ΑΡΚ (ανέκδοτο διήγημα, μέρος πρώτο)
ΑΡΚ…
Του Δημήτρη Μαμαλούκα
3
Αθήνα, Ζωγράφου, σπίτι Ζωής. Κυριακή 13/5 βράδυ.
Η Ζωή μπήκε στο διαμερισματάκι της και πέταξε το σάκο στο πάτωμα. Άναψε το θερμοσίφωνα και την τηλεόραση. Αφού τηλεφωνήθηκε με την κολλητή της μπήκε στο ντους. Λίγο μετά με μια πετσέτα στο κεφάλι έφτιαξε να φάει ρύζι και μια σαλάτα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι της κουζίνας. Πάνω ήταν διπλωμένη μια Athens Voice. Την πήρε κι άρχισε να τη χαζεύει μέχρι που έπεσε πάνω στη στήλη «Σε είδα».
Και τότε της ήρθε η ιδέα.
Να βάλει μια αγγελία να βρει το γλυκούλη με το Fabia.
Στην αρχή γέλασε με την ιδέα. Η αλήθεια ήταν πως τον είχε σκεφτεί άλλες δυο φορές μετά την Ελευσίνα, αλλά δεν τον είδε πουθενά μέχρι που μπήκε στην Αθήνα. Ναι, ήταν γλυκούλης, αναμφίβολα. Και σιγά μην ήταν η κοπέλα του αυτή. Την είδε που κατέβηκε. Ούτε φιλί ούτε τίποτα, απ’ όσο μπόρεσε να διακρίνει δηλαδή.
Και τι να έγραφα; «Είσαι γλυκούλης. Οδηγούσες Fabia. Βράδυ στην Εθνική. Την Κυριακή 13/05. Σε είδα και στην Ελευσίνα». Όχι το τελευταίο. Καλύτερα «αποχαιρέτησες στην Ελευσίνα». Ναι, καλύτερο. Αλλά το «αποχαιρέτησες»; Η αλήθεια είναι πως η κοπέλα κατέβηκε και λίγο μετά εκείνος πήγε από πίσω της μιλώντας της απ’ το παράθυρο. Σίγουρα ήθελε να την πάει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της ενώ εκείνη δε θα ’θελε να τον βγάλει κι άλλο απ’ το δρόμο του. Αχ, ιππότης. Πόσο έλειπαν απ’ τη σημερινή μας εποχή αυτοί οι άντρες, ανατρίχιασε ολόκληρη η Ζωή.
Ναι, θα την έστελνε την αγγελία παρόλο που ήταν μεγάλο το τόλμημα γι’ αυτήν. Ναι, θα την έκανε την υπέρβαση. Άλλωστε σιγά μην την έβλεπε ο γλυκούλης. Το Fabia είχε πινακίδες Αρκαδία, πιθανότατα θα έμενε Τρίπολη. Σίγα μην έφτανε η Athens Voice στην Τρίπολη. Α, ας γράψω και την μισή πινακίδα για να είναι σίγουρος ο γλυκούλης μου.
Την ετοίμασε για να τη στείλει την επομένη απ’ το γραφείο.
Στην καλύτερη θα μου στείλει ένα μέιλ ο γλυκούλης, στη χειρότερη κανένας μαλάκας και μερικοί θα βάλουν το μέιλ μου στον κατάλογο που στέλνουν τα σπαμ τους, σκέφτηκε η Ζωή και χαμογέλασε.
Του Δημήτρη Μαμαλούκα
1
Εθνική οδός. Κυριακή 13/5 βράδυ.
Η Ζωή οδηγούσε το μαύρο Corsa της βαριεστημένα προσέχοντας κάθε τόσο τα φώτα του μπροστινού της καθώς η τεράστια ουρά των αυτοκινήτων κινούνταν με αργούς ρυθμούς προς την πρωτεύουσα. Ένιωθε κουρασμένη μα περισσότερο την αηδίαζε η σκέψη άλλης μιας εργάσιμης εβδομάδας που ερχόταν. Είχε περάσει ένα μέτριο Σαββατοκύριακο με τους γονείς της και το μικρό της αδερφό.
