Thursday, June 29, 2006

Το ημερολόγιο της Μελίσσας

Έγραψα αυτό το κειμενάκι όταν το βιβλίο είχε πρωτοβγει και πουλούσε τρελά.
το έγραψα απλώς για την πλάκα μου και δεν επιχείρησα να το δημοσιεύσω πουθενά.
μοιάζει με κριτική αλλά η φαντασία μου μάλλον ξέφυγε, ή μήπως όχι;

Το ημερολόγιο της Μελίσσας ή
ένα απ’ τα πρώτα έργα της Τεχνητής Λογοτεχνίας


Ίσως είμαστε μπροστά σ’ ένα από τα πρώτα έργα της Τεχνητής Λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε όπως όλα τα άλλα, αλλά που γεννήθηκε όπως η Ντίσνεϊ δημιουργεί έναν καινούργιο ήρωα ή ο Τσακίρης βγάζει μια νέα γεύση τσιπς. Το βιβλίο σαν απόλυτα βιομηχανικό προϊόν. Όχι μόνο στην κατασκευή του, αλλά και στην δημιουργία του, την ιερή στιγμή της συγγραφής.
Νονός και εφευρέτης του συγκεκριμένου βιβλίου είναι ο Εγκέφαλος.
Ο Εγκέφαλος είναι εκείνος που οραματίστηκε το νέο προϊόν, αυτό που θα τραβήξει σαν μαγνήτης τα λεφτά απ’ τις τσέπες των καταναλωτών. Ο Εγκέφαλος μπορεί να είναι τέσσερα άτομα μπροστά από ένα τραπέζι κι από πάνω τους ένα μεγαλύτερο αφεντικό που έχει την ευθύνη της τελικής απόφασης. Ή αλλιώς, αυτός που θα χώσει τα λεφτά, αυτός που θα ρισκάρει.
Το σχέδιο του Εγκεφάλου είναι απλό και πολύπλοκο συνάμα. Θέλει να φτιάξει ένα βιβλίο που θα πουλήσει. Ένα βιβλίο που φτάνει τα 700.000 αντίτυπα στην Ιταλία επί 9,30 ευρώ το ένα κάνει τζίρο 6,5 εκατομμύρια ευρώ. Αν προσθέσουμε και τις υπόλοιπες 25 χώρες που έχει μεταφραστεί; Όλα οδηγούν στο σίγουρο. Τα λεφτά είναι πολλά.
Αλλά μόνο εύκολο δεν είναι να φτιάξεις τη μαγική συνταγή. Αλλιώς θα το έκαναν όλοι. Ο Εγκέφαλος σχεδίασε τα πάντα και δεν λυπήθηκε τα έξοδα. Έβαλε τα καλύτερα μυαλά για να του γράψουν το βιβλίο κι έπειτα έκανε την πιο πετυχημένη κίνηση: το διαφήμισε μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Ρίσκαρε και κέρδισε.
Ο Εγκέφαλος πρωτοτύπησε απ’ την αρχή του σχεδίου του. Απ’ το λεγόμενο target group. Μελετώντας όχι ποιους διαβάζουν βιβλία, αλλά τους υπόλοιπους, τους ασύγκριτα περισσότερους: Εκείνους που δεν διαβάζουν ποτέ και τίποτα, εκείνους που δεν πατούν ποτέ το πόδι τους στα βιβλιοπωλεία. Όλοι ξέρουν πως αυτοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι οι άντρες.
Αυτούς θέλει ο Εγκέφαλος. Και πρωτίστως θέλει να τους κάνει να μάθουν το προϊόν. Ένας τρόπος υπάρχει, η τηλεόραση. Κι έτσι επιστρατεύει, φαντάζομαι μ’ ένα αστρονομικό ποσό, έναν απ’ τους μεγαλύτερους παρουσιαστές της ιταλικής τηλεόρασης. Μπίνγκο. Σ’ ένα βράδυ η μισή Ιταλία έμαθε την ύπαρξη του βιβλίου.
Όμως τι θέμα, ποιο κείμενο μπορεί να συγκινήσει τον αντρικό πληθυσμό που δεν έχει διαβάσει ποτέ του τίποτα; Και ταυτόχρονα να μην αποθαρρύνει τις νέες γυναίκες που διαβάζουν λογοτεχνία; Εδώ ο Εγκέφαλος επιστράτευσε όλη του τη μαεστρία. Το βιβλίο είναι γραμμένο από δεξιοτέχνη του είδους και σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα ημερολόγιο μιας έφηβης κοπελίτσας.
Το θέμα του είναι καυτό. Δεν πρόκειται απλώς για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα μιας συνηθισμένης κοπέλας, αλλά για σεξουαλικές επιδόσεις μιας έφηβης που πλησιάζουν αυτά της Ιουλιέτας του Ντε Σαντ. Η Μελίσσα δεν λέει σε κανέναν όχι, ό,τι κι αν της ζητήσει, ακόμα κι όταν κουβαλάει μαζί του όλους τους συμπαίκτες του απ’ την ομάδα μπάσκετ. Η Μελίσσα υπάρχει για να ικανοποιεί και τις πιο ακραίες φαντασιώσεις των περισσοτέρων αντρών. Σαν να τους λέει, ναι, οι γκόμενες που αναφέρετε στα ανέκδοτά σας υπάρχουν κανονικά (έχω κι έναν φίλο μου, δεν πιστεύω να σε πειράζει;) Κι η Μελίσσα όχι μόνο υπάρχει, αλλά είναι και πολύ μικρή. Είναι ακόμα μαθήτρια.
Αλήθεια τι ηλικία να δώσουμε στη Μελίσσα Εγκέφαλε; Δεκαοχτώ; Όχι, αυτό θα τα χαλούσε όλα. Οι άντρες ξέρουν, πιστεύουν, υποστηρίζουν, νομίζουν, ότι όποια είναι δεκαοχτώ και κάνει αυτά τα πράγματα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία π… Καλύτερα μία καραπ…
