Thursday, July 27, 2006

Κριτική Πιερ Μερό Θηλαστικά

Αλήθειες ξεγυμνωμένες


Πιερ Μερό, Θηλαστικά, μυθιστόρημα, μτφ. Εύα Καραϊτίδη, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2005, σελ. 248.

Η Γαλλία ανέκαθεν ήταν μια ανεξάντλητη πηγή παραγωγής λογοτεχνικών βιβλίων, και σχεδόν πάντα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη χάραξη νέων δρόμων και κατευθύνσεων, ειδικά στην πεζογραφία, στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Φέτος είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε και στη γλώσσα μας δύο ξεχωριστά όσο και ασυνήθιστα βιβλία, το Μικρή πραγματεία περί αμεριμνησίας του Denis Grozdanovitch (εκδόσεις Πόλις) και το Θηλαστικά του Πιερ Μερό.
Ο Μερό υπογράφει ένα βιβλίο που η λέξη μυθιστόρημα αδυνατεί να περιγράψει ολοκληρωτικά. Πρόκειται για ένα γραπτό με πολλαπλές όψεις που άλλοτε μοιάζει με αυτοβιογραφία, συχνά σαν μαρτυρία, σπάνια σαν δοκίμιο και καμιά φορά ταξιδεύει στα πελάγη μιας φανταστικής ιστορίας, λες κι ο συγγραφέας έγραφε υπακούοντας μόνο στις εσωτερικές του ανάγκες καταπατώντας κάθε σοβαροφανή κανόνα για δέσιμο, πλοκή και συνοχή, υποτίθεται, ενός σωστού βιβλίου.
Αλήθεια, μπροστά στην πολυφορεμένη πια γνώμη μερικών ειδικών ότι κάποιοι άπειροι συγγραφείς στα πρώτα τους βιβλία απλώς περιγράφουν τον εαυτό τους, ο Μερό τούς βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα. Διότι στο βιβλίο του μπορεί να αναφέρεται στον εαυτό του και με την ίδια άνεση, και αληθοφάνεια, πάντα μέσα από την γραφή, να αποποιείται τα πάντα. Μπορεί ο αναγνώστης να κατευθύνεται από το βιογραφικό και να το βλέπει να παίρνει σάρκα και οστά μέσα στις πυκνογραμμένες σελίδες και λίγο μετά όλα να ανατρέπονται ή να μοιάζουν φανταστικά, όπως συχνά είναι τα όνειρα.
Όμως αυτή είναι μόνο μία ικανότητα στησίματος του βιβλίου, και δεν είναι η μεγαλύτερη αρετή του Μερό. Η αληθινή αξία του γραπτού είναι οι τοποθετήσεις του συγγραφέα πάνω στη ζωή γενικά και στις πολλές πλευρές της που δοκιμάζουν και ορίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και ειδικότερα τον δυτικοευρωπαίο.
Ο Μερό ντύνει τον ήρωά του (ή ντύνεται ο ίδιος) με το πρόσωπο ενός θείου του και περιγράφει τις περιπέτειές του. Ο θείος είναι αλκοολικός, ευκαιρία λοιπόν για την πρώτη ξεγυμνωμένη αλήθεια. Σπάνιες σε βαρύτητα σελίδες γύρω απ’ την ψυχολογία του πότη και του μικρόκοσμου της νύχτας. Ευαίσθητα τα όρια από τη στιγμή της ευφορίας στην, χωρίς γυρισμό, σκοτεινή χώρα του αλκοολισμού. Ο θείος κυριεύεται συχνά από την ψευδαίσθηση της ασφάλειας του ποτού και την κάλπικη ζεστασιά των μπαρ. Κάθε πρωί όμως, όταν φεύγει η νύχτα και το οινόπνευμα ξεθυμαίνει, είναι η αλήθεια κι η ήττα εκείνες που τον ξυπνούν μέσα σε άγνωστες βρόμικες τρώγλες δίπλα σε ξένα, τελειωμένα κορμιά.
Ο θείος δεν έχει μια σταθερή δουλειά. Αφού νιώσει για μερικά χρόνια στο πετσί του την ανεργία, -που τρέφει τον κοινωνικό ρατσισμό, γεννάει απελπισία και πλήττει όλες τις τάξεις κι όλα τα επαγγέλματα-, αλλάζει διάφορα επαγγέλματα γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την εργασιακή εκμετάλλευση. Εδώ η γραφή του Μερό είναι κάτι παραπάνω από καυστική. Η απλότητα των μηνυμάτων δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να προσπεράσεις. Σε χτυπάει κατευθείαν, σαν μαχαιριά στην καρδιά.
Ακολουθεί μια εργασία στα βάθη ενός σύγχρονου εκδοτικού οίκου. Καμιά φορά τα φανταχτερά και ζεστά εξώφυλλα των βιβλίων κρύβουν έναν αλλόκοτο κόσμο, τόσο σκληρό και απρόσωπο όσο των αδηφάγων πολυεθνικών. Έπειτα μια θέση καθηγητή γυμνασίου σ’ ένα φτωχό προάστιο του Παρισιού, θέμα εντελώς επίκαιρο λόγω των πρόσφατων γεγονότων, όπου ο συγγραφέας περιγράφει την σχεδόν ανεξήγητη ατμόσφαιρα βίας που κυριαρχεί, όπως και τον άνισο αγώνα των καθηγητών, μάχη πραγματική για να επιβιώσουν απέναντι στους οργισμένους μαθητές.
Ο Μερό δεν κρύβεται. Ποτέ. Έτσι θεωρεί ότι είναι τα θηλαστικά, οι άνθρωποι, οι μοντέρνοι Ευρωπαίοι και αναλόγως τα περιγράφει. Να πάσχουν από έλλειψη επικοινωνίας, να παραπαίουν στο θέμα του έρωτα, να είναι γεμάτοι συμπλέγματα, ψυχώσεις, αδυναμίες και να βρίσκουν καταφύγιο στη ψυχανάλυση, τον κρυφό τους έρωτα, ειδικά των Γάλλων.
Ο Μερό δεν ξεγυμνώνει απλώς. Γδέρνει το δέρμα της σύγχρονης συμπεριφοράς και δίνει μερικές αλήθειες ζωντανές, ακλόνητες όσο και τραγικές.


Δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 29 Ιανουαρίου 2006.

Labels: ,

Wednesday, July 19, 2006

Κριτική Το Συνδικάτο

Η ιστορία της αμερικάνικης μαφίας


Gus Russo, Το συνδικάτο, μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2005, σελ. 735.



Μια σύγχρονη, ογκώδης μελέτη γεμάτη μαρτυρίες, εξιστορήσεις και διασταυρωμένες πληροφορίες από εκατοντάδες κρατικά και ιδιωτικά αρχεία. Αυτή είναι η ιστορία της «Οργάνωσης» ή του «Συνδικάτου», δηλαδή της αμερικάνικης μαφίας. Το βιβλίο είναι καρπός δουλειάς -ετών σίγουρα- του ερευνητή - δημοσιογράφου Γκας Ρούσο.
Ο συγγραφέας φανερώνει από τις πρώτες σελίδες την πρόθεσή του να ασχοληθεί με τη μαφία του Σικάγου και δεν θίγει ούτε προς το τέλος την οργάνωση της Νέας Υόρκης, ειδικά των τελευταίων χρόνων που είχε αναλάβει τα ηνία του οργανωμένου εγκλήματος στην αμερικάνικη ήπειρο κρατώντας στενή σχέση με την ιταλική μαφία.
Η αλήθεια είναι πως το Σικάγο κι ένας από τους πιο γνωστούς μαφιόζους του, ο Αλφόνσο ή Αλ Καπόνε έχουν συνδυαστεί άρρηκτα –τουλάχιστον στη χώρα μας- με τη λέξη μαφία στην Αμερική. Ο Ρούσο γυρίζει εκεί, στα τέλη του 19ου αιώνα προσπαθώντας να βρει την αιτία ανάπτυξης των πρώτων συμμοριών που σιγά σιγά οδήγησαν στις μεγαλύτερες και πώς από το κοινό έγκλημα έφτασαν ακριβώς στο οργανωμένο. Πώς από τους μαχαιροβγάλτες μπράβους που τρομοκρατούσαν μια μικρή γειτονιά καταλήξαμε στους ασπρομάλληδες φαινομενικά ακίνδυνους γεράκους που έφτασαν στο σημείο να κανονίζουν ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ο σεβασμός προς τα σημαντικά πρόσωπα, η ομερτά και κατά συνέπεια η μαφία ήρθε από την Ιταλία. Ο Ρούσο, ιταλικής καταγωγής σίγουρα, αν και δε δηλώνεται πουθενά στο βιβλίο, προσπαθεί να υπεραμυνθεί αυτής της άποψης παρουσιάζοντας στατιστικές της εποχής που φανερώνουν πολύ μικρή συμμετοχή Ιταλών σε εγκλήματα όπως και μεγάλο ρατσισμό των ντόπιων εναντίων των ιταλών μεταναστών που κατέφθαναν συνεχώς στις αρχές του 20ου αιώνα. Δυστυχώς οι ρίζες της μαφίας στη γείτονα μας χώρα υπήρχαν πολύ παλιότερα από το Σικάγο και συνεχίζουν να υπάρχουν παντοδύναμες.
Για τον Ρούσο οι βάσεις για την ίδρυση του οργανωμένου εγκλήματος ξεκινούν απ’ το βλακώδη νόμο της ποτοαπαγόρευσης που τέθηκε σε ισχύ το 1920. Πράγματι σχεδόν αμέσως η παραγωγή παράνομου αλκοόλ ανθίζει φέρνοντας αστρονομικά κέρδη σε εκατοντάδες λαθρέμπορους που εκμεταλλεύονταν την αδυναμία του κράτους να επιβάλει την τάξη: λίγοι πράκτορες να εφαρμόσουν το νόμο αμειβόμενοι χειρότερα κι από τους σκουπιδιάρηδες κι έτσι πολύ επιρρεπείς στη διαφθορά όπως και μικρά πρόστιμα στους παραβάτες.
Ταυτόχρονα η πόλη του Σικάγου μεγαλώνει και σιγά σιγά γίνεται άντρο παρανόμων. Εδώ γεννιέται η λέξη υπόκοσμος από μια περίεργη κατασκευαστική ιδιαιτερότητα: η πόλη αρχικά χτισμένη πάνω στη λάσπη ξαναχτίστηκε πιο ψηλά αφήνοντας από κάτω ένα ολόκληρο δίκτυο από υπόγεια που δρούσε ένας ολόκληρος κόσμος: φτωχοί, περιθωριακοί και φυσικά εγκληματίες. Οι αστυνομικοί είναι πολύ λίγοι να επιβάλλουν την τάξη. Η πόλη είναι γεμάτη σαλούν, πορνεία και παράνομα αποστακτήρια, υπάρχει μια πραγματική «επιδημία» βομβών (οχτακόσιες εκρήξεις βομβών ανάμεσα στα έτη 1900-30) ενώ οι αλληλοσκοτωμοί -ακόμα και μεταξύ συγγενών- αντιπάλων ιταλών γκάνγκστερ δίνουν και παίρνουν. Είναι τα χρόνια της σιωπής, της ομερτά, είναι τα χρόνια που το άστρο του μεγάλου Αλ Καπόνε ανατέλλει.
Ο Αλ που κερδίζει εκατομμύρια, που θέλει να φαίνεται, που ντύνεται με πανάκριβα ρούχα, που κάνει ακριβά δώρα κι όταν εργάζεται διατάζει την εξόντωση κάποιας αντίπαλης συμμορίας (που δεν συμμορφώθηκε στις διαταγές του και πείραξε κάποιο δικό του εμπόρευμα) αν δεν πιάσει ο ίδιος ένα ρόπαλο να ανοίξει το κεφάλι κάποιου δικού του που τον πρόδωσε. Ο Ρούσο δειλά δειλά σε μια υποσημείωση μας φανερώνει και μια μικρή, λιγότερο γνωστή πλευρά του Καπόνε: ότι δεν ήταν ρατσιστής κι ότι έφερε την τζαζ στο Σικάγο από τη Νέα Ορλεάνη φέρνοντας όλους τους μεγάλους μαύρους μουσικούς της εποχής να παίξουν στα κλαμπ του. Εκείνο που ο Ρούσο ξεχνά να πει είναι πως στα κλαμπ αυτά οι μαύροι φυσικά απαγορευόταν να μπουν. Τώρα να ωραιοποιείται ως μη ρατσιστής ένας άνθρωπος που είχε σκοτώσει και κάθε τόσο διέταζε το θάνατο άλλων ακούγεται μάλλον λίγο αφελές.