Καθώς σταματούσε γι’ άλλη μια φορά τον πρόσεξε. Ήταν σ’ ένα μαύρο Fabia και δίπλα του καθόταν μια κοπέλα με σγουρά ξανθά μαλλιά που κάλυπτε μ’ ένα άσπρο μαντήλι. Προχώρησαν λίγο και ξανασταμάτησαν δίπλα δίπλα. Τώρα τον είδε καθαρά. Είχε ωραίο μαλλί κι ήταν ομορφούλης. Εκείνος δεν την πρόσεξε καθώς ήταν γυρισμένος προς την κοπέλα.
Η Ζωή σκέφτηκε μελαγχολικά ότι συμπλήρωνε εννέα μήνες μόνη από τότε που τα χάλασε με το Θοδωρή. Τι ήταν όλη της η ζωή τον τελευταίο καιρό; σκέφτηκε ξαφνικά. Δουλειά και πάλι δουλειά. Κι από έρωτα, από αγάπη -από σεξ γαμώτο!- τίποτα. Μόνο ατέλειωτα τσιγάρα, κινητό, περιοδικά και μια στοίβα αδιάβαστα βιβλία στο κομοδίνο της.
Ξανασταμάτησαν. Ο γλυκούλης με το Fabia στάθηκε λίγο παρακάτω. Τώρα διακρινόταν μόνο το άσπρο μαντήλι της κοπελιάς. Να ’ταν ζευγάρι άραγε; Ποιος ξέρει. Μπορεί, το πιθανότερο, αν κι αυτός χαμογελούσε συνεχώς κάνα δυο φορές που ’χε πιάσει την έκφρασή του. Ίσως είναι συνάδελφοι, γυρίζουν από κάποιο συνέδριο κι εκείνος της την πέφτει. Όπως εκείνης της την έπεφτε ο κεφτές, ο Παπαγεωργίου. Πφφ, μεγάλη φαντασία έχεις Ζωή είπε από μέσα της και αφοσιώθηκε στην οδήγηση. Συνέχισε το ταξίδι αλλάζοντας διάφορα σιντί, μέχρι που στην είσοδο της Ελευσίνας χτύπησε το κινητό της. Είδε ότι ήταν η μαμά της. Προτίμησε να κάνει στην άκρη και να μιλήσει με την ησυχία της. Πριν πατήσει το κουμπί είδε ότι και το μαύρο Fabia είχε σταματήσει λίγο παρακάτω.
2
Εθνική οδός, είσοδος Ελευσίνας. Κυριακή 13/5 βράδυ.
«Πού θα πας τώρα;»
«Κάτι θα βρω, μην ανησυχείς, σ’ ευχαριστώ».
«Πάντως εγώ σε πάω όπου θες…»
«Όχι, όχι σ’ ευχαριστώ».
Άνοιξε απότομα την πόρτα, κατέβηκε βιαστικά κι απομακρύνθηκε με γοργά βήματα.
Το μαύρο Fabia κινήθηκε αργά, υπερβολικά αργά, προς τα στενά της Ελευσίνας.
Εθνική οδός. Κυριακή 13/5 βράδυ.
Η Ζωή οδηγούσε το μαύρο Corsa της βαριεστημένα προσέχοντας κάθε τόσο τα φώτα του μπροστινού της καθώς η τεράστια ουρά των αυτοκινήτων κινούνταν με αργούς ρυθμούς προς την πρωτεύουσα. Ένιωθε κουρασμένη μα περισσότερο την αηδίαζε η σκέψη άλλης μιας εργάσιμης εβδομάδας που ερχόταν. Είχε περάσει ένα μέτριο Σαββατοκύριακο με τους γονείς της και το μικρό της αδερφό.