Αν την κάνουμε δώδεκα, δεκατριών; Όχι βέβαια, εκεί θα πέσουμε στο βάραθρο που λέγεται παιδεραστία και θα μας σταυρώσουν στη στιγμή.
Όχι, θα την κάνουμε δεκαπέντε, δεκάξι κι έτσι θα βρίσκεται στη χαρισματική και λογοτεχνικά δοκιμασμένη ηλικία της Λολίτας. Όπου όλα συγχωρούνται. Οι Λολίτες, για τους άντρες, είναι μοιραίες γυναίκες, από αυτές όλα να τα περιμένεις.
Δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε πως ο Εγκέφαλος σκέφτηκε για άλλη μια φορά τέλεια.
Τις γυναίκες όμως Εγκέφαλε; Πώς θα τις κερδίσουμε;
Απλό. Υπάρχει η άλλη πλευρά του νομίσματος. Η Μελίσσα υποφέρει. Δέχεται όλους αυτούς τους εξευτελισμούς απλώς και μόνο επειδή αναζητά την αγάπη. Το μόνο που θέλει είναι να την αγαπήσουν, να της δώσουν μια αγκαλιά. Όπως όλες οι γυναίκες, παντού και πάντα. Όμως όλοι οι άντρες είναι γουρούνια και μας θέλουν μόνο για το σεξ. Δεν μας αγαπάνε, θέλουν μόνο το κορμί μας.
Αυτό είναι. Διανθίστε το και με λίγα σπαραξικάρδια ποιηματάκια κι η συνταγή έδεσε. Το βιβλίο μπορεί άνετα να χωριστεί σε γυναικεία και αντρικά κομμάτια, άψογα γραμμένα και δεμένα μεταξύ τους, το ξαναλέμε.
Και τι τίτλο να δώσουμε Εγκέφαλε;
Σίγουρα όχι Ημερολόγιο Εφηβείας. Δεν μας νοιάζει αν το μεταφράσουν έτσι στο εξωτερικό, τότε θα έχουμε πετύχει το σκοπό μας. Τότε θα μας διαφημίζουν ως το βιβλίο που προκάλεσε σάλο στην Ιταλία. Ας το βγάλουν και Πρασόρυζο με βρούβες.
Ποιος τίτλος θα τραβήξει το στόχο μας, τους άντρες;
Τα 100 χτυπήματα με τη βούρτσα πριν κοιμηθείς. Ναι, αυτός είναι ένας τίτλος για άντρες.
Τυχαία άραγε θυμίζει τις 120 μέρες στα Σόδομα; Ίσως και τις 11.000 Βέργες. Ναι, θα πουν οι άντρες αφού το δουν στην τηλεόραση, αυτό είναι ένα βιβλίο για μας. Ας το αγοράσουμε να δούμε τι κάνει αυτή η μικρή βρομιάρα. Όλες τους έτσι είναι τελικά. Βρέθηκε και μία να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Ίσως χρειάζονται και στ’ αλήθεια μερικές ξυλιές στο κώλο. Κι όχι μόνο αυτό. Το βιβλίο είναι καμουφλαρισμένο σαν λογοτεχνία. Θα μπορώ να το έχω στη βιβλιοθήκη μου, στο σαλόνι μου. Θα μπορώ να λέω στους άλλους και στις άλλες, κυρίως στις άλλες, ότι ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία. Ενώ τις τσόντες είμαι αναγκασμένος να τις κρύβω επιμελώς.
Μένει μια τελευταία λεπτομέρεια στον Εγκέφαλο. Σε ποια πόλη της Ιταλίας πρωταγωνιστεί η Μελίσσα; Το πιο φυσικό θα ήταν μια μεγάλη πόλη στο βορρά όπως το Μιλάνο ή το Τορίνο, άντε και λίγο πιο κάτω, στη Ρώμη. Εκεί οι ρυθμοί της ζωής είναι πιο εξαντλητικοί και δεν είναι περίεργο πολλοί γονείς να παραμελούν τα παιδιά τους κι αυτά να ξεφεύγουν προς το στραβό δρόμο ή προς ένα διαφορετικό δρόμο όπως στην περίπτωση της Μελίσσας.
Όμως ο Εγκέφαλος λέει όχι. Θα τοποθετήσουμε τη δράση στον αντίποδα. Σε όποια πιο συντηρητική περιοχή διαθέτουμε με οικογένειες «παλαιών αρχών». Στη Σικελία, στην Κατάνια. Αυτό μας συμφέρει. Αυτό θα ξεσηκώσει περισσότερο τον κόσμο. Όλοι θ’ αρχίσουν να αμφιβάλλουν αν η Μελίσσα υπάρχει πραγματικά και μερικοί θ’ αρχίσουν να φωνάζουν πως το βιβλίο της Μελίσσας δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα προϊόν του μάρκετινγκ.
Αυτό όμως θέλει κι ο Εγκέφαλος. Γιατί έχει και την τελευταία κίνηση ματ. Η Μελίσσα υπάρχει στ’ αλήθεια. Εμφανίζεται στην τηλεόραση. Μαζί της κι η μαμά της η οποία δηλώνει υπερήφανη για την κόρη της και για το βιβλίο που έγραψε. Κι η μικρή Μελίσσα δηλώνει ότι γράφει το επόμενο βιβλίο της. Είναι νίκη, η απόλυτη νίκη για τον Εγκέφαλο. Θέλατε αποδείξεις; Σας τις παρουσιάσαμε ολοζώντανες. Δεν σας μένει παρά να παραδεχτείτε ότι η Μελίσσα υπάρχει στην πραγματικότητα. Αν υποστηρίξετε το αντίθετο, ότι δηλαδή οι δύο γυναίκες είναι βαλτές, πληρωμένες, θα πέσετε στο βάλτο της συνωμοσιολογίας.
Ο Εγκέφαλος τα έχει σκεφτεί όλα. Ακόμα και τις αρνητικές κριτικές. Ίσως ο Εγκέφαλος έχει υπολογίσει ακόμα κι αυτά που έγραψα εγώ και διαβάζετε εσείς τώρα. Πάντως ο Εγκέφαλος θα χαμογελάει πάντα. Το βιβλίο-τέρας που έφτιαξε πουλάει. Η Τεχνητή Λογοτεχνία προ των πυλών;