Όμως η βασιλεία του Καπόνε έμελλε να τελειώσει κάποτε. Η αστυνομία κατάφερε να τον συλλάβει για φοροδιαφυγή και να τον στείλει στη φυλακή. Αρχικά στην Ατλάντα κι έπειτα -άρρωστος από σύφιλη- στο βράχο, στο Αλκατράζ ανάμεσα σε μικροκακοποιούς που δεν του έδειχναν τον παραμικρό σεβασμό.
Οι κάπο του Σικάγου που θα κληρονομήσουν την αυτοκρατορία του είναι οι γιοι των ιταλών μεταναστών. Είναι πιο μυαλωμένοι: θέλουν να μείνουν σε απόσταση, όχι πια δημοσιότητα, δημιουργία δικτύου με τις άλλες μεγάλες πόλεις, ξέπλυμα χρημάτων. Η οργάνωση είχε γεννηθεί.
Πρώτο μέλημα η ανεύρεση άλλων πεδίων εξοικονόμησης χρημάτων καθώς το παράνομο αλκοόλ είναι πια παρελθόν. Έτσι πλευρίζουν πολιτικούς και παράλληλα στρέφονται σε πολλούς τομείς: στη βιομηχανία του θεάματος στο Χόλιγουντ, στα πανίσχυρα συνδικάτα εργαζομένων, στις λοταρίες, στις ιπποδρομίες, στα στοιχήματα και στις εταιρείες επικοινωνίας αποκομίζοντας μερίδιο από παντού ξεπλένοντας ταυτόχρονα τα χρήματα παρουσιάζοντάς τα σαν κέρδη από τις νόμιμες επιχειρήσεις τους. Όμως οι μέθοδοι δεν αλλάζουν. Όποιος δεν πειθόταν με τα λόγια πειθόταν με τις σφαίρες.
Το πόσο σταθερά πατούσε στα πόδια της η οργάνωση αποδεικνύεται από τις στενές σχέσεις της με τον Χάρι Τρούμαν όπως και με την οικογένεια Κένεντι. Όμως κι η άλλη πλευρά, η πλευρά του νόμου άρχισε να δείχνει επιτέλους σημάδια αντίδρασης. Αυτό έγινε όταν το FBI μπήκε στο παιχνίδι με τις παρακολουθήσεις προσώπων και τις υποκλοπές των τηλεφώνων ξεκινώντας ένα διαρκές κρυφτούλι με τους ανθρώπους του Συνδικάτου.
Η σχέση της οργάνωσης με την οικογένεια Κένεντι έμελλε να είναι καθοριστική για την τύχη της. Όλα άρχισαν όταν ο μπαμπάς Κένεντι έπεισε το Συνδικάτο να χρησιμοποιήσει όλη του τη δύναμη ώστε ο γιος του, ο JFK, να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές. Η συμφωνία κλείστηκε με τους αρχηγούς της οργάνωσης να δουλεύουν σε εξαντλητικούς ρυθμούς υπέρ του Τζον Κένετι προσμένοντας άγνωστο ποια ακριβώς οφέλη, αλλά σίγουρα λιγότερες παρακολουθήσεις και περισσότερα στραβά μάτια στις παράνομες δραστηριότητες τους.
Ο JFK κέρδισε τις εκλογές, αλλά ο μπαμπάς Κένεντι πρόδωσε την οργάνωση. Απαίτησε από τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο γιο του να κάνει υπουργό δικαιοσύνης τον άλλο του γιο, τον Μπόμπι Κένεντι τον μεγαλύτερο ίσως πολέμιο μέχρι τότε του οργανωμένου εγκλήματος. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Ο Μπόμπι Κένεντι αύξησε τους πράκτορες και τις παράνομες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις παραβαίνοντας κατάφορα τους νόμους περί ατομικών δικαιωμάτων. Η πιο λογική εξέλιξη στην ιστορία θα ήταν η δολοφονία του Τζων Κένεντι να αποδίδεται στην οργάνωση για εκδίκηση. Ο συγγραφέας όμως παρουσιάζει τους κάπο να αιφνιδιάζονται κι αυτοί από τη δολοφονία και το μυστήριο να παραμένει σκοτεινό καθώς η CIA και το υπουργείο εξωτερικών είναι βαθιά αναμεμιγμένοι στην υπόθεση.
Η δράση του Συνδικάτου συνεχίζεται αν και οι αρχηγοί του είναι πια γέροι και κουρασμένοι. Ένας ένας τελειώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Οι πιο τυχεροί πεθαίνουν από γηρατειά, άλλοι στη φυλακή κι άλλοι από μια σφαίρα υπακούοντας στους άγραφους νόμους της ομερτά.
Το βιβλίο πέραν της ιστορίας της οργάνωσης είναι γεμάτο από γαργαλιστικά επεισόδια -στα όρια του μύθου- για τους μαφιόζους, άλλοτε απολαυστικά κι άλλοτε τρομακτικά όπως και οι φωτογραφίες με τις οποίες συνοδεύεται. Λόγω των πολλών ιστορικών προσώπων ένα ευρετήριο ονομάτων θα ήταν πολύ χρήσιμο.