Καθώς σταματούσε γι’ άλλη μια φορά τον πρόσεξε. Ήταν σ’ ένα μαύρο Fabia και δίπλα του καθόταν μια κοπέλα με σγουρά ξανθά μαλλιά που κάλυπτε μ’ ένα άσπρο μαντήλι. Προχώρησαν λίγο και ξανασταμάτησαν δίπλα δίπλα. Τώρα τον είδε καθαρά. Είχε ωραίο μαλλί κι ήταν ομορφούλης. Εκείνος δεν την πρόσεξε καθώς ήταν γυρισμένος προς την κοπέλα.
Η Ζωή σκέφτηκε μελαγχολικά ότι συμπλήρωνε εννέα μήνες μόνη από τότε που τα χάλασε με το Θοδωρή. Τι ήταν όλη της η ζωή τον τελευταίο καιρό; σκέφτηκε ξαφνικά. Δουλειά και πάλι δουλειά. Κι από έρωτα, από αγάπη -από σεξ γαμώτο!- τίποτα. Μόνο ατέλειωτα τσιγάρα, κινητό, περιοδικά και μια στοίβα αδιάβαστα βιβλία στο κομοδίνο της.
Ξανασταμάτησαν. Ο γλυκούλης με το Fabia στάθηκε λίγο παρακάτω. Τώρα διακρινόταν μόνο το άσπρο μαντήλι της κοπελιάς. Να ’ταν ζευγάρι άραγε; Ποιος ξέρει. Μπορεί, το πιθανότερο, αν κι αυτός χαμογελούσε συνεχώς κάνα δυο φορές που ’χε πιάσει την έκφρασή του. Ίσως είναι συνάδελφοι, γυρίζουν από κάποιο συνέδριο κι εκείνος της την πέφτει. Όπως εκείνης της την έπεφτε ο κεφτές, ο Παπαγεωργίου. Πφφ, μεγάλη φαντασία έχεις Ζωή είπε από μέσα της και αφοσιώθηκε στην οδήγηση. Συνέχισε το ταξίδι αλλάζοντας διάφορα σιντί, μέχρι που στην είσοδο της Ελευσίνας χτύπησε το κινητό της. Είδε ότι ήταν η μαμά της. Προτίμησε να κάνει στην άκρη και να μιλήσει με την ησυχία της. Πριν πατήσει το κουμπί είδε ότι και το μαύρο Fabia είχε σταματήσει λίγο παρακάτω.
2
Εθνική οδός, είσοδος Ελευσίνας. Κυριακή 13/5 βράδυ.
«Πού θα πας τώρα;»
«Κάτι θα βρω, μην ανησυχείς, σ’ ευχαριστώ».
«Πάντως εγώ σε πάω όπου θες…»
«Όχι, όχι σ’ ευχαριστώ».
Άνοιξε απότομα την πόρτα, κατέβηκε βιαστικά κι απομακρύνθηκε με γοργά βήματα.
Το μαύρο Fabia κινήθηκε αργά, υπερβολικά αργά, προς τα στενά της Ελευσίνας.
3
Αθήνα, Ζωγράφου, σπίτι Ζωής. Κυριακή 13/5 βράδυ.
Η Ζωή μπήκε στο διαμερισματάκι της και πέταξε το σάκο στο πάτωμα. Άναψε το θερμοσίφωνα και την τηλεόραση. Αφού τηλεφωνήθηκε με την κολλητή της μπήκε στο ντους. Λίγο μετά με μια πετσέτα στο κεφάλι έφτιαξε να φάει ρύζι και μια σαλάτα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι της κουζίνας. Πάνω ήταν διπλωμένη μια Athens Voice. Την πήρε κι άρχισε να τη χαζεύει μέχρι που έπεσε πάνω στη στήλη «Σε είδα».
Και τότε της ήρθε η ιδέα.
Να βάλει μια αγγελία να βρει το γλυκούλη με το Fabia.