Labels:

Tuesday, June 27, 2006

Κριτική Γιώργος Βέης

Η γυναίκα της στέπας

Γιώργος Βέης Με τις Μογγόλες, Μαρτυρίες, συνεκδοχές, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005, σελ. 242

Η στέπα. Απλώς υπάρχει. Τεράστια. Νομίζεις ότι κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να επιβιώσει μπροστά στην απεραντοσύνη της.
Έρημος Γκόμπι. Πρωτογενής μορφή γης. Ένας γίγαντας που κοιμάται. Απαλές, λιτές γραμμές, χάος. Όποιος δεν αντίκρισε έρημο στερείται εντυπώσεων για τη λέξη δέος. Αφιλόξενη; Ή απλώς: συνεχώς δική σου;
Στημένη σκηνή στη μέση της ερήμου. Απ’ έξω η αμμοθύελλα που τη δέρνει αλύπητα. Ολόγυρα οι αμμόλοφοι αλλάζουν μορφή, σχήμα, διάσταση. Η γεωγραφία του εδάφους που μεταβάλλεται διαρκώς ενώ εσύ κοιτάς την αμετάβλητη γεωγραφία ενός λευκού γυναικείου αμόλυντου προσώπου.
Είμαστε χαμένοι στην άλλη μεριά του πλανήτη, κάπου στην Ανατολή. Στα χέρια κρατάμε το βιβλίο του Γιώργου Βέη. Αρκεί.
Πίσω στη σκηνή: Κρυφές ματιές ανταλλάσσουν χάδια, σκληρό αλκοόλ κυλά στα στήθη, στη φωτιά ετοιμάζεται κρέας ως η μοναδική τροφή που δίνει δύναμη. Οι γυναίκες της Μογγολίας χαμογελούν και δε μιλούν. Πόσο όμως ν’ αντέξεις σιωπηλός; Έξω σκόνη. Άμμος. Αέρας που φυσάει μ’ ένα πρωτόγνωρο μένος. Καταρρακτώδης βροχή. Οι διαθέσεις του καιρού, αλλάζουν συνεχώς δοκιμάζοντας τις αντοχές των ψυχών. Όμως η στέπα δεν καταβάλει τη γυναίκα της Μογγολίας. Είναι προσαρμοστική και ζει τη στιγμή. Είναι διορατική, εύθυμη και αντιστέκεται καθώς αρκείται στα λίγα χαμογελώντας.
Άραγε όσοι ανήκουν στο λαό της στέπας είναι έξω απ’ όλα, κουκίδες στο τίποτα ή είναι μέσα στον κόσμο, μέσα στη φύση πιο πολύ από κάθε άλλον;
Ο συγγραφέας Γιώργος Βέης είναι ο ταξιδευτής. Περιπλανιέται στην Ανατολή με μόνο του εφόδιο τη διψασμένη ματιά του ποιητή. Ο συγγραφέας των κειμένων, των λέξεων, μας σπρώχνει στη φύση, στο αρχέγονο συναίσθημα του είναι. Να ονειρευτούμε την έρημο, τη στέπα, ξανά από την αρχή. Να ξαναπροσεγγίσουμε την έννοια του τοπίου, της αισθητικής.
Η ψυχή όμως του ταξιδευτή ξεφεύγει μακρύτερα. Ζει πέρα από τα όρια του χρόνου και τόπου, έχοντας μια ολόδική της διάσταση. Αναζητά με θέρμη και αγωνία την αιτία που ερωτευόμαστε ταξιδεύοντας. Ποιος είναι αυτός ο κρυφός μηχανισμός που ενεργοποιείται στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και ανυψώνει μια απλή ματιά, μια καθημερινή κίνηση τόσο ώστε να ριζώνει βαθιά μέσα μας και να μας συνοδεύει μια ζωή;
Αναρωτιέται ο συγγραφέας που ταξιδεύει: Τι είναι πιο εύκολο να μάθουμε, τα μυστικά μιας γυναίκας ή μιας χώρας;
Κι ένα γράμμα που μήνες μετά διασχίζει τον κόσμο φτάνοντας στο δικό μας μακρινό σύμπαν τι λειτουργία μπορεί να έχει; Αφύπνισης; Επιβεβαίωσης; Ονείρου; Ή απλής μελαγχολικής θύμησης μιας κοπέλας που την έλεγαν Ογιούν;
Τρίτο βιβλίο του Γιώργου Βέη για τα βάθη της ανατολής μετά από τα «Ασία, Ασία» και «Στην απαγορευμένη πόλη». Εδώ υπάρχει μια σειρά από κείμενα για το λαό της Μογγολίας. Οι γυναίκες της χώρας κλέβουν τον τίτλο και μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του συγγραφέα. Από το Ουλάν Μπατόρ και το Πεκίνο στις μοναδικές ατελείωτες εκτάσεις της στέπας όπου ζει ένας περήφανος λαός τόσο μυστηριώδης όσο και ανεξερεύνητος στη Δύση.
Ο συγγραφέας σεβάστηκε την ηρεμία της ερήμου, μιμήθηκε τη σοφία των απλών κοριτσιών της Μογγολίας δίνοντας ένα κείμενο που υπαγορεύεται σε κάθε του μορφή από τη λαχτάρα της ποίησης: άλλοτε πατώντας σταθερά στη γη υπακούοντας σε άτεγκτους κανόνες κι άλλοτε πετώντας ψηλά, ελεύθερα, όπως ένα μοναχικό γεράκι στην ατέλειωτη στέπα.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή, 14-8-2005

Labels: ,

Friday, June 23, 2006

ΦΙΑΤ 1970 (Σύντομη ιστορία)

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός τεύχος; 7-9/2004.
Ο Γιώργος Χρονάς ήταν από τους πρώτους που δημοσίευσε δουλειά μου και τον ευχαριστώ δημόσια γι' αυτό.