Δημοσιεύτηκε στην Αυγή την Κυριακή 8-8-2005

Labels: ,

Monday, July 10, 2006

Εννιά κοφτές ανάσες (κριτική Εγκλήματα)

Συλλογικό, Εγκλήματα, εννέα ιταλικές ιστορίες, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ.345

Πρόκειται για μια συλλογή αστυνομικών διηγημάτων που σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στην Ιταλία. Από τις πρώτες γραμμές το βιβλίο σε κερδίζει, ειδικά αν ανήκεις στους εραστές της αστυνομικής ίντριγκας, αλλά και της προσεγμένης πλοκής. Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς τους ιταλούς συγγραφείς, μηδενός εξαιρουμένου, για το σεβασμό που έδειξαν στην ανθολογία που συμμετείχαν.
Ξεχώρισα την ιστορία του Τζανκάρλο Ντε Κατάλντο Το παιδί που έκλεψε η καλή μάγισσα. Εκπληκτικά ζυγισμένη, γρήγορη, πρωτότυπη, προσφέρει στον αναγνώστη μια πολύ μεγάλη γκάμα συναισθημάτων απέναντι στους ήρωες, καλούς και κακούς, πλέκοντας τις ζωές τους με μεγάλη μαεστρία. Ακολουθεί ο Σαντρόνε Ντατσιέρι με την Τελευταία ατάκα όπου περιγράφει αριστουργηματικά την ιστορία ενός διδύμου κωμικών από τη δύσκολη αρχή της καριέρας τους μέχρι τον κατήφορό τους.
Ο Νικολό Αμανίτι (γνωστός στην Ελλάδα κυρίως απ’ το Εγώ δε φοβάμαι) σε συνεργασία με τον Αντόνιο Ματσίνι υπογράφει μια μοντέρνα, ξεκαρδιστική αφήγηση γεμάτη οριακές και σουρεαλιστικές καταστάσεις: ένας χειρούργος προκειμένου να ικανοποιήσει τα πάθη του οραματίζεται ένα τρομερά μεγαλεπήβολο σχέδιο, άρρηκτα δεμένο με το, όχι και τόσο σφριγηλό, στήθος της μεγαλύτερης ηθοποιού της χώρας. Ανάλογη σάτιρα της σύγχρονης πραγματικότητας των ΜΜΕ δίνει ο Τζιόρζιο Φαλέτι με το Βασικό καλεσμένο. Φλερτάροντας με το φανταστικό και την επιταχυνόμενη αγωνία διηγείται τι ήταν αυτό που έκανε το πιο διάσημο παρουσιαστή της ιταλικής τηλεόρασης να εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Ο ναπολιτάνος Ντιέγκο Ντα Σίλβα προσφέρει μια κλειστοφοβική ιστορία με θέμα την τρομοκρατία και ήρωα έναν νεαρό που προκειμένου να ξεφύγει από την αστυνομία βρίσκει μια ασυνήθιστη κρυψώνα. Ο Μαρτσέλο Φόις ακολουθεί μια από τις κλασικές συνταγές αστυνομικής ιστορίας όπου ένας επίμονος αντιπρόσωπος του νόμου ξεσκεπάζει τον δολοφόνο.
Από την ανθολογία δεν λείπουν οι συγγραφείς - σταθερές αξίες του ιταλικού αστυνομικού. Ο Μάσιμο Καρλότο «παίζει» σε εδάφη που γνωρίζει από πρώτο χέρι: τοποθετεί την πλοκή του διηγήματός του στην περιοχή του Βένετο, εκεί όπου γεννήθηκε κι έζησε, ενώ αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο καλά γνωρίζει τα εσωτερικά της αστυνομίας όπως και τους διάφορους κώδικες του υποκόσμου.
Ο Κάρλο Λουκαρέλι, (θυμίζουμε το φετινό δυνατό μυθιστόρημά του Μέρα με τη μέρα) χτίζει ένα ψυχολογικό προφίλ αξιώσεων μιας ιταλίδας αστυνομικού φανερώνοντας τα «άπλυτα» στα εσωτερικά της αστυνομίας, τραβώντας όμως την ιστορία στα άκρα, είναι αλήθεια.
Ο Αντρέα Καμιλέρι που δε χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις, φαίνεται να διασκεδάζει γράφοντας μια σκληρή Σικελική ιστορία. Μια ανατριχιαστική παρεξήγηση ονομάτων και ρόλων δημιουργεί μια, τόσο απίστευτη όσο και πιθανή, σειρά μοιραίων πράξεων.
Όλα αυτά με φόντο τη σύγχρονη Ιταλία. Από την ηλεκτρονική εποχή στους άγραφους νόμους της μαφίας, από τα εσωτερικά της αστυνομίας στους σημερινούς εγκληματίες. Σκληρή καθημερινότητα, ζόρικη κοινωνία, δύσκολη ζωή. Η απατηλή λάμψη της τηλεόρασης, η πρόσκαιρη δημοσιότητα, το εύκολο κέρδος, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, το ψέμα, η κλεψιά, η εκδίκηση. Ευαίσθητοι ήρωες, σκληροί πρωταγωνιστές, μοιραίες γυναίκες, αθώα θύματα, ένοχες συνειδήσεις, τελειωμένες ψυχές, άνθρωποι πιόνια, δυστυχισμένοι κομπάρσοι.
Σελίδες αξιόλογης αστυνομικής λογοτεχνίας κατά τη γνώμη μου, που δείχνουν ότι οι Ιταλοί είναι πολύ μπροστά στο σύγχρονο νουάρ χωρίς να στηρίζονται απαραίτητα στα διάσημα ονόματα που γνωρίζουμε και στην Ελλάδα. Όπως προείπαμε καμιά προχειρότητα, καμία απροσεξία, μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη κι έχουμε το ιδανικό βιβλίο για τις διακοπές, ειδικά γι’ αυτούς που αγαπούν τα αστυνομικά.

Labels: ,

Friday, July 07, 2006

In memoriam Αθανάσιος Μπρίκας (1966-2005)

