, εκτός που συχνά ξαπλώνονται κάτω και κάνουνε τον άρρωστο, άμα ένα αλητάκι θέλει να το σκάσει από το νοσοκομείο, και μισοπεθαμένο να είναι, πάντα θα βρει τον τρόπο. Και ο φόβος δίνει φτερά.
Σαν κατεβήκαμε εμείς οι νοσοκόμοι να πάρουμε τον Ατζαμή, άφαντος είχε γίνει. Ψάξαμε από δω ψάξαμε από κει πουθενά ο Ατζαμής… Φωνάξαμε, βγήκαμε στην αυλή. Τίποτα.
- Θα το ’σκασε όπως ο άλλος ο μικρός που φέρανε τάχα μισοπεθαμένο στο φορείο, είπε ένας νοσοκόμος, αμ’ κλείνονται τα σπουργίτια στο κλουβί;
Η Λιλίκα ήταν απαρηγόρητη το απόγευμα, σαν ήρθε να δει το παιδί.
- Κρίμα στον κόπο μου, κι έχασα κι ένα μάθημα εξ αιτίας του…
Η προισταμένη έμπηξε τις φωνές:
- Κατάστασις είναι αυτή εδώ μέσα; Έτσι λοιπόν προσέχετε τα παιδιά;
Οι νοσοκόμοι μουρμουρίζανε:
- Σάματις είναι το πρώτο ή το δεύτερο που μας το σκάει; Τώρα δεν το ξέρει κι η ίδια πως δύσκολα τα παιδιά του δρόμου συμμαζεύονται; Τι φωνάζει; Αυτά μάθανε στην αλητεία.
Ο κουρέας διηγόταν πως ένα παιδί το ’σκασε και μέσα από τα χέρια του. Ώσπου να φέρει το ψαλίδι έφυγε με το κεφάλι μισοκουρεμένο.
Πάει λοιπόν ο Ατζαμής.
- Αμ αφού τον λέγανε κι Ατζαμή, τι περιμένατε; είπε η μπανιέρισσα γελώντας.
Και η ιστορία του Ατζαμή θα τελείωνε εδώ, έτσι απλά, όπως όλες οι ιστορίες των ανθρώπων και των ζώων, που φτάνουν ως κάπου κι ύστερα σταματάνε. Εσύ τραβάς τη ζωή σου, το δρόμο σου και τις ξεχνάς. Μα κάποτε, στα καλά καθούμενα, δίχως καμιά αφορμή, άξαφνα τις ξαναθυμάσαι. Λυπάσαι τότε για τις θλιβερές αυτές ιστορίες των ανθρώπων και των ζώων και άντε πάλι πασκίζεις να τις ξεχάσεις, για να μπορέσεις και συ να ζήσεις. Και τις ξεχνάς. Το κατορθώνεις. Μόνο που η καρδιά απομένει βαριά και, με τον καιρό όλο βαραίνει περισσότερο.
Όμως η ιστορία του Ατζαμή δεν ήταν ακόμα για να τελειώσει. Ένα βράδυ αργά, γύριζα από τη δουλειά μου μόνη και βιαστική μέσα στους σκοτεινούς δρόμους και έτρεχα. Έτρεχα μέσα στο σκοτάδι των δρόμων της Αθήνας και άκουγα κείνο το φρικιαστικό φώναγμα, που κάνανε οι πεινασμένοι και που έμοιαζε σα νανούρισμα. Κείνο το «πεινάω» που σου τάραζε μέσα την καρδιά και έβλεπες τους ανθρώπους να τριγυρνάνε σαν σκιές κολασμένες του Άδη, να πηγαίνουν, τρικλίζοντας από την πείνα, σα μεθυσμένοι και ύστερα, ξαφνικά να πέφτουνε και να σωπαίνουνε.