ΦΙΑΤ 1970




Οδηγώ νευρικά σ’ ένα στενό επαρχιακό δρόμο, απ’ τους αμέτρητους που έχει η Ελλάδα. Είναι αργά το απόγευμα και νιώθω το χρόνο να με πιέζει. Διασχίζω ατέλειωτες εκτάσεις με ελιές. Επιταχύνω ολοένα πιέζοντας λίγο περισσότερο το πεντάλ του γκαζιού και στις κλειστές στροφές ακούω τα λάστιχα να στριγκλίζουν ελαφρά. Δίνομαι όλο και περισσότερο στην οδήγηση. Μ’ έχει κυριεύσει μια αδικαιολόγητη ένταση. Προσπαθώ να ηρεμήσω. Απ’ τα ανοιχτά παράθυρα ακούγεται ο συνεχής ήχος των τζιτζικιών. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίζεται από απέναντι ένα ολοκόκκινο αμάξι. Το επόμενο δευτερόλεπτο περνάει απ’ αριστερά μου σα σίφουνας. Το μόνο που προλαβαίνω να δω φευγαλέα, είναι μια ξανθιά κοπέλα καθισμένη στη θέση του συνοδηγού να γελά κι ο αέρας να της παρασύρει τα μαλλιά. Άλλη μια ιστορία, άλλη μια ζωή που η μοίρα μας φέρνει τόσο κοντά για ελάχιστο χρόνο κι έπειτα μας απομακρύνει και πάλι, γυρίζοντάς μας στη λήθη και στην ανωνυμία.
Η προηγούμενη ένταση έχει εξαφανιστεί, νιώθω τώρα την οδήγηση να με μαγεύει και πιάνω τον εαυτό μου να οδηγεί με άνεση, δίχως περιττές κι απότομες κινήσεις. Την ηρεμία μου διαλύει μια έντονη εικόνα που πλημμυρίζει ξαφνικά το μυαλό μου. Είναι ένα κοινό άσπρο Φίατ μοντέλο του 1970. Είναι το αυτοκίνητο που σε ελάχιστα λεπτά θα περάσει δίπλα μου, απ’ το αντίθετο ρεύμα. Διακρίνω με κάθε λεπτομέρεια τους επιβαίνοντες. Είναι ένα ταπεινό ζευγάρι ηλικιωμένων. Ο γέρος φορά γυαλιά, η γυναίκα του μαντήλι στο κεφάλι. Είναι άνθρωποι του χωριού, έχουν φάει τη ζωή τους στα χωράφια. Τα μάτια τους είναι εντελώς ανέκφραστα. Κουβαλούν μαζί τους το δράμα του νεκρού παιδιού τους.
Η αρρώστια το έφαγε. Το γονάτισε. Το παιδί μας. Ο Παναγιώτης μας. Ο λεβέντης μας. Δυο μέτρα παλικάρι... τώρα θα ’χε παντρευτεί… Έχουμε τη μικρή αλλά…
Ο γεράκος αγόρασε τον Απρίλιο του 1970 το Φίατ καινούργιο. Θυμάται σα να ήταν χθες τη χαρά του παιδιού του όταν το έβαλε στην αυλή τους.
Το περικυκλώσαμε και το κοιτούσαμε με θαυμασμό, έπειτα μπήκαμε όλοι μέσα και πήγαμε μια μεγάλη βόλτα…
Το Φιατάκι γερνάει μαζί τους. Τους έχει αφήσει άπειρες φορές. Και τι δεν έχει πάθει. Είναι η τρίτη μηχανή που έχουν βάλει. Οι άλλες δύο κόλλησαν. Μα και τα ηλεκτρικά του δεν είναι καλύτερα. Οι μπαταρίες να χάνουν, ν’ αδειάζουν, τα παγωμένα πρωινά να μη παίρνει με τίποτα. Αυτά θυμάται ο γεράκος, μα το αγαπά όπως είναι. Δεν θέλει να τ’ αλλάξει αλλά ούτε και το προσέχει όπως πρώτα. Δε φροντίζει τις σκουριές, δεν τον ενοχλούν, δεν τις κοιτά καν. Όμως θυμάται όταν είχαν αλλάξει τις πόρτες…
Ζούσε ο Παναγιώτης μου, εκείνος το πήγε…το πρόσεξε…κούκλα το είχε...
Για το γέρο πολλά έχουν αλλάξει, ακόμα κι ο δρόμος του χωριού του, ο χιλιοπερασμένος του φαίνεται δύσκολος, εχθρικός. Ο ίδιος δρόμος που νέος τον πέρναγε καβάλα στο μοτοσακό του.
Τώρα…
Αντί να προσέχει, αφαιρείται. Δεν τον πολυνοιάζει πια.
Τι άλλο να πάθουμε;
Σκύβει πάνω απ’ το τιμόνι. Τ’ αδύναμα ροζιασμένα του χέρια σφίγγουν το σκληρό πλαστικό χωρίς νεύρο, σχεδόν με φόβο. Τα γυαλιά του κυλούν στη μύτη του, ιδρώνει και νιώθει τα μάτια του πολύ κουρασμένα. Παίρνει τις στροφές με κόπο, πατάει κάθε φορά φρένο, άλλοτε τρέχει υπερβολικά, άλλοτε σέρνεται. Συχνά του κολλάνε από πίσω διάφοροι. Σπάνια τους αντιλαμβάνεται, (ακόμα και το φευγαλέο κοίταγμα του καθρέφτη έχει γίνει πια κουραστικό.) Του ανάβουν τα μεγάλα, του κορνάρουν κι όταν τον προσπερνούν τον βρίζουν ή κουνούν ειρωνικά το κεφάλι. Σχεδόν ποτέ δεν αντιδρά, παρά σφίγγει πιο δυνατά το τιμόνι κι ακούει τα φθαρμένα αμορτισέρ να κλαίνε… Μαζί με τη γυναίκα του. Αυτήν που έκανε το κλάμα καθημερινή δουλειά. Της ερχόταν παντού: στο σπίτι, στην αυλή, στην αγορά, στο φούρνο, στο κοιμητήριο. Χρόνια τώρα, δεν περνούσε μέρα που να μην τρέξουν τα μάτια της. Όταν την έβλεπε να κλείνεται στη κάμαρή τους, ήξερε. Όταν έμενε ώρες στο μπάνιο, ήξερε. Στρέφεται και την κοιτάζει· εκείνη του ανταποδίδει το βλέμμα. Δεν μιλάνε κι εκείνος γυρίζει τη ματιά του στο δρόμο. Εκείνη στριφογυρίζει στο στενό κάθισμα. Κρατιέται απ’ τη χειρολαβή πάνω απ’ το παράθυρό της. Αυτή που ’χε κοπεί χρόνια πριν…
Θα σου βάλω εγώ μάνα μια καινούργια, να πιάνεσαι, να σε πηγαίνω και καμιά βόλτα άμα πάρω το δίπλωμα, θα δεις…
Κι έβαλε. Κι εκείνη κρατιόταν. Και πήγαν βόλτες. Πολλές. Αλλά όχι αρκετές.
Γιατί να φύγεις παιδί μου;
Μέσα στο βουητό της μηχανής δεν καταλαβαίνει ότι τους προσπερνά ταχύτατα ένα ταξί. Τρομάζει.
Πώς τρέχουν έτσι;…
Το ταξί έχει εξαφανιστεί. Ο δρόμος είναι και πάλι έρημος. Κλείνει τα μάτια.
Ό,τι μπορούσαμε κάναμε… Ό,τι οικονομίες είχαμε… και πού δε πήγαμε… Αθήνα… Λονδίνο… Δεν γινόταν τίποτα… Ο Παναγιώτης μας…
Γυρίζει δεξιά και χαζεύει τους κάμπους βαθιά κάτω, τα ατέλειωτα χρυσά χωράφια, τη ζέστη που μαζεύεται από πάνω τους, τα φτωχά κτίσματα, το κόσμο τους ολόκληρο, το κόσμο που δεν θέλει πια, που της φαίνεται μικρός, λειψός, άχρηστος. Αναστενάζει βαθιά και προσπαθεί να κρύψει τη ματιά της αλλού… κοιτάει πίσω, κοιτάει το πίσω κάθισμα. Οι σούστες έχουν χαλάσει εντελώς, όποιος πάει να κάτσει βουλιάζει τελείως, σχεδόν δε φτάνει να δει έξω. Εκείνη δεν το προσέχει, για εκείνη το πίσω κάθισμα είναι άδειο, τόσο άδειο. Υπάρχει μόνο μία πλαστική σακούλα με ψώνια πίσω αριστερά. Εκεί που καθόταν η μικρή…
Δεν έχουμε κάνει παιδιά μαμά. Ναι, ακόμα. Μη με πιέζεις. Δεν καταλαβαίνεις…
Την έφαγε η πρωτεύουσα κι αυτή… οι δουλειές… Τι δουλειές είναι αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ;
Δεν έχουμε χρόνο μαμά… δεν έχουμε χρόνο… δεν καταλαβαίνεις…
Ανηφόρα και το Φιατάκι ζορίζεται, μουγκρίζει, ακολουθεί όμως το δρόμο.
Έρχομαι από απέναντι, σε ελάχιστο θα διασταυρωθούμε. Βλέπω καθαρά το γεράκο πίσω απ’ το τιμόνι. Ταυτόχρονα νιώθω τα μάτια της γυναίκας του να καρφώνονται πάνω μου με μια απίστευτη δύναμη. Νιώθω τους χτύπους της καρδιάς της να πολλαπλασιάζονται, νιώθω το στήθος της να σφίγγεται…
Παναγιώτη… πόσο μοιάζει Θεέ μου.. πόσο μοιάζει …
Τώρα πια αυτό το Φίατ του 1970 δεν είναι παρά ένα λευκό σημαδάκι στο καθρεφτάκι μου. Εκείνοι κοντεύουν για το σπίτι τους κι εγώ νιώθω την επόμενη ιστορία κρυμμένη μέσα σ’ ένα αμάξι που έρχεται. Δεν θ’ αργήσω να το συναντήσω…


F I N

Labels:

Αστυνομικό δελτίο 6 Άλεξ και χρηματαποστολές

Άλεξ

σιχαίνομαι τα κανάλια που βομβαρδίζουν με τίτλους: "ραγδαίες εξελίξεις, αποκαλύψεις κτλ" και τίποτα καινούργιο δεν έχει συμβεί, αν εξαιρέσεις μαι ανώνυμη εππιστολή που έστειλε ένας χριστιανός και υποστηρίζει κι αυτός τα λογικά. δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω πολύ ειδήσεις όμως νομίζω πως τα κανάλια, αφού έχασαν το μονωπόλιο να λένε αυτοί τις ηλιθιότητές τους (πρωταθλητής ο Τσαρούχας), την αγνόησαν πολύ γρήγορα.
υπομονή για τη μνήμη αυτού του παιδιού.
προς το φίλο μου τον Καμπουράκη που λέει ότι υπερασπίζεται τη μνήμη του παιδιού και των συναδέλφων του (τον οποίο συμπαθώ γιατί κατα βάθος είναι καλή ψυχή κι έτσι δεν μπορεί να παίξει καλά το γλοιώδες παιχνίδι των δημοσιογράφων)

εικόνα στο πρωινό Μέγκα χωρισμένη στα τέσσερα.
Πάνω παράθυρα οι παρουσιαστές, κάτω αριστερά φωτογραφία του Άλεξ, κάτω δεξιά ο εκσκαφέας να σκάβει συνεχώς. (σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής)
Τι άλλο να κάνετε για να προσβάλετε τη μνήμη αυτού του παιδιού απ' το να μας υπογραμμίζετε ότι είναι χώμα πια και τον ψάχνει να τον ξεθάψει ένας εκσκαφέας;
Εκεί είναι ο Άλεξ, χώμα πια... (Το καταλάβαμε κύριοι...)