Είναι ο έκτος φίλος που χάνω. Δεν είμαι καλός στις νεκρολογίες. Γενικά στο γράψιμο δεν είμαι καλός. Θέλω να πω, θέλω να γράψω, αυτά που σκέφτομαι, αυτά που θυμάμαι, αυτά που με πονάνε. Αυτά που μου έχουν μείνει για το Σάκη, το φίλο που απέκτησα στην Ιταλία στα φοιτητικά μου χρόνια.
Νότιος Ιταλία, 1988, χειμώνας, βράδυ. Νύχτα απ’ τις πέντε. Κρύο, μπουφάν κουμπωμένα. Δύο τύποι περπατάνε σε μια πόλη όπου κανείς δεν περιπατάει, κανείς δεν έχει μηχανάκι, κανείς δεν παίρνει τα λεωφορεία. Όλοι έχουν και από ένα αυτοκίνητο, ένα σαραβαλάκι έστω.
Αν δεις κάποιον να κυκλοφορεί αργά τη νύχτα, λέγανε οι Ιταλοί, ή πουτάνα θα ’ναι ή Greco. Ψέματα. Ούτε πουτάνες δεν κυκλοφορούσαν.
Στην πλατεία της μικρής πόλης μ’ ένα αρχαίο Ελληνικό θέατρο να έχει αποκαλυφθεί μόνο το μισό (και το υπόλοιπο να βρίσκεται κάτω από μεσαιωνικές εκκλησίες και κτήρια αρχών του αιώνα) υπάρχει μόνο ένα μπαρ που έχει τα φώτα του αναμμένα. Οι δύο τύποι μπαίνουν μέσα. Ο μπαρίστας τους κοιτάει επιφυλακτικά, δεν χαιρετάει, είναι αγενής αλλά φοβάται κιόλας. Οι δύο πλησιάζουν στον πάγκο. Είναι νέοι, πολύ νέοι. «Θέλουμε ν’ αγοράσουμε μια τεκίλα» του λένε. Ο μπαρίστας εκπλήσσεται, κατσουφιάζει, δεν του τυχαίνει κάτι τέτοιο συχνά. «Εκείνη, την Olmega» του λέει ο ένας. Μετά από συνεννοήσεις τους πετάει μια τιμή, συμφωνούν παίρνουν την μπουκάλα αγκαλιά και τρία κουτάκια sprite. Φεύγουν με κανονικό βήμα προς την Ασφάλεια. Δεν υπάρχει βιασύνη. Όλη η νύχτα είναι δικιά τους.
Το σπίτι του Σάκη είναι στο τέλος των γραμμών. Όμως δεν περνούν τρένα. Απλώς τα παρκάρουν εκεί οι μηχανοδηγοί. Όταν περνούν τα βαγόνια είναι άδεια. Καμιά φορά προσέχαμε κάποιες μεταλλικές ταμπέλες που είχαν ξεχαστεί πάνω τους. «Milano, Trieste, Vienna…»… Τι Βιέννη εδώ στην άκρη του κόσμου, 1000 και βάλε χιλιόμετρα για να βγεις απ’ τη χώρα, λέγαμε γελώντας και μπαίναμε μέσα, στη ζεστασιά.