Ναι μια τέτοια νύχτα, που γύριζα από το νοσοκομείο και που, περπατώντας πρόσεχα να μη σκοντάψω σε κανέναν άνθρωπο πεσμένο καταγής, καθώς πήγαινα με το κλεφτοφάναρο στο χέρι αναμμένο, είδα ένα παράξενο σύμπλεγμα εκεί στο πεζούλι της εκκλησιάς του Αγίου Διονυσίου. Ένα παιδί με το κεφάλι γυρισμένο μπροστά έκλαιγε απαρηγόρητα με αναφυλλητά και κάτι κρατούσε στην αγκαλιά του. «Μωρό θα’ ναι, σκέφτηκα» μα σαν πήγα πιο κοντά, στάθηκα και φώτισα με το φως του φαναριού το σύμπλεγμα. Ένα παιδί ήταν βουτηγμένο στα αίματα και αντίς για μωρό κρατούσε στην αγκαλιά του ένα σκυλί. Τόσο απαρηγόρητα έκλαιγε το παιδί, τόσο βαθύ ήτανε το σκοτάδι γύρω και η ερημιά του παιδιού που έκλαιγε μοναχό μέσα στη νύχτα, που ράϊσε η καρδιά μου.
Στάθηκα και το ρώτησα:
- Πονάς; Σε χτύπησε κανένας; Γιατί κλαις;
Μα το αγόρι δεν απαντούσε. Έκλαιγε μονάχα πιο πολύ:
- Δε με χτυπήσανε εμένα. Χτυπήσανε το σκυλί. Μου το σκοτώσανε το σκυλί μου. Δε βλέπεις; Μια μοτοσυκλέττα που πέρασε πρωτύτερα, μου σκότωσε το σκυλί μου. Να τ’ άκουγες πώς φώναζε;… Έτρεξα και το πήρα στα χέρια… Μα να τώρα σώπασε… θα ψόφησε…
Και πάλι ξανάρχισε τα κλάματα και τ’ αναφυλλητά.
- Έλα μαζί μου, του λέω.
Το αγόρι έκανε με το χέρι ένα κίνημα απεγνωσμένης βαριεστημάρας. Κείνο το ίδιο κίνημα που είχα προσέξει στο νοσοκομείο, όταν το πρωτοφέρανε, κείνη την ίδια κίνηση του χεριού που είχε συγκινήσει τόσο τη κοπέλα που το πρωτοβρήκε.
- Έλα μαζί μου, του ξαναλέω.
Καμιά απάντηση. Έκλαιγε πάντα το αγόρι σκυμμένο πάνω από το σκυλί που κράταγε στην αγκαλιά του.
- Και τώρα τι θα κάνεις;… Έτσι θα κρατάς το σκυλί;… Παράτα το κι έλα μαζί μου.
Σήκωσε τα μάτια και με είδε. Αναγνώρισε τη στολή της νοσοκόμου, φοβήθηκε και κίνησε να φύγει. Τον έπιασα από το χέρι.
- Στάσου, μη φοβάσαι, ξέρω, είσαι ο Ατζαμής. Δε θα πάω στο νοσοκομείο. Έλα σπίτι, μαζί μου. Άφησε εδώ στη γωνιά το σκυλί… Τι θα το κάνεις πια; Ψόφησε, δε βλέπεις;
- Ποτές, φώναξε, ποτές. Δε θα το παρατήσω πουθενά, ούτε στο δρόμο ούτε στα σκουπίδια. Θα πάω να το θάψω κει στον κήπο το μεγάλο που ψες κοιμηθήκαμε… που τελευταία κοιμόμαστε αγκαλιά κάτω από ένα δέντρο… Και θα πηγαίνω κάθε βράδυ να κοιμάμαι να μην τ’ αφήνω μοναχό…
Τα’ λεγε γρήγορα, λαχανιασμένα, σα να είχε τρέξει πολύ, κι είχε μια τέτοια έκφραση άγριας απελπισίας το πρόσωπο του παιδιού, που δύσκολα μπορούσες να τη φαντασθείς σε πρόσωπο παιδιού.
Καθώς τον κράταγα, τραβήχτηκε με βία από τα χέρια μου και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας κρατώντας πάντα το σκοτωμένο σκύλο του σφιχτά στην αγκαλιά. Χάθηκε από μπροστά μου, σα μια μικρή σκιά του Άδη. Ήταν αδύνατο πια να τον βρεις.

Η ηλεκτρονική μορφή του διηγήματος της Λιλίκας Νάκου είναι απο τη σελίδα του κ. Νίκου Σαραντάκου

Στη φίλη που το αγάπησε τόσο πολύ

0 Comments:

Post a Comment

<< Home