Χρηματαποστολές

Θέλω ποσοστό από τα κέρδη!
όλες οι ληστείες γίνονται εκεί οπου διαδραματίστηκε η δική μου στο Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού, στο Κολωνό όρια Βοτανικού
Λές να με διαβάζουν οι ληστές;
Προχτεσινή ληστεία: Με 3 εκατομμύρια ευρώ στην καμπίνα πήγανε να βάλουνε βενζίνη οι φραπόφύλακες! τι σύμπωση. εκεί ήταν και τα καλόπαιδα με τα όπλα. είπανε:
Λες να χει λεφτά ρε μπάμπη το θωρακισμένο; είπε ο Αντριάν
Βέβαια απάντησε ο μπάμπης.
δε το χτυπάμε τότε;
Αμέ

κι έτσι κλάπησαν τα λεφτά. Άτυχη στιγμή μωρέ είπανε κι οι φρουροί κια ρνήθηκαν τα πάντα


κι αφού τα λεφτά είναι ασφαλισμένα κανείς δεν πολυασχολείται πόσο μάλλον η αστυνομία.

Ελλάδα: παράδεισος για μερικά επαγγέλματα...

Wednesday, June 14, 2006

Ήθελες να είσαι ελεύθερος

Δεν υπάρχει κάτι που θα με φυλακίσει. Τίποτε και ποτέ. Έτσι έλεγες, το θυμάμαι.
Δεν υπάρχει κάτι που θα σκλαβώσει την ψυχή μου, που θα με κάνει να παραδοθώ. Έτσι έλεγες, το θυμάμαι.
Όμως τα λόγια είναι για τους ανθρώπους. Και τα όνειρα για τις ψυχές τους.
Θυμάσαι την στιγμή;
Το πρώτο που ξεχώρισε ήταν το τρίγωνο. Το τρίγωνο μπροστά.
Το τρίγωνο του διαβόλου. Το αιώνιο τρίγωνο.
Από εκεί που ξεκινούν όλα.
Κι έπειτα ήταν χρώμα. Πορφυρό της ζωντάνιας, φρέσκο αίμα που κύλησε κι έγινε θυσία, όνειρο κι επιθυμία μαζί. Αγκάλιαζε τη ματιά σου, αιχμαλώτιζε το μυαλό σου.
Έστριψε κι η γραμμή της έσκισε τον ορίζοντα όπως οι γραμμές της ζωής κυλούν μ’ ιλιγγιώδη ταχύτητα στον αδυσώπητο χρόνο.
Σε άφησε να την πλησιάσεις. Ήταν αργά πια να σε τραβήξω, ήσουν δικός της. Μπορούσα μόνο να κοιτάω. Εσένα κι εκείνη. Δεμένους άρρηκτα πια.
Θέλησες να της μιλήσεις, άνοιξες τα χείλη μα δε βγήκε μιλιά. Μόνο ένας ψίθυρος. Έκλεισες τα μάτια κι άπλωσες το χέρι. Με δάχτυλα που έτρεμαν τη χάιδεψες ώρα πολλή. Πέρασες πάνω απ’ τις καμπύλες, τις πινελιές των φώτων, τις εξάρσεις των καθρεφτών κι έφτασες στο σήμα. Σχεδόν μπορούσα ν’ ακούσω τους χτύπους της καρδιάς σου καθώς το χέρι σου κατέβαινε και χάιδευε λάγνα τις ασημένιες γραμμές του τριγώνου.
Ήξερα πως δεν θα μείνεις εκεί. Το είχα δει στα μάτια σου. Απλώς ήλπιζα να φοβηθείς και να φύγεις. Όμως σε μια στιγμή ήσουν μέσα της. Κυκλωμένος και κρυμμένος από εκείνη. Χωμένος στην αγκαλιά της. Το επόμενο λεπτό φεύγατε. Μου έμενε μόνο να σε φαντάζομαι.
Άγριο πέταγμα στους βρεγμένους δρόμους, μουγκρητό δύναμης, οργασμός συναισθημάτων, απελπισμένες φωνές της λογικής που χάνει το παιχνίδι. Δίνεις μια μάχη, κι έχεις επιστρατεύσει ό,τι όπλο έκρυβες τόσα χρόνια μέσα σου.
Δεν θα με φυλακίσει τίποτα, έλεγες. Το θυμάσαι και τα χέρια σου τη πιάνουν σταθερά, τα πόδια σου πατούν με δύναμη, τα μάτια σου τρέχουν παντού. Νιώθεις την ηδονή, πλημμυρίζεις από χρώματα και μελωδίες όμως δεν έχεις κερδίσει ακόμα. Η μάχη συνεχίζεται και γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Το χαμόγελο σου σπάει κι η ηδονή γίνεται μαρτύριο.
Παραδίνεσαι ή συνεχίζεις; Νιώθεις το σώμα σου βαρύ, τα αντανακλαστικά σου αργά, τα βλέφαρά σου να κλείνουν. Όσο κι αν προσπαθείς να αντιδράσεις εκείνη σε μαγεύει, σε ξελογιάζει. Σ’ το είχα πει.
Μπορείς πάντα να παραδοθείς, ξέρεις. Τα λόγια είναι για τους ανθρώπους.
Στριγκλιτό καμένου λάστιχου, λάσπη, δονήσεις, τριβή, ταχύτητα, ζάλη, δύναμη, ιδρώτας. Δύο αναπνοές. Η δική σου κι η δική της. Συγχρονίζονται κι αυξάνουν μαζί. Συντονίζεσαι μαζί της προς την κορύφωση, ξεπερνώντας τον εαυτό σου. Η φυγή, η υπέρτατη άνοιξη είναι μπροστά σου. Το φράγμα σπάει ξαφνικά, σε μία μόνο στιγμή.
Όλα τώρα είναι πιο ήρεμα. Εκείνη σ’ αγκαλιάζει με το μαλακό της δέρμα. Είναι μαζί σου. Είναι κομμάτι σου πια. Είναι εκείνη που έχει παραδοθεί.
Θυμάσαι τι έλεγες; Ήθελες να είσαι ελεύθερος.
Το κατάφερες.