Στην αρχή γέλασε με την ιδέα. Η αλήθεια ήταν πως τον είχε σκεφτεί άλλες δυο φορές μετά την Ελευσίνα, αλλά δεν τον είδε πουθενά μέχρι που μπήκε στην Αθήνα. Ναι, ήταν γλυκούλης, αναμφίβολα. Και σιγά μην ήταν η κοπέλα του αυτή. Την είδε που κατέβηκε. Ούτε φιλί ούτε τίποτα, απ’ όσο μπόρεσε να διακρίνει δηλαδή.
Και τι να έγραφα; «Είσαι γλυκούλης. Οδηγούσες Fabia. Βράδυ στην Εθνική. Την Κυριακή 13/05. Σε είδα και στην Ελευσίνα». Όχι το τελευταίο. Καλύτερα «αποχαιρέτησες στην Ελευσίνα». Ναι, καλύτερο. Αλλά το «αποχαιρέτησες»; Η αλήθεια είναι πως η κοπέλα κατέβηκε και λίγο μετά εκείνος πήγε από πίσω της μιλώντας της απ’ το παράθυρο. Σίγουρα ήθελε να την πάει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της ενώ εκείνη δε θα ’θελε να τον βγάλει κι άλλο απ’ το δρόμο του. Αχ, ιππότης. Πόσο έλειπαν απ’ τη σημερινή μας εποχή αυτοί οι άντρες, ανατρίχιασε ολόκληρη η Ζωή.
Ναι, θα την έστελνε την αγγελία παρόλο που ήταν μεγάλο το τόλμημα γι’ αυτήν. Ναι, θα την έκανε την υπέρβαση. Άλλωστε σιγά μην την έβλεπε ο γλυκούλης. Το Fabia είχε πινακίδες Αρκαδία, πιθανότατα θα έμενε Τρίπολη. Σίγα μην έφτανε η Athens Voice στην Τρίπολη. Α, ας γράψω και την μισή πινακίδα για να είναι σίγουρος ο γλυκούλης μου.
Την ετοίμασε για να τη στείλει την επομένη απ’ το γραφείο.
Στην καλύτερη θα μου στείλει ένα μέιλ ο γλυκούλης, στη χειρότερη κανένας μαλάκας και μερικοί θα βάλουν το μέιλ μου στον κατάλογο που στέλνουν τα σπαμ τους, σκέφτηκε η Ζωή και χαμογέλασε.
(τέλος πρώτου απο τα δύο μέρη. Συνεχίζεται)
9 Comments:
Μου αρεσει....
θα σας διαβάζω ...
Και θα ανέβασω κατι τις προσεχείς μερες για την πόλη που ειναι μεσα στους στόχους των κατακτήσεων σας .
Ιωαννα Κ. Γκαροση-Contento
Ευχαριστώ Ιωάννα
περιμένω με αγωνία τι θα γράψεις για την Τεργέστη, πόλη όπου έζησαν κοντινοί μου συγγενείς, όπως έχω ξαναγράψει.
καλα το αρχισες, σου πανε αυτα αλλωστε... αλλα φαμπια, τι ενδιαφερον να εχει ενας τυπος που οδηγει φαμπια!!
...βαλε καμια παλια πισωκινητη σελικα, κανενα πεζω ραλλύ, κατι πιο σεξυ τελος παντων!! :)
να τα μας άρχισαν τα σπαμ πάλι...
σου τα σπαμ', σου τα σπαμ' ?
δεν υπάρχουν ούτε φίλτρα για τους ενοχλητικούς βρε παιδί μου...
ωραία το ξεκίνησες. αναμένουμε την ανατροπή...
(alexandra here!)
Τι καλάά! Θα περιμένω τη συνέχεια με ενδιαφέρον. :)
τετοια γραφεις και καταλαβαινω ποια ειναι τα πραγματικα κολληταρια....
Post a Comment
<< Home