Είχαμε κάνει το κλαμπ Τεκίλα μπαμπ. Βαράγαμε σφηνάκια τεκίλας με σπράιτ, καταχείμωνο. Τα χτυπούσαμε στο τραπέζι, αφρίζανε και τα κατεβάζαμε. Δε θυμάμαι πώς είχε αρχίσει. Ίσως κατάλοιπο κάποιων καλοκαιρινών καταχρήσεων. Κάθε τόσο μυούσαμε κι ένα μέλος. Η Χριστίνα, η Ζέτα, η Μαρίνα, η Αναστασία… Γράφαμε τα ονόματα πάνω στα μπουκάλια, υπογράφαμε, πράγματα εικοσάχρονων παιδιών. Κι όταν πλησίαζε το ξημέρωμα, κοιτούσαμε μεθυσμένοι τις γραμμές να βυθίζονται στο απόλυτο σκοτάδι. Ξέραμε ότι τελείωναν σύντομα, εκεί κοντά. Δεν φανταζόμασταν όμως ότι θα τελείωναν τόσο σύντομα.
Σε ένα δυο χρόνια ο Σάκης έφυγε, πήρε μεταγραφή για τη Θεσσαλονίκη. Εγώ προτίμησα το spleen του ιταλικού νότου. Ήξερα ότι θα με μπόλιαζε με συγγραφικό μελάνι για όλη μου τη ζωή.
Ξαναβρεθήκαμε μετά από πολλά χρόνια το 2004. Ήρθε στο σπίτι, γνώρισε τη Μάουρα, την τότε, τετράχρονη κόρη μου, φάγαμε κι ήπιαμε ένα κρασί.
Τον επόμενο Μάιο μου έστειλε το λεύκωμα που συνέγραψε μαζί μ’ ένα συνάδελφό του για το κάστρο του Πυθείου, κοντά στο Διδυμότειχο, όπου σαν αρχαιολόγος είχε αναλάβει εδώ και πολλά χρόνια την αναστήλωσή του. Δύο μήνες μετά, το Σάββατο 9 Ιουλίου 2005 γλίστρησε κι έπεσε από το κάστρο που τόσο αγάπησε. Υπέκυψε λίγες ώρες μετά.
Την Κυριακή στην Ορεστιάδα είναι το ετήσιο μνημόσυνο.

Labels: ,

Tuesday, July 04, 2006

Βιβλία που αξίζει να διαβάσετε Μέρος Β΄

Λογοτεχνία μέρος Β΄. Άγνωστα και λιγότερο άγνωστα βιβλία


Γιόζεφ Μπροντσκι, Υδατογράφημα, Καστανιώτης

Νομπελίστας ρώσος ποιητής. Έφυγε νέος 55; προδομένος από την καρδιά του. Όποιος αγαπά τη Βενετία πρέπει να διαβάσει κι αυτό το βιβλίο που αν και αποτελούμενο από μικρά πεζά κομμάτια ξεχειλίζει από ποίηση. Μαγευτικές εικόνες. Αγαπημένο μου. Κάθε τόσο το ξαναδιαβάζω. κυκλοφορεί κανονικά.


Μαξ Ζακόμπ Συμβουλές σ’ ένα νέο ποιητή, Καστανιώτης

Το έχω διαβάσει πολύ νέος και μου άρεσε πολύ. Δε φτάνει τον αξεπέραστο Ρίλκε αλλά έχει καλές στιγμές. Για νέους δημιουργούς. μάλλον κυκλοφορεί.


Γκ. Γκ. Μαρκές, Ανεμοσκορπίσματα, Λιβάνης

Αγαπημένο μου του Μαρκές μαζί με την Κακιά ώρα, τον Ναυαγό και το ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας.
Ο ήρωας, ο γιατρός του Μακόντο, έμεινε χαραγμένος στη μνήμη μου.
Σκληρό αυτό που λέω και ίσως πολύ τολμηρό, αλλά πιστεύω ότι ο Μαρκές έπρεπε να έχει σιγήσει συγγραφικά εδώ και 10 - 15χρόνια. Κυκλοφορεί.