Αυτή η σύντομη ιστοριούλα γράφτηκε πριν από 3-4 χρόνια ένα μεσημέρι για χάρη μιας καινούργιας Alfa Romeo που θα λανσάρετο στην ελληνική αγορά.
την πέρασα κατευθείαν χωρίς να την ξανακοιτάξω.
αφιερώνεται στους λάτρεις των αυτοκινήτων και όχι μόνο.

Labels:

Saturday, June 10, 2006

Προσωπικό 1

Ώρα να βυθιστώ στη συνέχεια της συγγραφής του επόμενου μου βιβλίου.
Ζητώ συγνώμη που ίσως να μην απαντήσω σε ποστ, που θα παραμελήσω τις κριτικές μου, συγνώμη από τους φίλους- φίλες συγγραφείς που θα αναβάλω το διάβασμα των δικών τους βιβλίων, αλλά όπως γράφω και στην μαρκίζα, πρώτο όνομα και πρώτη ανάγκη είναι η συγγραφή.
(έτσι τα λέω μπας και πάρω μπρος)

Labels:

Friday, June 09, 2006

Κριτική Μπουκόφσκι

Τσαρλς Μπουκόφσκι Η λάμψη της αστραπής πίσω απ’ το βουνό, ποιήματα, εκδόσεις Ηλέκτρα
Τσαρλς Μπουκόφσκι Βρώμικος κόσμος, διηγήματα, εκδόσεις Απόπειρα


Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν ήταν ένας γερογκρινιάρης που έγραφε για γκόμενες, πηδήματα και μεθύσια. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Για να το καταλάβουν οι λιγότερο εύπιστοι αρκεί να σκεφτούν πόσοι προσπάθησαν να τον μιμηθούν ή έγραψαν γύρω από τα ίδια θέματα, και πόσοι από αυτούς έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας. Κανένας ή ελάχιστοι.
Ο Μπουκόφσκι για τους γνώστες και τους θαυμαστές του είναι πρώτ’ απ’ όλα ποιητής (όπως θεωρούσε κι ο ίδιος τον εαυτό του) με την ίδια βαρύτητα της λέξης και με την ίδια αξία στην ψυχή, όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Η παρουσία του στην ελληνική εκδοτική αγορά εμπλουτίστηκε πρόσφατα με το βιβλίο Η λάμψη της αστραπής πίσω απ’ το βουνό από τις εκδόσεις Ηλέκτρα που περιλαμβάνει ανέκδοτα ποιήματα που ο δημιουργός θέλησε να δημοσιευτούν μετά το θάνατό του, ενώ τα περισσότερα πεζά του κυκλοφορούν εδώ και χρόνια κυρίως από τις εκδόσεις Απόπειρα. Το 2005 κυκλοφόρησε μια ανατύπωση του Βρώμικου κόσμου, απ’ τις πιο αντιπροσωπευτικές συλλογές διηγημάτων του Χανκ. (Ένα όνομα που αρεσκόταν να δίνει στους ήρωές του, «ζωγραφίζοντας» τον εαυτό του).
Ο αμερικανός με γερμανοπολωνικές ρίζες που μεγάλωσε στο Λος Άντζελες δεν γράφει σκληρά, απλώς δεν χαρίζεται πουθενά και σε κανέναν. Αγαπώντας τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων πετάει τον κόσμο, τη ζωή, την καθημερινότητα στο χαρτί χωρίς φτιασιδώματα και ευπρέπειες. Κάθε ποίημα είναι και μια κραυγή, κάθε ιστορία κι ένα περιστατικό της ζωής που μπορεί να αναπηδάει απ’ το σαρκασμό στο σεξ, από τη μέθη και τις παραισθήσεις στην αδυσώπητη μοίρα που σφίγγει κάθε δευτερόλεπτο κι έναν από τους διπλανούς του, έναν από μας.

Δημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος του μηνιαίου περιοδικού Think Positive που μοιράζεται δωρεάν.

Labels: ,

Thursday, June 08, 2006

Αστυνομικό δελτίο 5 Άλεξ και Νικολούλη

Υπόθεση Άλεξ. Αδιέξοδο. Οι έρευνες φαίνονται να ξαναγυρίζουν στην αρχή.
Αναμονή, εκνευρισμός στις αρχές. Οι δημοσιογράφοι εκεί, να αναμασάνε τα ίδια και τα ίδια. Όλων των ειδών: σοβαροί και γελοίοι, έξυπνοι και ηλίθιοι, χρήσιμοι και παντελώς άχρηστοι.

Τώρα όλοι συμφωνούν (εκτός της μητέρας που ελπίζει κι είναι φυσικό, και μακάρι να γίνει ένα θαύμα και το παιδί να ζει) ότι τα παιδιά έχουν παίξει σημαντικό ρόλο κι ότι ο Άλεξ είναι στη Βέροια, ποτέ δεν έφυγε από κει, κι είναι νεκρός, θαμμένος κάπου.
Όμως δεν εντοπίζεται.
(παρένθεση: ερασιτεχνική η έρευνα της αστυνομίας για το πτώμα.
Κανονικά ο χώρος αποκλείεται σε μεγαλύτερη ακτίνα, σκάβονται και θεμέλια αν χρειαστεί. Και σκάβουν με μικρότερα μηχανήματα. Η σωρός δεν είναι αυτοκίνητο ώστε να χρειάζεται να σκάβει ολόκληρος εκσκαφέας. Ούτε θάβεται πτώμα σε βάθος μεγαλύτερο του 1,5 μέτρου.
Αυτοκίνητο που θεωρείται ύποπτο για τη μεταφορά κάποιου πτώματος. Λύνεται ολόκληρο το εσωτερικό και καταγράφονται τα πάντα. Ίνες υφάσματος οδήγησαν στη σύλληψη σίριαλ κίλερ στην Αμερική –υπόθεση μαύρων παιδιών στην Ατλάντα, Ουίλσον- τη δεκαετία του 80. Αυτά βέβαια προϋποθέτουν οργάνωση και κονδύλια που ας μη γελιόμαστε η ελληνική αστυνομία δεν έχει. Όμως όπως θα δούμε παρακάτω δεν έχει ούτε όρεξη να λύνει τις υποθέσεις).

Ας πάμε στη Βέροια. Όλοι τώρα θυμούνται κάτι, υπάρχουν μαρτυρίες.
Η θεωρία: Τα παιδιά κυνήγησαν τον Άλεξ, τσακώθηκαν, τον πείραζαν από παλιά, πλακώνονταν στο ξύλο, τον ζήλευαν (όλα λογικότατα, αναμενόμενα, αληθινά για μένα). (αυτό που πλακωνόμασταν στο ξύλο στο σχολείο τώρα το λένε ανήλικη βία μέσα στα σχολεία και όταν κάναμε ντου για σφαλιάρες σε κάποιον τώρα το λένε οργανωμένη δράση αδίστακτων συμμοριών)
Ο Άλεξ πέφτει και χτυπάει. Μένει στον τόπο ή είναι πολύ βαριά χτυπημένος. (πολύ δύσκολο, αλλά πιθανό).
Η θεωρία μπάζει από δω και πέρα. Τα παιδιά δεν πανικοβάλλονται, δεν φεύγουν.
Το πιο λογικό: Όταν τον βλέπουν να αιμορραγεί ή έστω να μη συνέρχεται τα περισσότερα παιδιά ή εκείνα που δεν πήραν άμεσα μέρος στον καβγά θα ’πρεπε να την κάνουν για το σπίτι τους για να αποποιηθούν όποια ευθύνη. Θα έλεγαν (αν κάποιο είχε βάλει τρικλοποδιά στον Άλεξ) «εσύ του έβαλες τρικλοποδιά, εσύ φταις, εγώ πάω σπίτι».
Όλα τα παιδιά όμως μένουν εκεί. Ψύχραιμα. Ενώ μπορούσαν να τον αφήσουν εκεί και να έφευγαν.
Κι αποφασίζουν –στη στιγμή- να μεταφέρουν τον Άλεξ.
Μέχρι το σημείο όπου υποτίθεται τον έκρυψαν μεσολαβούν τουλάχιστον είκοσι σκαλιά. Ο Άλεξ είναι ένα παιδί ένα εβδομήντα, δηλ έχει τη σωματική διάπλαση ενός ενήλικα. Δεν μπορούν να τον σηκώσουν εύκολα, δεν μπορούν να τον μεταφέρουν καθόλου εύκολα. Υποτίθεται ότι χιονίζει, υπάρχει γλίτσα, το έδαφος γλιστράει. Παίρνουν λέει καροτσάκι σούπερμάρκετ. Και τα σκαλιά;
Όλη αυτή την ώρα κανείς δεν είδε τίποτα σ’ ένα πολυσύχναστο σημείο της πόλης.
Έστω τον πάνε στο εγκαταλελειμμένο σπίτι. Τον αφήνουν εκεί. Γυρίζουν σπίτι.
Δεν ξέρω ποιος περίμενε αυτά τα παιδιά στο σπίτι τους. Είναι παιδιά που ζουν με γιαγιάδες, παπούδες, με έναν μόνο γονέα.
Κανένα παιδί δεν μιλάει.
Δεν δέχομαι με τίποτα ότι τα παιδιά δεν μίλησαν με ενήλικο. Τα παιδιά έπρεπε να τρέμουν. Αν κάποιος τα κοίταξε, τους μίλησε, αν ασχολήθηκε κάποιος μαζί τους θα το καταλάβαινε ότι κάτι συνέβη.
Την άλλη μέρα πάνε στο σπίτι, βλέπουν ότι ο Άλεξ είναι νεκρός και τον θάβουν εκεί.
Το να θάψεις ένα πτώμα μόνο εύκολο δεν είναι. Ο λάκκος πρέπει να ναι πολύ μεγάλος. Το βάθος το ίδιο. Εξαρτάται από το πόσο σκληρό είναι το χώμα. Όπου και να τον έθαψαν στο σπίτι το χώμα θα ’ταν πατημένο άρα πολύ σκληρό. Με τι εργαλεία τον έθαψαν; Τα υπέδειξαν; Τα βρήκαν οι αστυνομικοί;
Απίθανο.
Μόνο ενήλικας θα τα κατάφερνε. Ή θα ξεφορτώνονταν το πτώμα.
Γιατί τότε δεν τον βρίσκει η αστυνομία;
Πόσοι είναι οι ενήλικες που μπορούν να απευθύνθηκαν τα παιδιά;
Κανείς δεν είδε πάλι τίποτα; Να μπαίνουν στο σπίτι στο κέντρο της πόλης;

Όλη η θεωρία μπάζει.

Ευθύνες της αστυνομίας
Κοιτώντας την υπόθεση τέσσερις μήνες μετά ένα είναι το σίγουρο: Η αστυνομία υποτίμησε ή ΔΕΝ ΕΔΩΣΕ ΣΗΜΑΣΙΑ από την αρχή στην υπόθεση. Έχασε πολύτιμο χρόνο. Δεν ξέρω πόσοι ασχολήθηκαν και τι έκαναν. Αν αληθεύει η ιστορία των παιδιών έπρεπε να καθαρίσουν την υπόθεση σε μια εβδομάδα.

Καλύφθηκαν και τεμπέλιασαν υποστηρίζοντας τη θεωρία απαγωγής ή για όργανα ή για οτιδήποτε άλλο κτλ. Δηλαδή «ο Άλεξ έφυγε μακριά από τη Βέροια άρα δεν ασχολούμαστε εμείς. Βάλε το φάκελο στα ανεξιχνίαστα κι έλα να πιούμε καφέ».

Κι εδώ θεωρώ χρήσιμη την Νικολούλη, όσο κι αν είμαι εναντίον των δημοσιογράφων και της τηλεόρασης.
Η Νικολούλη είναι χρήσιμη γιατί πιέζει τα πράγματα.
Ξεσηκώνει τον κόσμο και κάνει τον υπουργό, ή τον αρχηγό, ή το διευθυντή να σηκώσει το τηλέφωνο και να πει στον υφιστάμενό του: «Ρε Γιώργο, κάνε κάτι ρε με την υπόθεση εκείνης της γκόμενας από τη Βέροια. Ναι ρε, πίεσε να βρουν κάτι οι μαλάκες εκεί πάνω. Βάλε και τη Θεσσαλονίκη μέσα, ρε. Μας τα ’χει πρήξει η Νικολούλη στις εκπομπές…»
Η γκόμενα είναι η Κική Κούσογλου, κι οι μαλάκες η αστυνομική διεύθυνση Βέροιας. Ο διάλογος ανήκει στη φαντασία μου, αλλά δεν θα με πείσετε εύκολα ότι είναι απίθανος.
Η αλήθεια είναι μία και εγώ την πιστεύω ακράδαντα:
Αν δεν ήταν η Νικολούλη ο δολοφόνος της Κούσογλου θα ήταν ελεύθερος (αφού πέρασε επιτυχώς τις τελείως απλές αρχικές ανακρίσεις:
«Εσύ το κάνες ρε Δάνο;
«Όχι».
«Εντάξει, άντε πήγαινε τώρα γιατί έχουμε και δουλειές
»
κι η υπόθεση θα έμενε στο γνώριμο ράφι, στις ανεξιχνίαστες. (Η γκόμενα το έσκασε στη Γερμανία, δεν ξέρω πού, πάντως απ’ τη Βέροια έφυγε, δεν είναι εδώ… άρα δεν ασχολούμαστε εμείς. Βάλε το φάκελο στα ανεξιχνίαστα κι έλα να πιούμε καφέ.)
Το ίδιο και στην υπόθεση Νικολαίδη Καλαθάκη που βρήκε κι έφερε τον Κράμπη από το Λονδίνο. Το ίδιο και σε άλλες υποθέσεις.
Μόνο αυτό αρκεί για να τη συμπαθώ τη Νικολούλη.

Η Νικολούλη πίεσε κι η υπόθεση Άλεξ προχώρησε από την αστυνομία.
Ελπίζω ότι θα τελειώσει σύντομα.

Τελειώνω υποστηρίζοντας ξανά την, απίθανη έστω, θεωρία μου της παιδοφιλίας και την άμεση εμπλοκή ενός τουλάχιστον ενήλικου.
Δεν πιστεύω ότι ο Άλεξ πέθανε σε ατύχημα (έπεσε και χτύπησε).
Πιστεύω ότι ο Άλεξ δολοφονήθηκε.
Κι όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις ο ένοχος είναι από το κοντινό περιβάλλον του θύματος.
Αυτή είναι απλώς η γνώμη μου. Μακάρι να βγω ψεύτης καθώς αγνοώ όλη την αστυνομική έρευνα.