Μπορίς Βιάν Ο αφρός των ημερών, γράμματα

Ο Βιάν είναι ένας κόσμος μόνος του. Έχω διαβάσει ό,τι έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά (μαζί με τα από πάρα πολύ καιρό εξαντλημένα Ο Ψυχοβγάλτης, Χατζηνικολή και Φθινόπωρο στο Πεκίνο, Εξάντας) 20 χρόνια πριν και γράφω ό,τι θυμάμαι.
Εραστής της ζωής, τρομπετίστας με μεγάλη αγάπη προς τον Ντιουκ Έλινγκτον, μηχανικός με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για κάτι που τώρα δε θυμάμαι, αδιόρθωτος ερωτύλος, συγγραφέας προβοκατόρικος με απαγορευμένα βιβλία όπως το Θα φτύσω στους τάφους σας (Νεφέλη) και ωραίες πικάντικες σκηνές στα βιβλία του, φίλος του Σαρτρ, άξιος συνεχιστής των σουρεαλιστών.
Είχε φύσημα στην καρδιά κι οι γιατροί του είχαν πει ή σταματάς την τρομπέτα ή πάς. Πήγε στα 39 του χωρίς ν’ αφήσει την τρομπέτα.
Το συγκεκριμένο είναι μάλλον το καλύτερο του Βιάν, must για μένα για οποιαδήποτε βιβλιοθήκη και ειδικά για τους νέους. Κυκλοφορεί.


Celine Επιλογή από το έργο του, Πρόσπερος

Απαράδεκτο να μην έχει μεταφραστεί ο Σελίν στα Ελληνικά εκτός από λίγα βιβλία του. Το πιο γνωστό Ταξίδι στα βάθη της νύχτας (Εστία) είναι πια εξαντλημένο και άλλα όπως το Mort a credit (Θάνατος επί πιστώσει) είχε αναγγελθεί τέλη δεκαετίας του 80 από τον Εξάντα αλλά ουδέποτε κυκλοφόρησε, μάλλον λόγω δυσκολίας στη μετάφραση. Το έχω διαβάσει στα ιταλικά κι είναι Σελίν 100%. Χολέρα ανακατεμένη με γραφή και λογοτεχνία. Ο γιατρός είναι δυνατός.
Οι εκδόσεις Γνώση είχαν κυκλοφορήσει το Από έναν πύργο ο άλλος το οποίο εμπορικά πρέπει να πήγε άπατο γιατί το έβλεπα στις προσφορές χρόνια ολόκληρα
Επίσης κυκλοφορεί το Μακελειό, γράμματα ένα μικρό βιβλιαράκι για τη φρίκη του πολέμου
Το συγκεκριμένο από τις εκδόσεις Πρόσπερος περιλαμβάνει αποσπάσματα από το ταξίδι στα βάθη της νύχτας, θάνατος με δόσεις (Mort a credit) και Συνέντευξη με τον καθηγητή Υ και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για το συγγραφέα. σχετικά σπάνιο, μάλλον μόνο παλαιοβιβλιοπωλεία.


Δημήτρης Δεληολάνης PUSHER Το βήμα της αλεπούς, Στοχαστής

Ναι είναι ο γνωστός ανταποκριτής από τη Ρώμη. το βιβλιαράκι (68 σελίδες) δεν είναι κακό, απαραίτητο για όποιον ψάχνει λογοτεχνία που διαδραματίζεται στην Ιταλία.
Πούσερ είναι το βαποράκι, αυτός που σπρώχνει πράγμα, κι η ιστορία έχει νεύρο, σασπένς και κοφτή γλώσσα. ο Δεληολάνης απέδειξε ότι είχε τα φόντα να μπει στη λογοτεχνία. άκουσα ότι όταν είχε κυκλοφορήσει είχε κάνει ντόρο. δεν θα δυσκολευτείτε να το βρείτε σε παλαιοβιβλιοπωλεία και στοκατζίδικα.

Labels: ,

Saturday, July 01, 2006

Βιβλία που αξίζει να διαβάσετε Μέρος Α΄

Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα στάθηκε ένα ποστ του φίλου Librofilo όπου απαριθμούσε βιβλία εκ της βιβλιοθήκης του λίγο πολύ άγνωστα.
Θα τον μιμηθώ γράφοντας μερικούς τίτλους αγαπημένων μου τόμων.

Ξεκινάμε με «καθαρά λογοτεχνικά» και θ’ ακολουθήσουν τα αστυνομικά και τα θρίλερ.

Γιενς Μπέρνεμπου Καρχαρίες (ιστορία ενός ναυαγίου) Μέδουσα 1987

Μυθιστόρημα ασυνήθιστης συγγραφικής δύναμης. Ναυτική περιπέτεια και ταξίδι προς την ανακάλυψη της κακίας που φωλιάζει μέσα στον άνθρωπο.
Νομίζω ότι επανεκδόθηκε και κυκλοφορεί κανονικά.

Γενς Μπιέρνεμπο Η στιγμή της ελευθερίας Άγρωστις 1992

Ημιαυτοβιογραφικό έργο με φοβερές σελίδες μεταξύ άλλων για το αλκοόλ και τη Νάπολη.
Ο Δ. Κούρτοβικ για όσους δεν το γνωρίζουν μετέφρασε και τα δύο βιβλία του σύγχρονου αυτού καταραμένου νορβηγού συγγραφέα κατευθείαν απ’ τα νορβηγικά.
Ωραίες εκδόσεις, πιθανότατα θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία.

Ζαν Μαρί Λε Κλεζιό Ο γηρευτής του χρυσού Χατζηνικολή 1985

Αγαπημένο μου βιβλίο, από τα πρώτα μου. Δεν ξέρω αν θα με ενθουσίαζε σήμερα. Θέλω να το ξαναδιαβάσω. Τα άλλα του, απογοήτευση.
Μάλλον κυκλοφορεί ακόμα κανονικά.

Χουάν Ζοζέ Σαέρ Ο έκθετος Χατζηνικολή, 1985 (μτφ Κλαίτη Σωτηριαδου Μπαράχας από τα ισπανικά)

Αργεντινός συγγραφέας. Τολμηρό, εξωτικό, υπαρξιακό. Στα βάθη της ζούγκλας ένας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με μια άγρια φυλή και τα πρωτόγονα ανθρώπινα ένστικτα.
Μάλλον είναι εξαντλημένο, δεν το έχω δει να κυκλοφορεί στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Η ράχη του είναι ζωγραφισμένη πράσινη, δεν έχει γράμματα δηλαδή.

Αντρέα Ντε Κάρλο Δύο από δύο Νεφέλη

Πέρασε και δεν ακούμπησε εδώ αυτό το έξοχο βιβλίο. Για χρόνια το έβλεπα σε προσφορά και σίγουρα θα το βρείτε εύκολα.
Μεγάλο μυθιστόρημα με λίγο κι από Ελλάδα. Τι μου έχει μείνει αρκετά χρόνια μετά:
Έχετε διαβάσει σε βιβλία αυτό που λέμε θα πάω να ζήσω στην εξοχή σαν ερημίτης, να είμαι αυτόνομος, να καλλιεργώ σαρζαβατικά κτλ; Εγώ συχνά, κι όταν ο συγγραφέας πάει να το περιγράψει είναι για γέλια, καταλαβαίνεις ότι το έγραφε άνετος στη ζεστούλα του σπιτιού του.
Εδώ όμως οι περιγραφές κάποιου που απομονώνεται σ’ ένα αγρόκτημα να περάσει το χειμώνα όπως κι ο κεντρικός ήρωας του Ντε Κάρλο φανερώνουν μεγάλο συγγραφέα.
Τα υπόλοιπα βιβλία του δεν με ενθουσίασαν τόσο όμως είναι τελείως διαφορετικά το ένα από το άλλο.



Μπερνάρντ Μάλαμουντ Ο βοηθός εκδόσεις ΑΣΕ Α.Ε. (Αγροτικές συνεταιριστικές εκδόσεις), Θεσσαλονίκη 1979

Το βρήκα στο Μικρό μοναστηράκι (Γραβιάς), τσάμπα 2 ευρώ, κι υπήρχαν άλλα τέσσερα τουλάχιστον, όμως ένα δυο μήνες μετά δεν υπήρχαν πια. Δύσκολο να βρεθεί. Αν το βρείτε πάρτε το με κλειστά μάτια.
Τα αγαπημένα θέματα του Μάλαμουντ. Η φτώχεια, η μιζέρια, η τσιγκουνιά των εβραίων, η αγάπη για το χρήμα, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, τα απραγματοποίητα όνειρα, ο θάνατος. Βραβευμένο μυθιστόρημα που βάζει τα γυαλιά σε πολλά σύγχρονα. Αξίζει να ξαναεκδοθεί. Το πρότεινα στον Καστανιώτη αλλά από κει και πέρα…

Μπερνάρντ Μάλαμουντ Ενοικιοστάσιο (The tenanats) Βίπερ 481

Η μετάφραση μάλλον δεν είναι άριστη, αλλά το βιβλίο με κέρδισε ολοκληρωτικά. Το πιθανότερο όμως να μην αρέσει σε όλο τον κόσμο γιατί αυτό που πραγματεύεται ο συγγραφέας είναι η μανία, το κόλλημα, η εμμονή ενός συγγραφέα να τελειώσει το βιβλίο του. Βρίσκομαι συχνά (μόνιμα) σ’ αυτή την κατάσταση κι αμέσως δέθηκα με τον ήρωα. Το γράφω και στη μαρκίζα μου. Ή γράφεις ή πεθαίνεις.
Για επίδοξους και όχι συγγραφείς λοιπόν.
Κυκλοφορεί πολύ σύγχρονη (δηλ. μετά 2003) κινηματογραφική μεταφορά σε DVD αρκετά πιστή στο βιβλίο που όμως αν δεν το έχεις διαβάσει δεν μπορείς να μπεις στο πνεύμα του συγγραφέα.
Κι αυτό αξίζει να ξαναβγεί.
Δεν πιστεύω να δυσκολευτείτε να το βρείτε στο μοναστηράκι ή σε οποιοδήποτε παλαιοβιβλιοπωλείο και να το πληρώσετε το πολύ 1 με 2 ευρώ.

Αυτά τα ολίγα... μέχρι στιγμής

Labels: ,