Labels:

Monday, June 05, 2006

Αστυνομικό δελτίο 4 Παλαιοκωσταίοι + αλβανός

Το ρεζιλίκι έγινε και πέρασε στην ιστορία. Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου. Διασκεδάζω πολύ με κάποιες εικόνες που δείχνουν τα διεθνή πρακτορεία. Τρείς έλληνες αστυνομικοί βαδίζουν, δηλαδή κάνουν βόλτα κάτω από κάτι δέντρα. Δεν διακρίνεται, αλλά είμαι σίγουρος ότι καπνίζουν και κρατούν τι άλλο; Το φραπέ τους.
Καθόλου διασκεδαστικό όμως δεν είναι το γεγονός ότι μαζί με τον Β. Παλαιοκώστα απέδρασε κι ένα μπουμπούκι αλβανός που ήταν μέσα για ανθρωποκτονία.
Θυμάμαι την υπόθεση. Ο αλβανός με ασχολίες όπως, μπράβος, μαφιόζος, έμπορος ναρκωτικών, προαγωγός σκότωσε έναν Έλληνα τριαντάχρονο νεαρό γιατί νόμιζε ότι του είχε πάρει τη γυναίκα, μια Ρωσίδα. Μόνο που έκανε λάθος. Η δικιά του λεγόταν Ροξάνα ενώ του νεαρού Οξάνα (ή το αντίστροφο).

Θυμάμαι ότι έψαχναν τον νεαρό μέρες σε απομακρυσμένες δασώδεις περιοχές της Αττικής κι ότι ασχολήθηκαν και οι μεσημεριανές εκπομπές. Μέχρι που δεν ξανακούσαμε τίποτα. Πιθανότατα θα βρήκαν το πτώμα του καιρό αργότερα.
Ο αλβανός, που σκοτώνει για πλάκα, κυκλοφορεί ελεύθερος.
Θέμα χρόνου πότε θα σκοτώσει ξανά.

Labels:

Αστυνομικό δελτίο 3 Παλαιοκωσταίοι και Φτεροκωσταίοι

Η απόδραση επισκίασε την εξαφάνιση του μικρού Άλεξ στα δελτία ειδήσεων.
Αν είναι αλήθεια η εκδοχή των παιδιών (και κάποιων ανηλίκων που εμπλέκονται ) στη Βέροια, επιτέλους να κλείσει η υπόθεση.
Η αστυνομία πρέπει να ντρέπεται που έκανε και κάνει τόσο χρόνο να ξεκαθαρίσει κάτι που τελικά φαίνεται να γνώριζε η μισή πόλη.
Μήπως τελικά πρέπει κάποιος αξιωματικός της αστυνομίας να παραιτηθεί;
Τι άλλο πρέπει να γίνει δηλαδή;

Παλαιοκωσταίοι

Ρεζιλίκι απίστευτο των αρχών.
Ξηλώθηκαν ο διευθυντής και 9 νοματαίοι (φραποφύλακες).
Ωραία σχεδιασμένη η απόδραση, η μόνη δυσκολία ήταν η συνεργασία με τον πιλότο και φυσικά η προσγείωση κι η απογείωση στο προαύλιο των φυλακών. Από κει και πέρα σ’ ένα δίλεπτο το ελικόπτερο ήταν στο σχιστό (Ελευσίνα θα πήγαινα εγώ) και μετά άντε πιάστους.
Δεν μπορούσαν να βρουν τον έναν, τώρα άντε να βρουν τους δύο.

Ρεπόρτερ χτες: η απόδραση ήταν τόσο καλά σχεδιασμένη που την ήξεραν όλοι οι κρατούμενοι, (!!!!!!) εκτός από τους φύλακες.

ευχαριστώ και τις δύο κυρίες για τα καλά τους λόγια
δεν περίμενα τόσο νωρίς το μπλογκ μου να αποκτήσει αναγνώστες και να γίνει και
τόπος συζήτησης!
Κριτικές δεν είχα σκοπό να δημοσιεύσω αλλά μετά χαράς να βάλω κάποιες που δημοσιεύτηκαν στο δωρεάν περιοδικό
think positive

Labels:

Sunday, June 04, 2006

Αστυνομικό δελτίο 2 - Άλεξ

Σε πλήρη σύγχηση οι επιφανείς δημοσιογράφοι μας. άγνωστο πού βρίσκονται οι αστυνομικές έρευνες.
το μεσημεριανό δελτίο του Σταρ εμφάνιζε την ομολογία των παιδιών όλα ψέματα ενώ το Μέγκα με τον Σόμπολο επέμενε ότι η αστυνομία θεωρεί αληθινή την ιστορία των 5 παιδιών.
Μπορούν παιδιά να θάψουν ένα πτώμα; (πολύ δύσκολο έως αδύνατο)
όπως έγραψα και χτες δεν μπορώ να δεχτώ ότι 5 παιδιά κράτησαν τόσες μέρες κρυφό ένα τέτοιο μυστικό.
αν αληθεύει η ιστορία τους σίγουρα ξέρουν και κάποιοι γονείς τους.

Η θεωρία της παιδοφιλίας με κάποιον ενήλικα ή με περισσότερους από έναν (και κάποια από τα 5 παιδιά να είναι επίσης θύματά του -τους) μου φαίνεται πιο λογική.
Θαυμάζω την τόσο ψύχραιμη στάση του πατέρα (πατριού).
Δυστυχώς οι πιθανότητες ο Άλεξ να είναι ζωντανός είναι μηδενικές.

Labels:

Saturday, June 03, 2006

Αστυνομικό δελτίο 1

Αυτό το ημερολόγιο θα ασχολείται και με το αστυνομικό δελτίο τόσο της Ελλάδος όσο και το παγκόσμιο.
είδηση της ημέρας : Ο μικρός Άλεξ δολοφονήθηκε στη Βέροια από 5 συμμαθητές του.
5 παιδάκια 12-14 ετών δεν κρατάνε ένα τέτοιο μυστικό ούτε 1 μέρα.
Πιστέυω ότι στην υπόθεση έχει μπλεχτεί ενήλικος κι ότι βρομάει παιδοφιλία.

Labels:

Friday, June 02, 2006

Καλή αρχή

Ωπ! Να 'μαι κι εγώ στα μπλογκ(!)
ας με συγχωρέσουν οι σχετικοί καθώς περπατώ και παραπατώ στον κυβερνοχώρο.
Αυτό νομίζω ότι είναι, και θα ήθελα να είναι, το δικό μου ημερολόγιο? σελίδα? στο ίντερνετ.

Δημήτρης Μαμαλούκας, συγγραφέας

Σύντομο βιογραφικό

1999 Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα, μυθιστόρημα, Απόπειρα
-2002 κινηματογραφική μεταφορά Όσο υπάρχει αλκοόλ... σκηνοθεσία Δημήτρης Μακρής
2003 Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού, μυθιστόρημα, Καστανιώτη
2005 Η απαγωγή του εκδότη, μυθιστόρημα, Καστανιώτη

σύντομα κοντά σας, δεκτά σχόλια, ευχαριστώ

Labels: